ΜΕΡΟΣ V ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ
Πειθαρχικό Συμβούλιο

11.—(1) Συνιστάται Πειθαρχικό Συμβούλιο για άσκηση πειθαρχικής εξουσίας σε εγγεγραμμένους λογοπαθολόγους.

(2) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο απαρτίζεται από—

(α) Δύο μέλη της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας που ορίζονται από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας· και

(β) τρεις εγγεγραμμένους λογοπαθολόγους που ορίζονται από το Συμβούλιο.

(3) Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι το μέλος της Νομικής Υπηρεσίας που ορίζεται προς τούτο από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, σε περίπτωση δε απουσίας ή προσωρινού κωλύματος του καθήκοντα Προέδρου ασκεί το άλλο μέλος της Νομικής Υπηρεσίας.

(4) Η θητεία των μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι τριετής.

(5) Ο Προέδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου ή το μέλος που ασκεί καθήκοντα προέδρου και δύο άλλα μέλη αυτού αποτελούν απαρτία.

(6) Οι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου λαμβάνονται με πλειοψηφία, σε περίπτωση δε ισοψηφίας ο πρόεδρος έχει τη νικώσα ψήφο.

Πειθαρχική δίωξη

12. Ασκείται πειθαρχική δίωξη εναντίον εγγεγραμμένου λογοπαθολόγου αν—

(α) Καταδικαστεί από το αρμόδιο δικαστήριο για αδίκημα που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα·

(β) Κατά την κρίση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, επέδειξε κατά την άσκηση του επαγγέλματος του διαγωγή επονείδιστη ή ασυμβίβαστη προς το επάγγελμα του λογοπαθολόγου· και

(γ) παραβεί οποιεσδήποτε από τις επιβαλλόμενες υποχρεώσεις του δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδοθέντων Κανονισμών.

Πειθαρχική έρευνα

13.—(1) Αν καταγγελθεί στο Συμβούλιο ότι εγγεγραμμένος λογοπαθολόγος είναι δυνατό να έχει διαπράξει πειθαρχικό αδίκημα, το Συμβούλιο παραπέμπει την καταγγελία στον Υπουργό, ο οποίος ορίζει το ταχύτερο λειτουργό του Υπουργείου του (που στο παρόν άρθρο αναφέρεται ως «ο ερευνών λειτουργός») για να διεξάγει έρευνα.

(2)(α) Ο ερευνών λειτουργός διεξάγει την έρευνα το ταχύτερο.

(β) Στα πλαίσια διεξαγωγής της έρευνας αυτός έχει εξουσία να ακούσει οποιουσδήποτε μάρτυρες ή να πάρει, εγγράφως, καταθέσεις από οποιοδήποτε πρόσωπο.

(3) Εγγεγραμμένος λογοπαθολόγος που έχει καταγγελθεί δικαιούται—

(α) Να γνωρίζει την υπόθεση εναντίον του· και

(β) παροχής σε αυτόν της ευκαιρίας να ακουστεί, αφού πάρει αντίγραφα των μαρτυριών και των καταθέσεων.

(4) Μετά τη συμπλήρωση της έρευνας ο ερευνών λειτουργός υποβάλλει την έκθεσή του στο Συμβούλιο το οποίο και τη διαβιβάζει στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας προς γνωμοδότηση.

(5) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας συμβουλεύει το Συμβούλιο κατά πόσο δύναται να διατυπωθεί πειθαρχική κατηγορία κατά του λογοπαθολόγου που έχει καταγγελθεί, σε περίπτωση δε καταφατικής γνωμοδότησης προβαίνει στη διατύπωση της κατηγορίας.

(6) Το Συμβούλιο αποστέλλει, χωρίς καθυστέρηση, την πειθαρχική κατηγορία που διατυπώθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, στο Πειθαρχικό Συμβούλιο.

Πειθαρχική διαδικασία

14.—(1) Μέσα σε δύο βδομάδες από την ημερομηνία λήψεως της πειθαρχικής κατηγορίας, το Πειθαρχικό Συμβούλιο εκδίδει κλήση προς το λογοπαθολόγο που καταγγέλθηκε, σύμφωνα με τον καθορισμένο τύπο και τρόπο.

(2)(α) Η εκδίκαση της υπόθεσης από το Πειθαρχικό Συμβούλιο διεξάγεται, τηρουμένων των αναλογιών, με τον ίδιο τρόπο που διεξάγεται η συνοπτική ακρόαση ποινικής υπόθεσης.

(β) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο έχει εξουσία να αποδεχθεί οποιαδήποτε μαρτυρία έστω και αν αυτή δε γίνεται δεκτή σε ποινική διαδικασία.

(3) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο έχει εξουσία να—

(α) Απαιτεί την προσέλευση του προσώπου που έχει καταγγελθεί·

(β) καλεί μάρτυρες και να απαιτεί την προσέλευσή τους·

(γ) απαιτεί την προσαγωγή κάθε εγγράφου που σχετίζεται με την κατηγορία,

σύμφωνα με τη διαδικασία που τηρείται στις δίκες που διεξάγονται συνοπτικά.

(4) Κάθε απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου πρέπει να είναι ατιολογημένη και να υπογράφεται από τον Πρόεδρο του.

Πειθαρχικές ποινές

15. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο, αν βρει ένοχο το πρόσωπο που έχει καταγγελθεί, μπορεί να επιβάλει σε αυτό οποιαδήποτε από τις ακόλουθες ποινές:

(α) Διαγραφή του ονόματος του από το Μητρώο·

(β) αναστολή της άδειας ασκήσεως του επαγγέλματος του λογοπαθολόγου για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια·

(γ) καταβολή χρηματικού ποσού με τη μορφή προστίμου που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες λίρες-

(δ) προφορική ή γραπτή επίπληξη.