ΜΕΡΟΣ VII ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΑΠΟΠΛΟΥ – ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
Επιθεώρηση και απαγόρευση απόπλου

37.—(1) Από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου, απαγορεύεται ο απόπλους πλοίων, κυπριακών ή αλλοδαπών, που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 5(1) και (2) του παρόντος Νόμου, εφόσον διαπιστωθεί παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών.

(2) Αν κατά την επιθεώρηση του πλοίου η Αρμόδια Αρχή διαπιστώσει παράβαση κατά τα ανωτέρω, αυτή προβαίνει σε βεβαίωση της παράβασης, συντάσσει σχετική έκθεση, καλεί τον πλοίαρχο σε απολογία και απαγορεύει τον απόπλου του πλοίου, μέχρις ότου αποκατασταθεί η παράβαση, και εφόσον συντρέχει περίπτωση, καταβληθεί χρηματική ποινή κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 39 του παρόντος Νόμου.

(3) Τα έξοδα της επιθεώρησης του πλοίου για βεβαίωση της αποκατάστασης της παράβασης, βαρύνουν το πλοίο και καταβάλλονται πριν την άρση της απαγόρευσης του απόπλου.

Εξουσία Αρμόδιας Αρχής προς κράτηση του πλοίου και απαγόρευση απόπλου

38.—(1) Η Αρμόδια Αρχή έχει εξουσία να διατάξει κράτηση του πλοίου και απαγόρευση του απόπλου σε κάθε περίπτωση που κατόπιν επιθεωρήσεως του πλοίου διαπιστώνεται-

(α) Συναφώς προς κυπριακό πλοίο, παράβαση οποιασδήποτε των διατάξεων του παρόντος Νόμου· και

(β) συναφώς προς πλοίο αλλοδαπό-

(i) παράβαση οποιασδήποτε των διατάξεων του άρθρου 24, 31, 32 και 33 του παρόντος Νόμου· ή

(ii) παράλειψη αποκατάστασης ελλείψεως, από τις προβλεπόμενες στο εδάφιο (4) του άρθρου 36 του παρόντος Νόμου, δυνάμενης να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια προσώπων, περιουσιακών στοιχείων ή του περιβάλλοντος.

(2) Η απαγόρευση του απόπλου δεν αίρεται μέχρις ότου αρθεί η παράβαση ή αποκατασταθεί η έλλειψη, κατά τρόπο που ικανοποιεί την Αρμόδια Αρχή.

Κυρώσεις

39.—(1) Παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο άρθρο, τιμωρείται, ανεξάρτητα αν συντρέχει περίπτωση ποινικής ή πειθαρχικής ευθύνης δυνάμει άλλης νομικής διάταξης, με χρηματική ποινή από εκατό μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης.

(2) Η χρηματική ποινή επιβάλλεται στην Εταιρεία ή στον πλοίαρχο ή σε οποιοδήποτε άλλο που παραβιάζει καθήκον ή υποχρέωσή του κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, με αιτιολογημένη απόφαση της Αρμόδιας Αρχής, που βεβαιώνει την παράβαση. Το ύψος της κατά περίπτωση επιβαλλόμενης ποινής θα καθορίζεται ενδεικτικά σε οδηγίες του Υπουργού, στις οποίες θα περιέχονται οι βασικές παραβάσεις μαζί με τις αναλογούσες χρηματικές ποινές, χωρίς τούτο να περιορίζει μέσα στα πλαίσια των οδηγιών, τη διακριτική ευχέρεια της Αρμόδιας Αρχής που βεβαιώνει τη συγκεκριμένη παράβαση, να αποφασίζει ελεύθερα, με βάση τα κατά περίπτωση πραγματικά περιστατικά.

(3) Η Αρμόδια Αρχή κοινοποιεί στον πλοίαρχο την περί επιβολής της χρηματικής ποινής απόφασή της και δεν επιτρέπει άρση της κατά το προηγούμενο άρθρο απαγορεύσεως του απόπλου, μέχρις ότου καταβληθεί η χρηματική ποινή ή κατατεθεί τραπεζική εγγύηση ίσου ποσού, αναγνωρισμένης τράπεζας και με όρους ικανοποιητικούς για την Αρμόδια Αρχή.

(4) Κατ' εξαίρεση, προκειμένου περί πλοίων που προσεγγίζουν τακτικά σε κυπριακούς λιμένες, ο απόπλους μπορεί να επιτραπεί χωρίς προηγουμένως να καταβληθεί η επιβληθείσα χρηματική ποινή ή να κατατεθεί εγγύηση κατά τα ανωτέρω, με έγκριση του Υπουργού, για ένα μόνο πλουν, αν επιτακτικοί συγκοινωνιακοί ή άλλοι εξαιρετικοί λόγοι δικαιολογούν τούτο και είναι εκ των πραγμάτων ανέφικτη η έγκαιρη προσαγωγή τραπεζικής εγγύησης. Στην περίπτωση αυτή κατατίθεται προσωπική εγγύηση ίσου ποσού της Εταιρείας, του αντιπροσώπου της ή του πλοιάρχου.

(5) Κατά της αποφάσεως περί επιβολής χρηματικής ποινής επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον του Υπουργού. Η προσφυγή ενώπιον του Υπουργού ασκείται μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως προκειμένου περί παραβάσεως βεβαιούμενης σε λιμένα της Δημοκρατίας, ή εξήντα ημερών, προκειμένου περί παραβάσεως βεβαιούμενης σε λιμένα της αλλοδαπής.

(6) Η κατά το προηγούμενο εδάφιο προσφυγή δεν αναστέλλει την εκτέλεση της αποφάσεως.

(7) Το ποσό της χρηματικής ποινής ή η τραπεζική εγγύηση καταπίπτει και περιέρχεται οριστικά στη Δημοκρατία, αν περάσει άπρακτη η προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προθεσμία των εβδομήντα πέντε ημερών από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως περί επιβολής της χρηματικής ποινής ή, σε περίπτωση που κατά το εδάφιο (4) ασκείται προσφυγή ενώπιον του Υπουργού, από της κοινοποιήσεως της επί της προσφυγής αποφάσεως του Υπουργού.

Λήψη δικαστικών μέτρων προς είσπραξη της κατά το άρθρο 39 χρηματικής ποινή

40. Σε περίπτωση παραλείψεως πληρωμής της κατά το άρθρο 39 του παρόντος Νόμου επιβαλλόμενης χρηματικής ποινής, η Αρμόδια Αρχή λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττει το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.

Χρηματική ποινή επιβάρυνση επί του πλοίου

41. Η κατά το άρθρο 39 ή 42 του παρόντος Νόμου επιβαλλόμενη χρηματική ποινή συνιστά επιβάρυνση επί του πλοίου σχετικά με το οποίο διαπιστώθηκε η παράβαση, ή, ανάλογα με την περίπτωση, διαπράχθηκε το αδίκημα, που ικανοποιείται κατά προτίμηση έναντι των άλλων δανειστών, έπεται όμως κατά τα τάξη της τελευταίας υποθήκης.

Ποινικά αδικήματα

42.—(1) Διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή με χρηματική ποινή μέχρι δύο χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές-

(α) Η Εταιρεία η οποία παραβιάζει τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις της κατά το άρθρο 8 (1), (2) ή (3), το άρθρο 9 (1) ή 9 (3), το άρθρο 10, το άρθρο 11 (1), το άρθρο 12 (1), το άρθρο 13 (1) ή (2), το άρθρο 14, το άρθρο 15 (1) ή (7), το άρθρο 16 (1), το άρθρο 24 (2), το άρθρο 26 (1), το άρθρο 27 (1), (2) ή (3), το άρθρο 28 (1) ή το άρθρο 29 (1) ή (3) του παρόντος Νόμου·

(β) ο πλοίαρχος, ο οποίος παραβιάζει τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του κατά το άρθρο 11 (3), το άρθρο 24 (3), το άρθρο 26 (2), το άρθρο 28 (4), το άρθρο 31 (1) ή (2), το άρθρο 32, ή το άρθρο 33 (1) του παρόντος Νόμου· και

(γ) ο πρώτος μηχανικός που παραβιάζει το καθήκον του και την κατά το άρθρο 31 (3) του παρόντος Νόμου υποχρέωσή του.

(2) Αίρεται το άδικο της πράξεως και ο κατηγορούμενος απαλλάσσεται της κατηγορίας για την τέλεση οποιουδήποτε από τα κατά το προηγούμενο εδάφιο αδικήματα, εάν αποδείξει ότι έλαβε κάθε εύλογο μέτρο για να αποτρέψει την τέλεση του αδικήματος.

(3) Σε περίπτωση που το κατά το εδάφιο (1) τελούμενο αδίκημα συνίσταται σε παράλειψη συμμόρφωσης προς καθήκον ή υποχρέωση της εταιρείας, του πλοιάρχου ή του πρώτου μηχανικού να προβεί σε μία ενέργεια κατά το ευλόγως δυνατό, το βάρος της αποδείξεως ότι δεν ήτο ευλόγως δυνατό να πράξει πέραν του ότι έπραξε, βαρύνει τον κατηγορούμενο.