ΜΕΡΟΣ III ΟΡΓΑΝΑ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ -ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ-ΠΡΟΕΔΡΟΣ-ΕΙΔΙΚΕΣ ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ
Όργανα της Επιτροπής

9. Οι αρμοδιότητες, της Επιτροπής, ασκούνται από-

(α) Πενταμελές Συμβούλιο·

(β) τον Πρόεδρο και Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου· και

(γ) τριμελείς Ειδικές Επιτροπές·

κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του παρόντος Μέρους.

Σύσταση Συμβουλίου

10.—(1) Συνιστάται "Συμβούλιο Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου", το οποίο στο εξής θα αναφέρεται ως Συμβούλιο, στο οποίο ανατίθεται η διοίκηση της Επιτροπής και η ευθύνη της πραγμάτωσης του έργου της σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(2) Στο Συμβούλιο ανατίθεται η άσκηση των κατά νόμο αρμοδιοτήτων της Επιτροπής.

Αρμοδιότητες Συμβουλίου

11.—(1) Το Συμβούλιο εφορεύει τις εργασίες της Επιτροπής και έχει πλήρη εξουσία για τη διοίκηση του προσωπικού και τη διαχείριση της περιουσίας της κατά τα οριζόμενα στον παρόντα Νόμο και σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτού:

Νοείται ότι το Συμβούλιο δύναται να διορίζει Γενικό Διευθυντή στην υπηρεσία της Επιτροπής, στον οποίο να αναθέτει τη διεκπεραίωση διοικητικής φύσεως καθηκόντων, κατά τα οριζόμενα σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(2) Το Συμβούλιο ειδικότερα-

(α) Εκπροσωπεί διά του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου του την Επιτροπή ενώπιον των δικαστικών και άλλων αρχών

(β) διορίζει και παύει τους υπαλλήλους που τελούν στην υπηρεσία της Επιτροπής·

(γ) ασκεί πειθαρχική εξουσία επί των υπαλλήλων της Επιτροπής και επιβάλλει πειθαρχικές ποινές, κατά τα οριζόμενα σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου-

(δ) μεριμνά για την τήρηση λογαριασμών και για την κατάρτιση και υποβολή εκθέσεων και οικονομικών καταστάσεων κατά τα οριζόμενα στο Μέρος VIII·

(ε) λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την απρόσκοπτη και ομαλή διεξαγωγή των εργασιών της Επιτροπής-

(στ) διεξάγει έρευνες και επιβάλλει κυρώσεις κατά τα οριζόμενα στον παρόντα Νόμο και σε οποιοδήποτε άλλο νόμο της παρέχει τέτοιες εξουσίες ·

(ζ) εκδίδει κανονιστικής φύσεως Αποφάσεις κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του παρόντος Νόμου·

(η) καταρτίζει και υποβάλλει προς έγκριση Κανονισμούς, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 56- και

(θ) είναι αρμόδιο για κάθε ενέργεια, η οποία κατά τον παρόντα Νόμο, τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς και την κειμένη νομοθεσία προσιδιάζει στους σκοπούς και τις με βάση τον παρόντα Νόμο αρμοδιότητες της Επιτροπής.

Σύνθεση Συμβουλίου

12.—(1) Το Συμβούλιο είναι πενταμελές και απαρτίζεται από τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο και τρία άλλα μέλη που διορίζονται κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του παρόντος Μέρους.

(2) Ως μέλη του Συμβουλίου διορίζονται πρόσωπα ανωτάτου ηθικού επιπέδου, εγνωσμένου κύρους και εντιμότητας και εγνωσμένης πείρας και κατάρτισης στη χρηματαγορά και την κεφαλαιαγορά, τα οποία είναι ικανά να συμβάλουν στην πραγμάτωση των σκοπών του παρόντος Νόμου, στην ανάπτυξη της ομαλής και μεθοδικής αγοράς αξιών και στην προστασία των επενδυτών και του κοινού εν γένει.

(3) Ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου υποδεικνύει έναν εκπρόσωπο του, ο οποίος δύναται να μετέχει σε οποιαδήποτε συνεδρία του Συμβουλίου ή της Ειδικής Επιτροπής χωρίς δικαίωμα ψήφου, αλλά με το δικαίωμα να εγγράφει στην ημερήσια διάταξη θέματα, να μετέχει στις συζητήσεις και να εκφράζει απόψεις:

Νοείται ότι οι διατάξεις των εδαφίων (4) και (5) εφαρμόζονται και στην περίπτωση της υπόδειξης του εκπροσώπου του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας.

(4) Δεν επιτρέπεται ο διορισμός στο Συμβούλιο προσώπου, το οποίο έχει είτε το ίδιο, είτε τα συνδεδεμένα με αυτό πρόσωπα ουσιώδες συμφέρον σε οργανισμό που τελεί υπό τον έλεγχο της Επιτροπής ή το οποίο μετέχει στο διοικητικό όργανο τέτοιου οργανισμού και η απόκτηση τέτοιου συμφέροντος ή η συμμετοχή στο διοικητικό όργανο τέτοιου οργανισμού κατά τη διάρκεια της θητείας του συνεπάγεται την ανάκληση του διορισμού του:

Νοείται ότι σε περιπτώσεις όπου συνδεδεμένο πρόσωπο με άτομο που δύναται να διορισθεί ως μέλος του Συμβουλίου, εργοδοτείται σε εταιρεία που τελεί υπό την εποπτεία της Επιτροπής, νοουμένου ότι η θέση που κατέχει το εν λόγω συνδεδεμένο πρόσωπο δε δημιουργεί σύγκρουση συμφερόντων στο υποψήφιο μέλος του Συμβουλίου, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να ασκεί τη διακριτική του ευχέρεια για το διορισμό του μέλους αυτού στο Συμβούλιο.

(5) Δεν επιτρέπεται ο διορισμός στο Συμβούλιο προσώπου, το οποίο έχει καταδικαστεί για αδίκημα ενέχον έλλειψη τιμιότητας ή ηθικής αισχρότητας ή έχει πτωχεύσει σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πτωχεύσεως Νόμου.

Απαγόρευση ορισμένων δραστηριοτήτων των μελών του Συμβουλίου

13.—(1) Μέλος του Συμβουλίου απαγορεύεται να συμμετέχει άμεσα ή έμμεσα δι’ ίδιον όφελος ή προς όφελος τρίτων σε οποιαδήποτε ενέργεια ή συναλλαγή ή να έχει επαγγελματικό συμφέρον που αφορά αντικείμενο που τελεί υπό τον έλεγχο της Επιτροπής και παράβαση της διατάξεως αυτής, ανεξαρτήτως τυχόν ποινικής ή πειθαρχικής ευθύνης του υπαιτίου, συνεπάγεται την ανάκληση του διορισμού του:

Νοείται ότι από την απαγόρευση αυτή εξαιρείται η εξάσκηση δικαιωμάτων αγοράς μετοχών ή προαιρέσεως που απορρέουν από τίτλους, τους οποίους μέλος κατείχε πριν από το διορισμό του:

Νοείται περαιτέρω ότι σε περίπτωση που συνδεδεμένο με μέλος του Συμβουλίου πρόσωπο, πρόκειται να εργοδοτηθεί σε εταιρεία που τελεί υπό την εποπτεία της Επιτροπής, νοουμένου ότι η θέση που προσφέρεται στο εν λόγω συνδεδεμένο πρόσωπο δε δημιουργεί σύγκρουση συμφερόντων στο εν λόγω μέλος του Συμβουλίου, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να ασκεί τη διακριτική του ευχέρεια για τη μη ανάκληση του διορισμού του μέλους αυτού από το Συμβούλιο. Σε τέτοια  περίπτωση, η συνέχιση του διορισμού του μέλους αυτού τυγχάνει επανεξέτασης σε ετήσια βάση, μόνον όμως όσον αφορά το θέμα αυτό.

(2) Απαγορεύεται σε μέλος του Συμβουλίου να μετέχει στη συζήτηση και λήψη αποφάσεων από το Συμβούλιο ή από Ειδική Επιτροπή για θέματα που αφορούν συνδεδεμένα με αυτό πρόσωπα:

Νοείται ότι η παράβαση της απαγόρευσης αυτής δεν συνεπάγεται ακυρότητα της απόφασης του Συμβουλίου ή της Ειδικής Επιτροπής, αλλά παράβαση της διατάξεως αυτής, ανεξαρτήτως τυχόν ποινικής ή πειθαρχικής ευθύνης του υπαιτίου, συνεπάγεται την ανάκληση του διορισμού του.

(3) Απαγορεύεται στον Πρόεδρο, στον Αντιπρόεδρο και στα λοιπά μέλη του Συμβουλίου κατά τη διάρκεια της θητείας τους να συμμετέχουν στην ίδρυση ή σε διοικητικό όργανο οργανισμού που τελεί υπό τον έλεγχο της Επιτροπής και παράβαση της διατάξεως αυτής, ανεξαρτήτως τυχόν ποινικής ή πειθαρχικής ευθύνης του υπαιτίου, συνεπάγεται ανάκληση του διορισμού του.

(4) Για τους σκοπούς του άρθρου 12 και του παρόντος άρθρου «συνδεδεμένα πρόσωπα» για το μέλος του Συμβουλίου, λογίζονται-

(α) Οι σύζυγοι και οι συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι δεύτερου βαθμού·

(β) εταιρεία, στην οποία μέλος του Συμβουλίου κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, τουλάχιστον το είκοσι επί τοις εκατόν (20%) του δικαιώματος ψήφου σε γενική συνέλευση·

(γ) πρόσωπο, το οποίο κατά την κρίση της Επιτροπής τελεί σε σχέση εξάρτησης ή έχει κοινά σε ουσιώδη βαθμό, συμφέροντα με αυτό:

Νοείται ότι τα κριτήρια που εφαρμόζονται κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσης παραγράφου εξειδικεύονται με Απόφαση της Επιτροπής που δημοσιεύεται στην επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας:

Νοείται περαιτέρω ότι οι διατάξεις των πιο πάνω εδαφίων εφαρμόζονται και για τον εκπρόσωπο του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας.

 

Διορισμός μελών του Συμβουλίου

14.—(1) Ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και τα τρία λοιπά μέλη του Συμβουλίου διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο κατόπιν εισηγήσεως του Υπουργού.

(2) Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου παρέχουν τις υπηρεσίες τους κατά πλήρη και αποκλειστική απασχόληση και δεν επιτρέπεται να κατέχουν οποιαδήποτε άλλη θέση ή αξίωμα στη Δημοκρατία ή να απασχολούνται σε οποιαδήποτε άλλη εργασία επ' αμοιβή:

Νοείται ότι σε περίπτωση διορισμού ως Προέδρου ή Αντιπροέδρου υπαλλήλου που κατέχει μόνιμη θέση στην κρατική υπηρεσία ή σε οργανισμό, ο υπάλληλος αφυπηρετεί αυτοδικαίως από τη θέση που κατέχει, οπότε εφαρμόζονται οι διατάξεις του εκάστοτε σε ισχύ περί Συντάξεων Νόμου που αφορά τα ωφελήματα αφυπηρέτησης για την οικειοθελή πρόωρη αφυπηρέτηση, τα οποία όμως υπολογίζονται με βάση τις συντάξιμες απολαβές του υπαλλήλου κατά την ημερομηνία αφυπηρέτησής του, ως ακολούθως:

(α) Σε περίπτωση κατά την οποία ο υπάλληλος δεν έχει συμπληρώσει δεκαετή υπηρεσία, λογίζεται ότι υπηρέτησε στην κρατική υπηρεσία ή στον οργανισμό για τόση επιπλέον περίοδο για όση υπηρέτησε πριν από το διορισμό του ως Προέδρου ή Αντιπροέδρου, ανάλογα με την περίπτωση ή για όση περίοδο θα υπηρετούσε αν αφυπηρετούσε λόγω ορίου ηλικίας, οποιαδήποτε από τις δύο θα ήταν η μικρότερη·

(β) σε περίπτωση κατά την οποία ο υπάλληλος έχει συμπληρώσει δεκαετή υπηρεσία, λογίζεται ότι υπηρέτησε στην κρατική υπηρεσία ή στον οργανισμό για περίοδο δέκα επιπλέον ετών ή για τόση περίοδο για όση θα υπηρετούσε αν αφυπηρετούσε λόγω ορίου ηλικίας, οποιαδήποτε από τις δύο θα ήταν η μικρότερη.

Η πιο πάνω προστιθέμενη υπηρεσία λογίζεται ως υπηρεσία με εισφορές:

Νοείται περαιτέρω ότι οι όροι «κρατική υπηρεσία» και «οργανισμός» στο εδάφιο αυτό έχουν την έννοια που αποδίδεται σε αυτούς από τον εκάστοτε σε ισχύ περί Συντάξεων Νόμο.

(3) Ο όρος της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης που ισχύει για τον Πρόεδρο και Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου, δεν ισχύει προκειμένου περί των τριών λοιπών μελών του Συμβουλίου.

Θητεία μελών του Συμβουλίου

15.—(1) Η θητεία των μελών του Συμβουλίου είναι πενταετής: Νοείται ότι κατ' εξαίρεση η θητεία του Αντιπροέδρου του Συμβουλίου που διορίζεται για πρώτη φορά μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου είναι τετραετής, δύο εκ των τριών μελών που διορίζονται κατά πρώτον μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου είναι τριετής, ενώ η θητεία των μελών του Συμβουλίου που διορίζονται μετέπειτα θα είναι πενταετής όπως και των λοιπών μελών του Συμβουλίου.

(2) Επιτρέπεται ο επαναδιορισμός των μελών του Συμβουλίου μετά τη λήξη της θητείας τους για μια μόνο επιπλέον πενταετή θητεία:

Νοείται ότι οι διατάξεις των πιο πάνω εδαφίων εφαρμόζονται και για τον εκπρόσωπο του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας.

Χηρεία θέσεως

16.—(1) Η θέση μέλους του Συμβουλίου κενούται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Σε περίπτωση θανάτου του·

(β) σε περίπτωση παραιτήσεώς του· και

(γ) σε περίπτωση ανακλήσεως του διορισμού του.

Σε περίπτωση που η θέση μέλους του Συμβουλίου κενούται πριν από τη λήξη της θητείας του, διορίζεται στη θέση του άλλο πρόσωπο για το υπόλοιπο της θητείας του απερχόμενου μέλους κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 14.

(2) Πρόσωπο, το οποίο διετέλεσε μέλος του Συμβουλίου και το οποίο έπαυσε να υπηρετεί λόγω λήξης της θητείας του, παραιτήσεώς του ή ανακλήσεως του διορισμού του δεν επιτρέπεται να διοριστεί σε όργανο διοικήσεως ή ως διαχειριστής επενδύσεων σύμφωνα με τις διατάξεις της εκάστοτε σε ισχύ χρηματιστηριακής νομοθεσίας, παρά μόνο μετά την παρέλευση δύο χρόνων από την αποχώρησή του από τη θέση του ως μέλους του Συμβουλίου:

Νοείται ότι οι διατάξεις των πιο πάνω εδαφίων εφαρμόζονται και για τον εκπρόσωπο του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας.

Παραίτηση

17. Η παραίτηση μέλους του Συμβουλίου διενεργείται με έγγραφο παραιτήσεως απευθυνόμενο προς το Υπουργικό Συμβούλιο.

Ανάκληση διορισμού

18. Ο διορισμός μέλους του Συμβουλίου ανακαλείται από το Υπουργικό Συμβούλιο στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Σε περίπτωση απόκτησης συμφέροντος ή συμμετοχής σε διοικητικό όργανο κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (3) του άρθρου 13·

(β) σε περίπτωση παράβασης οποιασδήποτε από τις διατάξεις που αναφέρονται στα εδάφια (1), (2) και (3) του άρθρου 13· ή

(γ) σε περίπτωση καταδίκης για το αδίκημα της παράβασης της υποχρέωσης προς εχεμύθεια και της τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 32·

(δ) σε περίπτωση καταδίκης για αδίκημα ατιμωτικό ή που ενέχει ηθική αισχρότητα, το οποίο συνιστά κώλυμα διορισμού στη δημόσια υπηρεσία ή σε περίπτωση επιβολής της ποινής της φυλακίσεως για την τέλεση οποιουδήποτε αδικήματος·

(ε) κατόπιν προτάσεως του Υπουργού, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από εισήγηση του Συμβουλίου, η οποία υποβάλλεται με τη σύμφωνη γνώμη τριών τουλάχιστον μελών σε περίπτωση αναιτιολόγητης και επανειλημμένης αποχής του μέλους από την άσκηση των καθηκόντων του:

Νοείται ότι οι διατάξεις των παραγράφων (α) έως και (δ) εφαρμόζονται και για τον εκπρόσωπο του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας.

Συνεδρίες του Συμβουλίου

19.—(1) Οι συνεδρίες του Συμβουλίου συγκαλούνται από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου ή σε περίπτωση απουσίας ή άλλου προσωρινού κωλύματος αυτού από τον Αντιπρόεδρο του ή σε περίπτωση απουσίας ή άλλου προσωρινού κωλύματος και των δύο, από ένα εκ των λοιπών μελών του Συμβουλίου, το οποίο ορίζεται επί τούτω από τον Πρόεδρο.

(2) Η πρόσκληση σε συνεδρία είναι γραπτή και απευθύνεται προς όλα τα μέλη του Συμβουλίου και τον εκπρόσωπο του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας δύο τουλάχιστον ημέρες πριν από την καθορισμένη για τη συνεδρία ημερομηνία.

(3) Κατ' εξαίρεση σε έκτακτες και δικαιολογημένες περιπτώσεις, συνεδρία του Συμβουλίου συγκαλείται μετά από πρόσκληση που επιδίδεται στα μέλη σε εύλογο χρόνο πριν από την καθορισμένη για τη συνεδρία ημερομηνία.

(4) Η πρόσκληση σε συνεδρία δύναται να γίνει με επιστολή, τηλεγράφημα, τηλεμήνυμα, φωτομήνυμα ή ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.

(5) Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου συγκαλεί το Συμβούλιο σε συνεδρία οποτεδήποτε το κρίνει σκόπιμο, υποχρεούται όμως να το πράξει αν τούτο ζητηθεί γραπτώς από δύο τουλάχιστον μέλη του Συμβουλίου που καθορίζουν ταυτοχρόνως και τα προς συζήτηση θέματα.

(6) Συνεδρία του Συμβουλίου συγκαλείται οπωσδήποτε δύο φορές το μήνα.

(7) Στις συνεδρίες του Συμβουλίου προεδρεύει ο Πρόεδρος του ή σε περίπτωση απουσίας ή άλλου προσωρινού κωλύματος αυτού ο Αντιπρόεδρος του ή σε περίπτωση απουσίας ή άλλου προσωρινού κωλύματος και των δυο, από ένα εκ των λοιπών μελών του Συμβουλίου που επιλέγεται προς τούτο από τα παριστάμενα μέλη κατά τη συνεδρία.

(8) Ο Προεδρεύων της συνεδρίας και δύο άλλα μέλη παριστάμενα στη συνεδρία συνιστούν απαρτία, οι αποφάσεις λαμβάνονται κατά πλειοψηφία και σε περίπτωση ισοψηφίας επικρατεί η ψήφος του προεδρεύσαντος της συνεδρίας.

(9) Χρέη γραμματέα του Συμβουλίου ασκεί ένα μέλος του προσωπικού της Επιτροπής που ορίζεται προς τούτο από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου, ο οποίος έχει την ευθύνη της τήρησης των πρακτικών.

(10) Τα πρακτικά της συνεδρίας τηρούνται μυστικά, εκτός αν αποφασισθεί διαφορετικά από το Συμβούλιο, από αρμόδιο δικαστήριο ή από αρμόδιο πειθαρχικό όργανο.

(11) Η χηρεία θέσεως μέλους του Συμβουλίου ή ελάττωμα περί το διορισμό του δεν επιφέρει ακυρότητα των πράξεων ή των διαδικασιών του Συμβουλίου.

(12) Στις περιπτώσεις όπου απαιτείται η διατύπωση ή η άρνηση διατύπωσης της σύμφωνης γνώμης της Επιτροπής, δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμών για την αναστολή εμπορίας κινητών αξιών ή για την αναστολή άδειας εξασκήσεως του επαγγέλματος ή των εργασιών Μέλους του Χρηματιστηρίου, κατά    τα   οριζόμενα   στον   περί    Αξιών   και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμο, ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου δύνανται να αποφασίσουν επί του θέματος.  Απουσιάζοντος του ενός, αποφασίζει ο άλλος από κοινού με ακόμη ένα μέλος του Συμβουλίου και η απόφαση που λαμβάνεται καταγράφεται στα πρακτικά της συνεδρίας που έπεται της εν λόγω απόφασης.

Επίσημη σφραγίδα Συμβουλίου

20. Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος σε περίπτωση απουσίας του Προέδρου έχει την υποχρέωση φύλαξης της επίσημης σφραγίδας του Συμβουλίου, η οποία τίθεται στα έγγραφα στην παρουσία του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου και ενός άλλου μέλους που προσυπογράφουν το έγγραφο.

Αντιμισθία και όροι υπηρεσίας Προέδρου, Αντιπροέδρου και αμοιβή μελών του Συμβουλίου

21.—(1) Η αντιμισθία και οι λοιποί όροι υπηρεσίας του Προέδρου και του Αντιπροέδρου καθορίζονται στο έγγραφο του διορισμού τους από το Υπουργικό Συμβούλιο.

(2) Στα λοιπά μέλη του Συμβουλίου και στον εκπρόσωπο του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας καταβάλλεται αμοιβή ανά συνεδρία, η οποία ορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο.

(3) Η δαπάνη για την καταβολή της αντιμισθίας του Προέδρου και του Αντιπροέδρου του Συμβουλίου και της αμοιβής των λοιπών μελών του καθώς και του εκπρόσωπου του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας βαρύνει τον ετήσιο προϋπολογισμό της Επιτροπής.

Έκταση ευθύνης μελών του Συμβουλίου και άλλων προσώπων

22.—(1) Μέλος του Συμβουλίου και οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί ως σύμβουλος ή κατ' εντολήν του Συμβουλίου δεν υπέχει προσωπική ευθύνη για πράξεις ή παραλείψεις του κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, εκτός αν η παράλειψη αποδεδειγμένα έγινε εκ προθέσεως.

(2) Έκφραση γνώμης κατά την άσκηση των καθηκόντων μέλους του Συμβουλίου, αποτελεί ειδική υπεράσπιση σε αγωγή για δυσφήμιση που εγείρεται εναντίον του με βάση τις διατάξεις του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου.

Εκχώρηση εξουσιών του Συμβουλίου στον Πρόεδρο και σε Ειδικές Επιτροπές

23.—(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), το Συμβούλιο έχει εξουσία να εκχωρεί στον Πρόεδρο, στον Αντιπρόεδρο του ή σε Ειδικές Επιτροπές που συνιστά επί τούτω, την άσκηση οποιασδήποτε από τις αρμοδιότητες του για το χρονικό διάστημα που ορίζεται κατά περίπτωση από αυτό και με τους κατά περίπτωση προβλεπόμενους όρους.

(2) Δεν επιτρέπεται η εκχώρηση αρμοδιοτήτων επί των προβλεπόμενων στο άρθρο 27 θεμάτων.

Ειδικές Επιτροπές

24.—(1) Ειδική Επιτροπή συνιστάται με απόφαση του Συμβουλίου και απαρτίζεται από τρία μέλη της Επιτροπής, που δύνανται να είναι είτε ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και ένα μέλος, είτε ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος και δύο μέλη.

(2) Οι Ειδικές Επιτροπές συγκαλούνται από τον Πρόεδρο ή από τον Αντιπρόεδρο και σε περίπτωση απουσίας ή προσωρινού κωλύματος αυτών, από ένα εκ των μελών του Συμβουλίου που ορίζεται προς τούτο από το Συμβούλιο και συνεδριάζουν κατά τακτά διαστήματα εφόσον παρίστανται στη συνεδρία δύο από τα μέλη τους.

(3) Οι αποφάσεις των Ειδικών Επιτροπών λαμβάνονται με δύο τουλάχιστον θετικές ψήφους και σε περίπτωση ισοψηφίας το θέμα παραπέμπεται προς επίλυση από το Συμβούλιο.

Εκτέλεση αποφάσεων Συμβουλίου και Ειδικών Επιτροπών

25.—(1) Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου έχουν από κοινού την αρμοδιότητα της εκτελέσεως των αποφάσεων του Συμβουλίου και των Ειδικών Επιτροπών.

(2) Σε περίπτωση απουσίας ή άλλου προσωρινού κωλύματος του Προέδρου, τα κατά τον παρόντα Νόμο καθήκοντά του ασκούνται από τον Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου.