ΜΕΡΟΣ V ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΜΕ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ— ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΠΡΟΣ ΕΧΕΜΥΘΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΡΗΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ
Συνεργασία Επιτροπής με κρατικές υπηρεσίες

29. Η Επιτροπή έχει εξουσία να απευθύνεται στον Έφορο Εταιρειών, στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, στο Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου και σε κάθε κρατική υπηρεσία που οφείλουν να της παρέχουν κάθε αναγκαία συνδρομή και πληροφορία, έγγραφα και άλλα στοιχεία που είναι αναγκαία προς άσκηση των αρμοδιοτήτων της.

Συνεργασία της Επιτροπής με αρμόδιες εποπτικές αρχές της αλλοδαπής

30.—(1) Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, η Επιτροπή δύναται να συνεργάζεται με αρμόδιες εποπτικές αρχές επιφορτισμένες με την άσκηση ανάλογων αρμοδιοτήτων στην αλλοδαπή και να ανταλλάσσει με αυτές τις αναγκαίες προς άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, πληροφορίες.

(2) Η Επιτροπή δύναται να συνάπτει με αρμόδιες εποπτικές αρχές της αλλοδαπής συνεργασίες που να προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών, μόνον εφόσον οι κοινοποιούμενες πληροφορίες καλύπτονται στο κράτος που εδρεύουν οι αρχές αυτές από εγγυήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με τις προβλεπόμενες στον παρόντα Νόμο.

(3) Οι ανταλλασσόμενες κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού πληροφορίες είναι εμπιστευτικής φύσεως και απαγορεύεται η κοινοποίησή τους χωρίς τη ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας εποπτικής αρχής που τις ανακοίνωσε και στην περίπτωση αυτή μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους η αρχή αυτή έδωσε τη συγκατάθεση της.

(4) Η ανακοίνωση από την Επιτροπή πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως σε αρμόδιες εποπτικές αρχές της αλλοδαπής δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου δε συνιστά παραβίαση της υποχρέωσης προς εχεμύθεια και τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπεται στο άρθρο 31.

Υποχρέωση προς εχεμύθεια και τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου

31.—(1) Μέλος του Συμβουλίου ή πρόσωπο που διετέλεσε μέλος του Συμβουλίου, πρόσωπο το οποίο ασκεί ή έχει ασκήσει δραστηριότητα στην Επιτροπή σχετικά με την άσκηση των αρμοδιοτήτων της και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο λαμβάνει γνώση ένεκα της θέσης του ή κατά την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων, πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, έχει υποχρέωση προς εχεμύθεια και τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου και οφείλει να χρησιμοποιεί τις πληροφορίες αυτές αποκλειστικά για την άσκηση των καθηκόντων του και να μην τις κοινοποιεί παρά μόνο στην έκταση που η κοινοποίησή τους είναι αναγκαία στα πλαίσια διοικητικής προσφυγής που αφορά στην άσκηση των καθηκόντων του ή εφόσον συνιστούν στοιχεία αποδεικτικά της τέλεσης ποινικού ή πειθαρχικού αδικήματος.

(2) Το απόρρητο συνεπάγεται ότι οι εμπιστευτικές πληροφορίες που πρόσωπο λαμβάνει κατά την άσκηση των καθηκόντων του δύνανται να ανακοινωθούν μόνο σε άλλες αρμόδιες υπηρεσίες της Δημοκρατίας και στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, εφόσον αναφέρονται σε θέματα που εμπίπτουν στις κατά Νόμο αρμοδιότητές τους.

(3) Οι αρχές προς τις οποίες ανακοινώνονται εμπιστευτικής φύσεως πληροφορίες κατά τις διατάξεις του εδαφίου (2) δεσμεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο.

(4) Επιτρέπεται η ανακοίνωση εμπιστευτικών πληροφοριών από τα αναφερόμενα στο εδάφιο (1) πρόσωπα-

(α) Εφόσον η Επιτροπή, κατά την απόλυτη κρίση της, αποφασίσει ότι για λόγους δημοσίου συμφέροντος ή προστασίας του επενδυτικού κοινού ή διαφάνειας επιβάλλεται να δημοσιοποιεί αυτούσια ή περιληπτικά οποιεσδήποτε αποφάσεις ή πορίσματά της που  λαμβάνει ή συντάσσει αντίστοιχα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, των Νόμων για τους οποίους γίνεται αναφορά στα άρθρα 3 και 26 του παρόντος Νόμου και γενικά της κειμένης νομοθεσίας που αφορά την κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή.

(β) στα πλαίσια αστικής διαδικασίας σε περίπτωση πτώχευσης φυσικών προσώπων ή αναγκαστικής εκκαθάρισης νομικών προσώπων, νοουμένου ότι οι πληροφορίες αυτές δεν αφορούν τρίτους που λαμβάνουν μέτρα διάσωσής τους.

Αδικήματα παραβίασης του επαγγελματικού απορρήτου

32. Πρόσωπο, το οποίο εν γνώσει του παραβιάζει την υποχρέωσή του προς εχεμύθεια και τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπεται στο άρθρο 31 διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι δύο έτη ή με χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες ή και με τις δύο αυτές ποινές και προκειμένου περί δημοσίου υπαλλήλου ή υπαλλήλου της Επιτροπής, η παραβίαση αυτή συνιστά πειθαρχικό αδίκημα που τιμωρείται μέχρι και με την ποινή της απόλυσής του από τη δημόσια υπηρεσία ή από την υπηρεσία της Επιτροπής.