Πληρωτέο ποσό

9.-(1) Το ποσό που είναι πληρωτέο με συναλλαγματική αποτελεί ποσό ορισμένο εντός της έννοιας του Νόμου αυτού, παρόλο που αυτό απαιτείται όπως πληρωθεί-

(α) με τόκο~

(β) με καθορισμένες δόσεις~

(γ) με καθορισμένες δόσεις, με πρόνοια ότι σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής οποιασδήποτε δόσης ολόκληρο το ποσό καθίσταται απαιτητό~

(δ) σύμφωνα με υποδεικνυόμενη τιμή συναλλάγματος ή σύμφωνα με τιμή συναλλάγματος η οποία πρέπει να εξακριβωθεί όπως ορίζεται από τη συναλλαγματική.

(2) Όταν το πληρωτέο ποσό εκφράζεται ολογράφως και αριθμητικώς και υπάρχει διαφορά μεταξύ των δύο, το ολογράφως αναφερόμενο ποσό, είναι το πληρωτέο ποσό.

(3) Όταν σε συναλλαγματική ρητά αναφέρεται ότι είναι πληρωτέα με τόκο, εκτός αν το έγγραφο προνοεί άλλως πως, ο τόκος αρχίζει από την ημερομηνία της συναλλαγματικής και αν η συναλλαγματική δεν φέρει ημερομηνία, από την ημερομηνία έκδοσης αυτής.