Τύπος και Ερμηνεία
Ορισμός συναλλαγματικής

3.-(1) Συναλλαγματική είναι η χωρίς όρους έγγραφη εντολή που απευθύνεται από ένα πρόσωπο σε άλλο, υπογραμμένη από το πρόσωπο που τη δίδει και η οποία απαιτεί από το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται να πληρώσει επί τη εμφανίσει ή σε ορισμένο ή καθορισμένο μελλοντικό χρόνο ορισμένο ποσό χρημάτων σε καθορισμένο πρόσωπο ή σε διαταγή καθορισμένου προσώπου ή στον κομιστή.

(2) Έγγραφο το οποίο δεν πληρεί τους όρους αυτούς, ή το οποίο διατάζει όπως γίνει οποιαδήποτε πράξη επιπρόσθετα προς την πληρωμή χρημάτων, δεν αποτελεί συναλλαγματική.

(3) Εντολή πληρωμής από ειδικό ταμείο δεν είναι χωρίς όρους εντός της έννοιας του άρθρου αυτού~ αλλά εντολή πληρωμής χωρίς όρους με (α) ένδειξη ειδικού ταμείου από το οποίο ο αποδέκτης θα επανακτήσει το ποσό ή ειδικού λογαριασμού που θα χρεωθεί με το ποσό, ή (β) κατάσταση της συναλλαγής η οποία αποτελεί την αιτία της συναλλαγματικής, είναι χωρίς όρους.

(4) Συναλλαγματική δεν είναι άκυρη λόγω του ότι αυτή-

(α) δεν είναι χρονολογημένη,

(β) δεν καθορίζει την αξία που δόθηκε, ή ότι έχει δοθεί οποιαδήποτε αξία για αυτή,

(γ) δεν ορίζει τον τόπο στον οποίο εκδόθηκε ή τον τόπο όπου είναι πληρωτέα.

Συναλλαγματικές εσωτερικού και εξωτερικού

4.-(1) Συναλλαγματική εσωτερικού είναι συναλλαγματική η οποία έχει ή εμφαίνεται στην όψη της ότι έχει-

(α) εκδοθεί και είναι πληρωτέα στην Κύπρο, ή

(β) εκδοθεί στην Κύπρο επί προσώπου που διαμένει σε αυτήν.

Κάθε άλλη συναλλαγματική είναι συναλλαγματική εξωτερικού.

(2) Ο κάτοχος συναλλαγματικής δύναται να θεωρεί αυτή ως συναλλαγματική εσωτερικού εκτός αν επί της όψης της εμφαίνεται το αντίθετο.

Αποτέλεσμα όταν διαφορετικά μέρη σε συναλλαγματική είναι το ίδιο πρόσωπο

5.-(1) Συναλλαγματική δύναται να εκδοθεί πληρωτέα στον εκδότη ή σε διαταγή αυτού~ ή δύναται να εκδοθεί πληρωτέα στον αποδέκτη, ή σε διαταγή αυτού.

(2) Όταν εκδότης και αποδέκτης συναλλαγματικής είναι το ίδιο πρόσωπο, ή όταν ο αποδέκτης είναι εικονικό πρόσωπο ή πρόσωπο που δεν έχει δικαιοπρακτική ικανότητα, ο κάτοχος δύναται να θεωρήσει το έγγραφο, κατά την κρίση του, είτε ως συναλλαγματική είτε ως γραμμάτιο εις διαταγή.

Απευθύνεται σε αποδέκτη

6.-(1) Ο αποδέκτης πρέπει να κατονομάζεται ή άλλως πως να δηλώνεται σε συναλλαγματική με εύλογη βεβαιότητα.

(2) Συναλλαγματική δύναται να απευθύνεται σε δύο ή περισσότερους αποδέκτες είτε αυτοί είναι συνέταιροι είτε όχι, αλλά εντολή που απευθύνεται σε δυο αποδέκτες διαζευκτικά ή σε δύο ή περισσότερους αποδέκτες διαδοχικά δεν αποτελεί συναλλαγματική.

Βεβαιότητα που απαιτείται σε σχέση με το δικαιούχο

7.-(1) Όταν συναλλαγματική δεν είναι πληρωτέα στον κομιστή, ο δικαιούχος πρέπει να κατονομάζεται ή άλλως πως να δηλώνεται σε αυτήν με εύλογη βεβαιότητα.

(2) Συναλλαγματική δύναται να είναι πληρωτέα σε δυο ή περισσότερους δικαιούχους από κοινού ή δύναται να είναι πληρωτέα διαζευκτικά σε ένα ή δυο, ή σε ένα ή σε κάποιο από διάφορους δικαιούχους. Συναλλαγματική δύναται επίσης να είναι πληρωτέα στον εκάστοτε κάτοχο θέσης.

(3) Όταν ο δικαιούχος είναι εικονικό ή ανύπαρκτο πρόσωπο η συναλλαγματική δύναται να θεωρηθεί ως πληρωτέα στον κομιστή.

Ποιές συναλλαγματικές είναι μεταβιβάσιμες

8.-(1) Όταν συναλλαγματική περιέχει λέξεις που απαγορεύουν τη μεταβίβαση ή που δηλώνουν πρόθεση όπως αυτή πρέπει να μην είναι μεταβιβάσιμη, αυτή είναι έγκυρη μεταξύ των μερών αυτής, αλλά δεν είναι μεταβιβάσιμη.

(2) Μεταβιβάσιμη συναλλαγματική δύναται να είναι πληρωτέα είτε σε διαταγή είτε στον κομιστή.

(3) Συναλλαγματική είναι πληρωτέα στον κομιστή όταν σε αυτή ρητά αναφέρεται ότι είναι πληρωτέα στον κομιστή, ή επί της οποίας η μόνη ή η τελευταία οπισθογράφηση είναι οπισθογράφηση εν λευκώ.

(4) Συναλλαγματική είναι πληρωτέα σε διαταγή όταν σε αυτή ρητά αναφέρεται ότι είναι πληρωτέα με τον τρόπο αυτό, ή όταν ρητά αναφέρει ότι είναι πληρωτέα σε ορισμένο πρόσωπο και δεν περιέχει λέξεις που απαγορεύουν μεταβίβαση ή που δηλώνουν πρόθεση όπως αυτή πρέπει να μην είναι μεταβιβάσιμη.

(5) Όταν σε συναλλαγματική, είτε αρχικά είτε με οπισθογράφηση, ρητά αναφέρεται ότι είναι πληρωτέα σε διαταγή ορισμένου προσώπου, και όχι σε αυτόν ή σε διαταγή αυτού, είναι, παρόλο αυτά, πληρωτέα σε αυτόν ή σε διαταγή του κατά την εκλογή του.

Πληρωτέο ποσό

9.-(1) Το ποσό που είναι πληρωτέο με συναλλαγματική αποτελεί ποσό ορισμένο εντός της έννοιας του Νόμου αυτού, παρόλο που αυτό απαιτείται όπως πληρωθεί-

(α) με τόκο~

(β) με καθορισμένες δόσεις~

(γ) με καθορισμένες δόσεις, με πρόνοια ότι σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής οποιασδήποτε δόσης ολόκληρο το ποσό καθίσταται απαιτητό~

(δ) σύμφωνα με υποδεικνυόμενη τιμή συναλλάγματος ή σύμφωνα με τιμή συναλλάγματος η οποία πρέπει να εξακριβωθεί όπως ορίζεται από τη συναλλαγματική.

(2) Όταν το πληρωτέο ποσό εκφράζεται ολογράφως και αριθμητικώς και υπάρχει διαφορά μεταξύ των δύο, το ολογράφως αναφερόμενο ποσό, είναι το πληρωτέο ποσό.

(3) Όταν σε συναλλαγματική ρητά αναφέρεται ότι είναι πληρωτέα με τόκο, εκτός αν το έγγραφο προνοεί άλλως πως, ο τόκος αρχίζει από την ημερομηνία της συναλλαγματικής και αν η συναλλαγματική δεν φέρει ημερομηνία, από την ημερομηνία έκδοσης αυτής.

Συναλλαγματική πληρωτέα εν όψει

10.-(1) Συναλλαγματική είναι πληρωτέα εν όψει-

(α) όταν σε αυτή ρητά αναφέρεται ότι είναι πληρωτέα εν όψει ή σε πρώτη ζήτηση ή τη εμφανίσει~ ή

(β) όταν σε αυτή ρητά αναφέρεται χρόνος πληρωμής.

(2) Όταν συναλλαγματική γίνεται αποδεκτή ή οπισθογραφείται ενώ είναι ληξιπρόθεσμη, θεωρείται όσον αφορά τον αποδέκτη που αποδέχεται με τον τρόπο αυτό, ή οποιοδήποτε οπισθογράφο ο οποίος την οπισθογραφεί με τον τρόπο αυτό, ως συναλλαγματική πληρωτέα εν όψει.

Συναλλαγματική πληρωτέα σε μελλοντικό χρόνο

11. Συναλλαγματική είναι πληρωτέα σε ορισμένο μελλοντικό χρόνο εντός της έννοιας του Νόμου αυτού όταν σε αυτή ρητά αναφέρεται ότι είναι πληρωτέα:

(α) σε ορισμένη περίοδο μετά τη χρονολόγηση ή την εμφάνιση~

(β) κατά ή σε ορισμένη περίοδο μετά την παρέλευση ορισμένου γεγονότος το οποίο είναι βέβαιο ότι θα επέλθει, παρόλο που ο χρόνος επέλευσης δυνατό να είναι αβέβαιος.

Έγγραφο στο οποίο ρητά αναφέρεται ότι είναι πληρωτέο υπό αίρεση δεν είναι συναλλαγματική και η επέλευση του γεγονότος δεν θεραπεύει το ελάττωμα.

Παράλειψη χρονολόγησης συναλλαγματικής πληρωτέας μετά τη χρονολόγηση

12. Όταν συναλλαγματική στην οποία ρητά αναφέρεται ότι είναι πληρωτέα σε ορισμένη περίοδο μετά την ημερομηνία που εκδίδεται χωρίς ημερομηνία, ή όταν η αποδοχή συναλλαγματικής πληρωτέας σε ορισμένη περίοδο μετά την εμφάνιση δεν φέρει ημερομηνία, οποιοσδήποτε κάτοχος δύναται να θέσει σε αυτή την πραγματική ημερομηνία της έκδοσης ή αποδοχής και η συναλλαγματική είναι πληρωτέα ανάλογα:

Νοείται ότι-

(α) όταν ο κάτοχος καλή τη πίστει και από λάθος θέτει λανθασμένη ημερομηνία, και

(β) σε κάθε περίπτωση όπου τίθεται λανθασμένη ημερομηνία, αν η συναλλαγματική μεταγενέστερα περιέλθει στα χέρια κατόχου κατά τον προσήκοντα τρόπο,

η συναλλαγματική δεν ακυρώνεται για το λόγο αυτό, αλλά ισχύει και είναι πληρωτέα ωσάν η ημερομηνία που τέθηκε να ήταν η πραγματική ημερομηνία.

Προχρονολόγηση και μεταχρονολόγηση

13.-(1) Όταν συναλλαγματική ή αποδοχή ή οποιαδήποτε οπισθογράφηση σε συναλλαγματική φέρει ημερομηνία, η ημερομηνία, θεωρείται εκτός αν αποδειχθεί το αντίθετο, ως η πραγματική ημερομηνία της έκδοσης, αποδοχής ή οπισθογράφησης, ανάλογα με την περίπτωση.

(2) Συναλλαγματική δεν είναι άκυρη εκ μόνου του λόγου ότι είναι προχρονολογημένη ή μεταχρονολογημένη, ή ότι φέρει ημερομηνία Κυριακής.

Υπολογισμός του χρόνου πληρωμής

14. Όταν συναλλαγματική δεν είναι πληρωτέα εν όψει, η ημέρα κατά την οποία καθίσταται απαιτητή, ορίζεται ως ακολούθως:

(α) Η συναλλαγματική είναι απαιτητή και πληρωτέα την ημέρα της πληρωμής όπως αυτή ορίζεται από τη συναλλαγματική : Νοείται ότι όταν η εν λόγω ημέρα πληρωμής συμπίπτει να είναι “μη εργάσιμη” ημέρα η συναλλαγματική είναι απαιτητή και πληρωτέα την αμέσως επομένη εργάσιμη ημέρα~

(β) όταν συναλλαγματική είναι πληρωτέα σε ορισμένη περίοδο μετά τη χρονολόγηση, μετά την εμφάνιση, ή από την επέλευση συγκεκριμένου γεγονότος, ο χρόνος πληρωμής ορίζεται αποκλειομένης της ημέρας από την οποία ο χρόνος αρχίζει να τρέχει και συμπεριλαμβανομένης, της ημέρας πληρωμής~

(γ) όταν συναλλαγματική είναι πληρωτέα σε ορισμένη περίοδο μετά την εμφάνιση, ο χρόνος αρχίζει από την ημερομηνία της αποδοχής αν η συναλλαγματική γίνει αποδεκτή, και από την ημερομηνία της σημείωσης και διαμαρτύρησης, αν η συναλλαγματική σημειωθεί και διαμαρτυρηθεί για μη αποδοχή ή μη παράδοση.

Ό όρος “μήνας” σε συναλλαγματική σημαίνει ημερολογιακό μήνα.

Διαιτητής σε περίπτωση ανάγκης

15. Ο εκδότης συναλλαγματικής και οποιοσδήποτε οπισθογράφος δύναται να θέσει σε αυτή το όνομα προσώπου στο οποίο ο κάτοχος δύναται να προσφύγει σε περίπτωση ανάγκης, δηλαδή σε περίπτωση κατά την οποία η συναλλαγματική δεν τιμηθεί εξαιτίας μη αποδοχής ή μη πληρωμής. Το πρόσωπο αυτό καλείται ο διαιτητής σε περίπτωση ανάγκης. Εναπόκειται στην κρίση του κατόχου να προσφύγει ή όχι στο διαιτητή σε περίπτωση ανάγκης ως ήθελε θεωρήσει σκόπιμο.

Προαιρετικός όρος από τον εκδότη ή τον οπισθογράφο

16. Ο εκδότης συναλλαγματικής και οποιοσδήποτε οπισθογράφος, δύναται να θέσει σε αυτή ρητό όρο-

(α) με τον οποίο να ανακαλείται ή περιορίζεται η ευθύνη του έναντι του κατόχου~

(β) με τον οποίο να παραιτείται ο ίδιος από μερικά ή από όλα τα καθήκοντα του κατόχου.

Ορισμός και προϋποθέσεις αποδοχής

17.-(1) Η αποδοχή συναλλαγματικής είναι η δήλωση της συγκατάθεσης του

αποδέκτη στη διαταγή του εκδότη.

(2) Αποδοχή είναι άκυρη εκτός αν πληρεί τους ακόλουθους όρους, δηλαδή-

(α) πρέπει να είναι γραμμένη επί της συναλλαγματικής και να είναι υπογραμμένη από τον πληρωτή. Η απλή υπογραφή του πληρωτή χωρίς επιπρόσθετες λέξεις είναι αρκετή~

(β) δεν πρέπει να εκφράζει ότι ο πληρωτής θα εκπληρώσει την υπόσχεση του με οποιονδήποτε άλλο τρόπο παρά μόνο με την πληρωμή χρημάτων.

Χρόνος αποδοχής

18. Συναλλαγματική δύναται να γίνει αποδεκτή-

(α) Προτού αυτή υπογραφεί από τον εκδότη, ή ενώ είναι διαφορετικά ελλιπής~

(β) όταν είναι ληξιπρόθεσμη ή εφόσον δεν έχει τιμηθεί λόγω προηγουμένης άρνησης αποδοχής της ή λόγω μη πληρωμής~

(γ) όταν συναλλαγματική, πληρωτέα επί τη εμφανίσει δεν τιμάται λόγω μη αποδοχής και ο πληρωτής ακολούθως αποδέχεται αυτή, ο κάτοχος, ελλείψει οποιασδήποτε διαφορετικής συμφωνίας, δικαιούται να αποδεκτεί τη συναλλαγματική από της χρονολογίας της πρώτης εμφάνισης της στον πληρωτή.

Γενική και με όρους αποδοχή

19.-(1) Αποδοχή είναι είτε-

(α) γενική~ είτε

(β) με όρους.

(2) Η γενική αποδοχή παρέχει συγκατάθεση χωρίς όρους στην εντολή του εκδότη. Η αποδοχή με ρητούς όρους μεταβάλλει το αποτέλεσμα της συναλλαγματικής όπως αυτή εκδόθηκε.

Ειδικότερα η αποδοχή είναι με όρους όταν-

(α) Υπόκειται σε όρους, δηλαδή, όταν εξαρτά την πληρωμή από τον αποδέκτη από την εκπλήρωση όρου που αναφέρεται σε αυτή~

(β) είναι μερική, δηλαδή, αποδοχή πληρωμής μέρους μόνο του ποσού για το οποίο εκδόθηκε η συναλλαγματική~

(γ) είναι τοπική, δηλαδή, αποδοχή πληρωμής μόνο σε ειδικά ορισμένο τόπο.

Αποδοχή πληρωμής σε συγκεκριμένο τόπο είναι γενική αποδοχή, εκτός αν ρητά δηλώνει ότι η συναλλαγματική θα πληρωθεί εκεί μόνο και όχι αλλού~

(δ) είναι με όρους όσον αφορά το χρόνο~

(ε) είναι η αποδοχή ενός ή περισσότερων από τους αποδέκτες, αλλά όχι από όλους.

Ημιτελή έγγραφα

20.-(1) Όταν απλή υπογραφή σε λευκό χαρτοσημασμένο χαρτί παραδίδεται από αυτόν που υπέγραψε ούτως ώστε να δύναται να μετατραπεί σε συναλλαγματική, ισχύει ως εκ πρώτης όψεως εξουσία προς συμπλήρωση αυτής ως πλήρης συναλλαγματικής για οποιοδήποτε ποσό που καλύπτεται από το χαρτόσημο, αφού χρησιμοποιηθεί γι’ αυτό η υπογραφή του εκδότη, ή του αποδέκτη ή οπισθογράφου~ και κατά τον ίδιο τρόπο, όταν συναλλαγματική είναι ελλιπής ως προς ουσιώδη λεπτομέρεια το πρόσωπο που κατέχει αυτή έχει εκ πρώτης όψεως εξουσία προς συμπλήρωση της παράλειψης κατά οποιοδήποτε τρόπο κρίνει κατάλληλο.

(2) Για να δύναται οποιοδήποτε τέτοιο έγγραφο, όταν συμπληρωθεί να καταστεί εκτελεστό κατά οποιουδήποτε προσώπου το οποίο έγινε μέρος αυτού πρίν από τη συμπλήρωση του, πρέπει να συμπληρωθεί εντός ευλόγου χρόνου, και αυστηρά σύμφωνα με τη δοθείσα εξουσία. Εύλογος χρόνος για το σκοπό αυτό είναι θέμα πραγματικό:

Νοείται ότι αν μετά τη συμπλήρωση του οποιοδήποτε τέτοιο έγγραφο μεταβιβασθεί σε κάτοχο κατά τον προσήκοντα τρόπο είναι έγκυρο και αποτελεσματικό για όλους τους σκοπούς που το κατέχει, και δύναται να εκτελέσει τούτο ωσάν να είχε συμπληρωθεί εντός ευλόγου χρόνου και αυστηρά σύμφωνα με τη δοθείσα εξουσία.

Παράδοση

21.-(1) Κάθε σύμβαση επί συναλλαγματικής, ανεξάρτητα αν είναι του εκδότη, του αποδέκτη ή οπισθογράφου, είναι ατελής και ανακλητή, μέχρι την παράδοση του εγγράφου για σκοπούς εκτέλεσης αυτού:

Νοείται ότι όταν η αποδοχή είναι γραμμένη σε συναλλαγματική και ο πληρωτής δίδει ειδοποίηση προς το πρόσωπο ή σύμφωνα με τις οδηγίες του προσώπου το οποίο έχει δικαίωμα στη συναλλαγματική ειδοποίηση ότι έχει αποδεκτεί αυτήν, η αποδοχή τότε καθίσταται πλήρης και αμετάκλητη.

(2) Όσον αφορά μεταξύ των αμέσων μερών και όσον αφορά απώτερο μέρος άλλο από τον κάτοχο κατά τον προσήκοντα τρόπο, η παράδοση-

(α) Για να καταστεί αποτελεσματική πρέπει να γίνει είτε από, είτε βάσει εξουσιοδότησης του μέρους που εκδίδει, αποδέχεται, ή οπισθογραφεί, ανάλογα με την περίπτωση~

(β) δύναται να καταδειχθεί ότι ήταν με όρους ή για ειδικό σκοπό μόνο και όχι για σκοπούς μεταβίβασης της κυριότητας στη συναλλαγματική.

Αλλά αν η συναλλαγματική βρίσκεται στα χέρια του κατόχου κατά τον προσήκοντα τρόπο η έγκυρη παράδοση της συναλλαγματικής από όλα τα μέρη πριν από αυτόν κατά τρόπο που να καταστήσει αυτούς υπεύθυνους έναντι του, τεκμαίρεται τελεσίδικα.

(3) Όταν συναλλαγματική δεν βρίσκεται πλέον στην κατοχή μέρους που υπόγραψε αυτήν ως εκδότης, αποδέκτης, ή οπισθογράφος, η παράδοση από αυτόν τεκμαίρεται έγκυρη και χωρίς όρους μέχρις ότου αποδειχθεί το αντίθετο.