Καταβολή του Φ.Π.Α. από υποκείμενα στο φόρο πρόσωπα
Φόρος εισροών και φόρος εκροών

19.—(1) Τηρουμένων των ακόλουθων διατάξεων του παρόντος άρθρου, "φόρος εισροών", σε σχέση με υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, σημαίνει:

(α) Το Φ.Π.Α. επί της παράδοσης προς αυτό οποιωνδήποτε αγαθών ή της παροχής προς αυτό οποιωνδήποτε υπηρεσιών˙

(β) το Φ.Π.Α. επί της απόκτησης από αυτό οποιωνδήποτε αγαθών από άλλο κράτος μέλος∙ και

(γ) το Φ.Π.Α. που καταβλήθηκε ή είναι καταβλητέος από εκείνο επί της εισαγωγής οποιωνδήποτε αγαθών από τόπο εκτός των κρατών μελών, τα οποία είναι (σε κάθε περίπτωση) αγαθά ή υπηρεσίες που χρησιμοποιούνται ή πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για τους σκοπούς οποιασδήποτε επιχείρησης που ασκείται ή που πρόκειται να ασκηθεί από εκείνο το πρόσωπο.

(2) Τηρουμένων των ακόλουθων διατάξεων του παρόντος άρθρου, "φόρος εκροών", σε σχέση με υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, σημαίνει Φ.Π.Α. επί των συναλλαγών που πραγματοποιεί η επί της απόκτησης αγαθών από άλλο κράτος μέλος από το εν λόγω πρόσωπο, περιλαμβανομένου Φ.Π.Α. που υπολογίζεται επίσης ως φόρος εισροών δυνάμει του εδαφίου (1)(β).

(3) [Διαγράφηκε]

(4) Κανονισμοί που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο δύνανται να προβλέπουν σε σχέση με οποιαδήποτε περιγραφή αγαθών ή υπηρεσιών ότι, όταν αγαθά ή υπηρεσίες εκείνης της περιγραφής παραδίδονται ή παρέχονται σε πρόσωπο που δεν είναι υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, θεωρούνται, κάτω από τις περιστάσεις που μπορεί να καθορίζονται στους Κανονισμούς, για τους σκοπούς των εδαφίων (1) και (2) πιο πάνω, ότι παραδίδονται ή παρέχονται σε κάποιο άλλο πρόσωπο όπως μπορεί να καθορίζεται στους Κανονισμούς.

(5) Όταν αγαθά που παραδίδονται ή υπηρεσίες που παρέχονται σε υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, αγαθά που αποκτώνται από υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο από άλλο κράτος μέλος ή αγαθά που εισάγονται από υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο από τόπο εκτός των κρατών μελών, χρησιμοποιούνται ή πρόκειται να χρησιμοποιηθούν μερικώς για τους σκοπούς επιχείρησης που ασκείται ή που πρόκειται να ασκηθεί από αυτό το πρόσωπο και μερικώς για άλλους σκοπούς -

(α) ο Φ.Π.Α. επί των συναλλαγών, αποκτήσεων και εισαγωγών επιμερίζεται έτσι ώστε μόνο τόσος Φ.Π.Α. όσος αφορά τους επιχειρηματικούς του σκοπούς να υπολογίζεται ως φόρος εισροών του·

(β) ο υπόλοιπος Φ.Π.Α., που δεν αφορά τους επιχειρηματικούς του σκοπούς, θα υπολογίζεται ως φόρος εισροών του, στην έκταση που προβλέπουν κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του εδαφίου 6(ε).

(5Α) Για τους σκοπούς των εδαφίων (1) και (5), σχετικό περιουσιακό στοιχείο για σκοπούς επιχείρησης που ασκείται ή πρόκειται να ασκηθεί από αυτό το πρόσωπο, δεν θεωρείται, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, ότι χρησιμοποιείται ή πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για τους σκοπούς της επιχείρησης, αν, και στην έκταση που χρησιμοποιείται για ιδιωτική χρήση από το πρόσωπο αυτό ή για ιδιωτική χρήση από το προσωπικό του.

(5Β) Για τους σκοπούς του εδαφίου 5Α «σχετικό περιουσιακό στοιχείο» σημαίνει-

(α)(i) τα ενσώματα αγαθά, που ανήκουν κατά κυριότητα στην επιχείρηση και τίθενται από αυτή σε διαρκή εκμετάλλευση, χωρίς να περιλαμβάνονται στην αξία τους οποιεσδήποτε δαπάνες επισκευής και συντήρησης τους, εξαιρουμένης της ακίνητης ιδιοκτησίας·

(ii) τα δικαιώματα χρησιμοποίησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, σχεδίων, υποδειγμάτων, εμπορικών ή βιομηχανικών σημάτων και παρόμοιων δικαιωμάτων, περιλαμβανομένης και της εμπορικής εύνοιας “Goodwill”, εφόσον αυτά εξυπηρετούν περισσότερες από μία χρήσεις, που παραδίδονται ή παρέχονται προς ή εισάγονται ή αποκτώνται από τον ιδιοκτήτη και η αξία έκαστου να μην είναι λιγότερη από δέκα επτά χιλιάδες ευρώ (€17000)·

(β)(i) η ακίνητη ιδιοκτησία όπως καθορίζεται στην παράγραφο 1(β) μέχρι 4 του Όγδοου Παραρτήματος του Νόμου·

(ii) τα κτίρια που κατασκευάζονται από υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο σε ακίνητη ιδιοκτησία που δεν ανήκει κατά κυριότητα σε αυτό·

(iii) τα κτίρια που κατασκευάζονται από υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο σε ακίνητη ιδιοκτησία που ανήκει κατά κυριότητα σε αυτό.

(6) Κανονισμοί μπορούν να προβλέπουν ότι—

(α) Ο Φ.Π.Α. επί της παράδοσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών σε υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, ο Φ.Π.Α. επί της απόκτησης αγαθών από υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο από άλλο κράτος μέλος και ο Φ.Π.Α. που καταβλήθηκε ή που είναι καταβλητέος από υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο επί της εισαγωγής αγαθών από τόπο εκτός των κρατών μελών θεωρείται ως φόρος εισροών του μόνο αν και κατά την έκταση που η επιβολή του Φ.Π.Α. αποδεικνύεται και προσδιορίζεται ποσοτικά με αναφορά σε τέτοια έγγραφα που μπορεί να καθορίζονται στους Κανονισμούς ή που δύναται να καθορίσει ο Έφορος είτε γενικά είτε σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ή κατηγορίες περιπτώσεων˙

(β) υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο υπολογίζει ως φόρο εισροών του, κάτω από τέτοιες περιστάσεις, σε τέτοια έκταση και τηρουμένων τέτοιων όρων που μπορεί να καθοριστούν, το Φ.Π.Α. επί της παράδοσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών προς αυτό ή επί της απόκτησης αγαθών από αυτό από άλλο κράτος μέλος ή που καταβλήθηκε από αυτό επί της εισαγωγής αγαθών από τόπο εκτός των κρατών μελών έστω και αν δεν ήταν υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο κατά το χρόνο της συναλλαγής, της απόκτησης ή της καταβολής˙

(γ) υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο που είναι νομικό πρόσωπο υπολογίζει ως φόρο εισροών του, κάτω από τέτοιες περιστάσεις, σε τέτοια έκταση και τηρουμένων τέτοιων όρων που μπορεί να καθορίζονται, το Φ.Π.Α. επί της παράδοσης, απόκτησης ή εισαγωγής αγαθών που πραγματοποιήθηκε πριν τη σύστασή του με σκοπό να αποδοθούν σ' αυτό ή την επιχείρησή του ή επί της παροχής υπηρεσιών πριν από εκείνο το χρόνο προς όφελος του ή σε σχέση με τη σύστασή του˙

(δ) στην περίπτωση προσώπου που ήταν, αλλά δεν είναι πλέον, υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, καταβάλλεται σε αυτό από τον Έφορο το ποσό οποιουδήποτε Φ.Π.Α. επί της παροχής υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκε προς αυτό για τους σκοπούς της επιχείρησης που το πρόσωπο αυτό ασκούσε όταν ήταν υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο.

(ε) στις περιπτώσεις, όπου ο διακανονισμός του φόρου εισροών πραγματοποιείται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (5), το μέρος του Φ.Π.Α. που δεν αφορά τους επιχειρηματικούς σκοπούς, να θεωρείται ως φόρος εισροών του υποκειμένου στο φόρο προσώπου για τους σκοπούς οποιωνδήποτε διατάξεων δυνάμει ή με βάση το άρθρο 21, σε τέτοιες περιστάσεις, σε τέτοια έκταση και υπό τέτοιες προϋποθέσεις όπως δύναται να καθοριστούν.

(7) [Διαγράφηκε]

Καταβολή με αναφορά σε φορολογικές περιόδους και έκπτωση του φόρου εισροών έναντι του φόρου εκροών

20.—(1) Κάθε υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο αποδίδει λογαριασμό και καταβάλλει Φ.Π.Α., σε σχέση με τις συναλλαγές που πραγματοποιεί και σε σχέση με απόκτηση από το εν λόγω πρόσωπο οποιωνδήποτε αγαθών από άλλα κράτη μέλη, αναφορικά με τέτοιες περιόδους (που στον παρόντα Νόμο αναφέρονται ως "καθορισμένες φορολογικές περίοδοι") σε τέτοιο χρόνο και με τέτοιο τρόπο που μπορεί να καθορίζεται από ή με βάση Κανονισμούς και τέτοιοι Κανονισμοί μπορούν να προβλέπουν διαφορετικά για διαφορετικές περιστάσεις.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, κάθε υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο δικαιούται κατά το τέλος κάθε καθορισμένης φορολογικής περιόδου να εκπέσει τόσο ποσό του φόρου εισροών του, όσο είναι επιτρεπόμενο δυνάμει του άρθρου 21, και ύστερα να αφαιρέσει το ποσό αυτό από οποιοδήποτε φόρο εκροών που είναι οφειλόμενος από αυτό.

(3) Αν δεν υπάρχει φόρος εκροών οφειλόμενος κατά το τέλος της καθορισμένης φορολογικής περιόδου, ή αν το εκπιπτόμενο ποσό υπερβαίνει εκείνο του φόρου εκροών τότε, τηρουμένων των εδαφίων (4) και (5) πιο κάτω, το ποσό της έκπτωσης ή, ανάλογα με την περίπτωση, το ποσό της διαφοράς καταβάλλεται στο υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο από τον Έφορο˙ και ποσό που είναι οφειλόμενο δυνάμει του παρόντος εδαφίου αναφέρεται στον παρόντα Νόμο ως "πιστωτικό υπόλοιπο Φ.Π.Α.".

(4) Το όλον ή μέρος του πιστωτικού υπολοίπου μπορεί, σύμφωνα με γενικές ή ειδικές οδηγίες που εκδίδονται από τον Έφορο από καιρό σε καιρό να μεταφερθεί σε πίστη του εν λόγω προσώπου σε μεταγενέστερη περίοδο.

Νοείται ότι, σε περίπτωση που έχει υποβληθεί απαίτηση δυνάμει του εδαφίου (6) και η καταβολή του όλου ή του μέρους του πιστωτικού υπολοίπου για το οποίο υποβλήθηκε η απαίτηση, έχει μεταφερθεί σε πίστη του υποκείμενου στο φόρο προσώπου σε μεταγενέστερη περίοδο ή σε περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα ή σε πράξη ή σε παράλειψη του προσώπου αυτού, η επιστροφή αυτού  καθυστερήσει για χρονική περίοδο πέραν των τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία υποβολής της απαίτησης, το επιστρεπτέο ποσό φέρει τόκο από την ημέρα εκπνοής της χρονικής περιόδου των τεσσάρων (4) μηνών, σύμφωνα με τον περί Ενιαίου Δημοσίου Επιτοκίου Υπερημερίας Νόμο:

Νοείται περαιτέρω ότι σε περίπτωση που διενεργείται φορολογικός έλεγχος από τον Έφορο σε σχέση με την απαίτηση, η χρονική περίοδος των τεσσάρων (4) μηνών παρατείνεται σε οκτώ (8) μήνες.

(5) Όταν κατά το τέλος οποιασδήποτε περιόδου πιστωτικό υπόλοιπο Φ.Π.Α. είναι οφειλόμενο σε υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο που έχει παραλείψει να υποβάλει δηλώσεις για οποιαδήποτε προηγούμενη περίοδο όπως απαιτείται από τον παρόντα Νόμο, ο Έφορος δύναται να αναστείλει την καταβολή του πιστωτικού υπολοίπου μέχρι να συμμορφωθεί το πρόσωπο αυτό με την εν λόγω υποχρέωσή του.

(5Α) Όταν κατά το τέλος οποιασδήποτε περιόδου πιστωτικό υπόλοιπο Φ.Π.Α. είναι οφειλόμενο σε υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο που έχει παραλείψει μέχρι την ημερομηνία που υποβάλλεται η απαίτηση για επιστροφή, να υποβάλει δήλωση εισοδήματος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου, ο Έφορος δύναται να αναστείλει την καταβολή του πιστωτικού υπολοίπου μέχρι το εν λόγω πρόσωπο συμμορφωθεί με την υποχρέωσή του:

Νοείται ότι, ανεξαρτήτως των διατάξεων του παρόντος Νόμου, κανένας τόκος δεν οφείλεται από τον Έφορο αναφορικά με την περίοδο κατά την οποία η επιστροφή Φ.Π.Α. αναστάληκε λόγω της παράλειψης να υποβάλει οποιαδήποτε δήλωση εισοδήματος σύμφωνα με το άρθρο 5 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου.

(6) Αφαίρεση δυνάμει του εδαφίου (2) πιο πάνω και καταβολή πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α. δε γίνεται παρά μόνο με απαίτηση που υποβάλλεται με τέτοιο τρόπο και σε τέτοιο χρόνο όπως μπορεί να καθορίζονται από ή με βάση Κανονισμούς˙ και, στην περίπτωση προσώπου που δεν έχει πραγματοποιήσει φορολογητέες συναλλαγές κατά την εν λόγω περίοδο ή σε προηγούμενη περίοδο, η καταβολή του πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α.γίνεται τηρουμένων τέτοιων όρων (αν υπάρχουν) που ο Έφορος θεωρεί σκόπιμο να επιβάλει, περιλαμβανομένων όρων για επιστροφή σε καθορισμένες περιστάσεις.

(6Α) Ουδεμία απαίτηση για επιστροφή πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α. δύναται να υποβληθεί μετά την πάροδο έξι (6) ετών από το τέλος της καθορισμένης φορολογικής περιόδου εντός της οποίας δημιουργήθηκε το πιστωτικό υπόλοιπο:

Νοείται ότι, ο Έφορος δύναται να επιτρέψει την υποβολή τέτοιας απαίτησης κάτω από περιστάσεις τις οποίες κρίνει εύλογες.

(7) Κανονισμοί που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο δύνανται να προβλέπουν ότι, σε σχέση με ορισμένες συναλλαγές, αποκτήσεις και εισαγωγές που μπορεί να καθορίζουν οι Κανονισμοί, ο Φ.Π.Α που επιβλήθηκε σε αυτές θα εξαιρείται από οποιαδήποτε έκπτωση δυνάμει του παρόντος άρθρου˙ και οποιαδήποτε τέτοια διάταξη μπορεί να διατυπωθεί με αναφορά στην περιγραφή των αγαθών που παραδίδονται ή των υπηρεσιών που παρέχονται, των αγαθών που αποκτώνται ή των αγαθών που εισάγονται, στο πρόσωπο από το οποίο παραδίδονται ή παρέχονται, αποκτώνται ή εισάγονται, στους σκοπούς για τους οποίους παραδίδονται ή παρέχονται, αποκτώνται ή εισάγονται, ή σε οποιεσδήποτε περιστάσεις και τέτοιοι Κανονισμοί μπορεί να προβλέπουν για συνεπακόλουθη απαλλαγή από το φόρο εκροών.

Φ.Π.Α. επί αγαθών που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης ή καινούργιων μεταφορικών μέσων

20Α. Ανεξαρτήτως οποιωνδήποτε άλλων διατάξεων του παρόντος νόμου, ο Φ.Π.Α. επί οποιωνδήποτε αγαθών που επιβαρύνονται με ειδικό φόρο κατανάλωσης ή καινούργιων μεταφορικών μέσων που επιβαρύνονται με φόρο κατανάλωσης, επιβάλλεται και καταβάλλεται ως να ήταν ειδικός φόρος κατανάλωσης ή φόρος κατανάλωσης αντίστοιχα:

Νοείται ότι, σε περίπτωση απόκτησης, η πιο πάνω διάταξη εφαρμόζεται εφόσον η απόκτηση των αγαθών πραγματοποιείται από υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο.

Φόρος εισροών επιτρεπόμενος δυνάμει του άρθρου 20

21.—(1) Το ποσό του φόρου εισροών το οποίο δικαιούται υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο να εκπέσει κατά το τέλος οποιασδήποτε περιόδου είναι τόσο ποσό του φόρου εισροών του για την περίοδο (δηλαδή του φόρου εισροών επί συναλλαγών, αποκτήσεων και εισαγωγών που πραγματοποιήθηκαν από το πρόσωπο αυτό κατά την περίοδο) όσο είναι επιτρεπόμενο από ή με βάση Κανονισμούς ως αποδιδόμενο σε συναλλαγές που εμπίπτουν στο εδάφιο (2) πιο κάτω.

(2) Οι συναλλαγές που αναφέρονται στο εδάφιο (1) είναι οι ακόλουθες συναλλαγές που πραγματοποιούνται ή πρόκειται να πραγματοποιηθούν από υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο μέσα στα πλαίσια ή για προώθηση της επιχείρησής του:

(α) Φορολογητέες συναλλαγές˙

(β) συναλλαγές εκτός της Δημοκρατίας που θα ήταν φορολογητέες συναλλαγές αν πραγματοποιούνταν στο εσωτερικό της Δημοκρατίας.

(γ) συναλλαγές που εμπίπτουν στην παράγραφο 1 και υποπαραγράφους (α) μέχρι (ε) της παραγράφου 3 του Πίνακα Β του Έβδομου Παραρτήματος εφόσον ο λήπτης είναι εγκατεστημένος εκτός των κρατών μελών ή οι υπηρεσίες αυτές συνδέονται άμεσα με αγαθά που εξάγονται σε χώρα εκτός των κρατών μελών.

(2Α) Παραδόσεις οι οποίες θεωρούνται ότι πραγματοποιούνται από το λήπτη σύμφωνα με το άρθρο 11Α, λαμβάνονται υπόψη ως παραδόσεις που πραγματοποιούνται από αυτόν για σκοπούς υπολογισμού οποιουδήποτε ποσού Φ.Π.Α. που δικαιούται δυνάμει του εδαφίου (1), μόνο κατά το χρόνο που θεωρούνται ότι πραγματοποιούνται οι εν λόγω παραδόσεις δυνάμει κανονισμών που εκδίδονται με βάση το άρθρο 9.

(3) Κανονισμοί που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο δύνανται να προβλέπουν την εξασφάλιση δίκαιης και λογικής απόδοσης φόρου εισροών σε συναλλαγές που εμπίπτουν στο εδάφιο (2) πιο πάνω, και τέτοιοι Κανονισμοί μπορεί να προβλέπουν—

(α) Καθορισμό μιας αναλογίας με αναφορά στην οποία ο φόρος εισροών για οποιαδήποτε καθορισμένη φορολογική περίοδο αποδίδεται προσωρινά σε εκείνες τις συναλλαγές˙

(β) αναπροσαρμογή του φόρου που αποδόθηκε προσωρινά για οποιεσδήποτε καθορισμένες φορολογικές περιόδους ή μέρη τους, σύμφωνα με αναλογία που καθορίζεται με παρόμοιο τρόπο για οποιαδήποτε μακρύτερη περίοδο αποτελούμενη από εκείνες τις περιόδους ή μέρη τους˙

(γ) την καταβολή πληρωμών σε σχέση με φόρο εισροών, από τον Έφορο σε υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο (ή σε πρόσωπο που ήταν υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο) ή από υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο (ή πρόσωπο που ήταν υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο)στον Έφορο, σε περιπτώσεις που τα γεγονότα αποδεικνύουν ανακριβή τον υπολογισμό με βάση τον οποίο έγινε η απόδοση˙ και

(δ) αποκλεισμό του φόρου εισροών επί συναλλαγής την οποία, δυνάμει οποιασδήποτε διάταξης του παρόντος Νόμου, πρόσωπο πραγματοποιεί προς τον εαυτό του από το να είναι επιτρεπόμενος επειδή αποδίδεται σε εκείνη τη συναλλαγή.

(4) Κανονισμοί δυνάμει του εδαφίου (3) πιο πάνω μπορεί να προβλέπουν διαφορετικά για διαφορετικές περιστάσεις και, ιδιαίτερα (αλλά χωρίς επηρεασμό της γενικότητας εκείνου του εδαφίου) για διαφορετικές περιγραφές αγαθών ή υπηρεσιών˙ και μπορεί να περιέχουν παρεμπίπτουσες και συμπληρωματικές διατάξεις που κρίνει το Υπουργικό Συμβούλιο αναγκαίες ή σκόπιμες.

Αγαθά που εισάγονται για ιδιωτικούς σκοπούς

22.—(1) Όταν αγαθά εισάγονται από υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο από τόπο εκτός των κρατών μελών και—

(α) Κατά το χρόνο της εισαγωγής ανήκουν πλήρως ή μερικώς σε άλλο πρόσωπο˙ και

(β) οι σκοποί για τους οποίους πρόκειται να χρησιμοποιηθούν περιλαμβάνουν ιδιωτικούς σκοπούς είτε του ιδίου είτε του άλλου, ο Φ.Π.Α. που καταβλήθηκε ή είναι καταβλητέος από το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο επί της εισαγωγής των αγαθών δε θεωρείται ως φόρος εισροών που αφαιρείται ή εκπίπτει δυνάμει του άρθρου 20˙ αλλά το πρόσωπο αυτό δύναται να υποβάλει χωριστή απαίτηση στον Έφορο για να του τον επιστρέψει.

(2) Ο Έφορος εγκρίνει την απαίτηση που αναφέρεται στο εδάφιο (1) αν ικανοποιηθεί ότι η απόρριψή της θα είχε ως αποτέλεσμα διπλή επιβολή του Φ.Π.Α. και όταν την εγκρίνει, θα την εγκρίνει μόνο κατά την έκταση που είναι αναγκαία για να αποφευχθεί η διπλή επιβολή.

(3) Κατά την εξέταση απαίτησης δυνάμει του παρόντος άρθρου, ο Έφορος λαμβάνει υπόψη τις περιστάσεις της εισαγωγής και, κατά την έκταση που τα θεωρεί σχετικά, τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα ή που επέρχονται σε σχέση με τα αγαθά σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο χρόνο.

(4) Οποιοδήποτε ποσό της απαίτησης εγκρίνεται από τον Έφορο, καταβάλλεται στο υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο.

(5) Η αναφορά πιο πάνω σε ιδιωτικούς σκοπούς ενός προσώπου αφορά σκοπούς που δεν είναι εκείνοι της επιχείρησης που ασκείται από εκείνο το πρόσωπο.

Προκαταβολή του Φ.Π.Α

23.—(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί, αν κρίνει σκόπιμο, να εκδίδει διάταγμα δυνάμει του παρόντος άρθρου για το συμφέρον της εθνικής οικονομίας.

(2) Διάταγμα δυνάμει του παρόντος άρθρου μπορεί να προβλέπει ότι ορισμένες κατηγορίες υποκείμενων στο φόρο προσώπων που καθορίζονται στο διάταγμα έχουν καθήκον—

(α) Να καταβάλλουν, έναντι οποιουδήποτε ποσού Φ.Π.Α. που μπορεί να καταστούν υπόχρεες να καταβάλουν σε σχέση με καθορισμένη φορολογική περίοδο, ποσά που καθορίζονται σύμφωνα με το διάταγμα, και

(β) να τα καταβάλλουν σε χρόνους που καθορίζονται στο διάταγμα.

(3) Όταν εκδοθεί διάταγμα δυνάμει του παρόντος άρθρου, ο Έφορος δύναται να εκδίδει γνωστοποιήσεις που περιέχουν οποιεσδήποτε συμπληρωματικές, παρεμπίπτουσες ή συνεπακόλουθες διατάξεις που κρίνει ότι είναι αναγκαίες ή σκόπιμες.

(4) Διάταγμα ή γνωστοποίηση δυνάμει του παρόντος άρθρου μπορεί να προβλέπει διαφορετικά για διαφορετικές περιστάσεις.

Τιμολόγια που εκδίδονται από λήπτες αγαθών ή υπηρεσιών

24. Όταν—

(α) Υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο ("ο λήπτης") εκδίδει έγγραφο προς τον εαυτό του που υπέχει θέση τιμολογίου σε σχέση με φορολογητέα παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών προς αυτό από άλλο υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο ("ο προμηθευτής")˙ και

(β) στο εν λόγω έγγραφο δηλώνεται λιγότερος Φ.Π.Α. από εκείνο που είναι επιβλητέος στη συναλλαγή,

ο Έφορος δύναται, με γνωστοποίηση που επιδίδεται στο λήπτη και στον προμηθευτή, να ορίσει ότι το ποσό του Φ.Π.Α. που δηλώθηκε λιγότερο στο έγγραφο θεωρείται για όλους τους σκοπούς ως Φ.Π.Α. οφειλόμενος από το λήπτη και όχι από τον προμηθευτή.