MEΡΟΣ VI ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Γενικές εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας σε ποινικές διαδικασίες
Αναστολή δίωξης σε ποινικές υποθέσεις

154.-(1) Σε οποιαδήποτε ποινική διαδικασία και σε οποιοδήποτε στάδιο αυτής πριν από την απόφαση ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται να καταχωρήσει αναστολή δίωξης, είτε ανακοινώνοντας αυτό στο Δικαστήριο είτε πληροφορώντας το Δικαστήριο γραπτώς ότι η Δημοκρατία προτίθεται να διακόψει τη διαδικασία και για αυτό ο κατηγορούμενος αμέσως απαλλάσσεται ως προς το κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο για το οποίο καταχωρείται η αναστολή δίωξης.

(2) Όταν καταχωρείται αναστολή δίωξης, αν ο κατηγορούμενος φυλακίστηκε, αυτός απολύεται ή αν τελεί υπό εγγύηση το γραμμάτιο απόλυσης με εγγύηση ακυρώνεται, και, αν ο κατηγορούμενος δεν βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου όταν καταχωρείται η αναστολή δίωξης, ο Πρωτοκολλητής ή άλλος αρμόδιος λειτουργός του Δικαστηρίου, αν ο κατηγορούμενος τελεί υπό κράτηση, προκαλεί την επίδοση αμέσως γραπτής ειδοποίησης σχετικά με την καταχώριση της αναστολής δίωξης στο πρόσωπο που έχει τη φύλαξη του κατηγορούμενου και η ειδοποίηση αυτή είναι επαρκής εξουσιοδότηση για να απολύσει τον κατηγορούμενο σε σχέση με το κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο για το οποίο καταχωρείται η αναστολή δίωξης, ή, αν ο κατηγορούμενος δεν τελεί υπό κράτηση, προκαλεί την επίδοση αμέσως τέτοιας γραπτής ειδοποίησης στον κατηγορούμενο και τους εγγυητές του, αν υπάρχουν, και πρέπει όπως, σε κάθε περίπτωση, να προκαλέσει επίδοση παρόμοιας ειδοποίησης σε κάθε μάρτυρα που δεσμεύτηκε να εμφανιστεί.

(3) Όταν καταχωρείται αναστολή δίωξης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, η απαλλαγή του κατηγορούμενου δεν συνιστά κώλυμα για οποιαδήποτε μεταγενέστερη διαδικασία εναντίον αυτού για το ίδιο ποινικό αδίκημα ή λόγω των ίδιων πραγματικών γεγονότων.

Εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας να παραπέμπει υπόθεση σε κατώτερο Δικαστήριο

155. Όταν πρόσωπο έχει παραπεμφθεί σε δίκη βάσει κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται, αν έχει τη γνώμη ότι η υπόθεση δύναται κατάλληλα να εκδικαστεί συνοπτικά δυνάμει των εξουσιών τις οποίες έχει το Δικαστήριο συνοπτικής διαδικασίας, να δώσει οδηγίες όπως η υπόθεση αυτή εκδικαστεί και αποφασιστεί από τέτοιο Δικαστήριο, ανεξάρτητα από το ότι το ποινικό αυτό αδίκημα δεν μπορούσε άλλως να είναι δικάσιμο από τέτοιο Δικαστήριο.

Εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας να παραπέμπει υπόθεση σε κατώτερο Δικαστήριο

155. [Διαγράφηκε]
Μεταβίβαση εξουσιών από Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

156. Εξαιρούμενης της εξουσίας άσκησης έφεσης από απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 137, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται με έγγραφο που έχει την υπογραφή του ή με ειδοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας να μεταβιβάσει όλες ή οποιαδήποτε από τις υπόλοιπες εξουσίες που χορηγούνται σε αυτόν δυνάμει του Νόμου αυτού στο Γενικό Αντιεισαγγελέα ή σε Δικηγόρο της Δημοκρατίας, και η άσκηση οποιασδήποτε τέτοιας εξουσίας από το Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα ή Δικηγόρο της Δημοκρατίας ισχύει ωσάν η εξουσία αυτή να ασκήθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

Εγγύηση και προσωπική υποχρέωση
Απόλυση με εγγύηση

157.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού, Δικαστήριο που ασκεί ποινική δικαιοδοσία δύναται, αν θεωρεί ότι είναι σωστό, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας να απολύσει με εγγύηση οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο κατηγορήθηκε ή καταδικάστηκε για ποινικό αδίκημα, με την εκτέλεση από το πρόσωπο αυτό γραμματίου απόλυσης με εγγύηση όπως προβλέπεται στο Νόμο αυτό.

(2) Σε καμιά περίπτωση δεν απολύεται με εγγύηση πρόσωπο στο οποίο επιβλήθηκε η θανατική ποινή0 και κανένα πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα που τιμωρείται με τη θανατική ποινή δεν απολύεται με εγγύηση, εκτός κατόπι διατάγματος Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Γραμμάτιο απόλυσης με εγγύηση

158.-(1) Κάθε γραμμάτιο απόλυσης με εγγύηση πρέπει να είναι στον καθορισμένο τύπο και να περιλαμβάνει αναγνώριση εκ μέρους του προσώπου που το εκτελεί ότι αυτό οφείλει στη Δημοκρατία το χρηματικό ποσό που ορίζεται σε αυτό, υπό τον όρο ότι το γραμμάτιο απόλυσης με εγγύηση ακυρώνεται αν το πρόσωπο αυτό παραστεί κατά το χρόνο και τόπο που αναφέρεται στο γραμμάτιο απόλυσης με εγγύηση και αν συνεχίσει να παρίσταται με τον τρόπο αυτό μέχρις ότου διαταχτεί άλλως από το Δικαστήριο.

(2) Το Δικαστήριο δύναται να απαιτήσει όπως γραμμάτιο απόλυσης με εγγύηση εκτελεστεί με ή χωρίς εγγυητές.

(3) Όταν πρόσωπο υποχρεώνεται να εκτελέσει γραμμάτιο απόλυσης με ή χωρίς εγγυητές, δύναται να επιτραπεί σε αυτό να καταθέσει στο Γενικό Λογιστή τέτοιο χρηματικό ποσό ως ήθελε οριστεί από το Δικαστήριο αντί της εκτέλεσης γραμματίου απόλυσης με εγγύηση.

Εξουσία αύξησης εγγύησης και διαταγής επαρκών εγγυητών

159. Αν το Δικαστήριο το οποίο απέλυσε πρόσωπο με εγγύηση είναι ικανοποιημένο ότι για οποιοδήποτε λόγο το ποσό έπρεπε να αυξηθεί ή ότι οι εγγυητές είναι ή κατέστησαν ανεπαρκείς, αυτό δύναται να εκδώσει ένταλμα σύλληψης που να διατάσσει όπως το πρόσωπο που απολύθηκε με εγγύηση προσαχθεί ενώπιον αυτού και δύναται να το διατάξει να βρει επαρκείς εγγυητές και αν το πρόσωπο παραλείψει να ενεργήσει με τον τρόπο αυτό, δύναται να φυλακίσει αυτό.

Επικείμενη αναχώρηση από τη Δημοκρατία προσώπου που απολύθηκε με εγγύηση

160. Αν καταστεί φανερό στο Δικαστήριο με ένορκη καταγγελία ότι οποιοδήποτε πρόσωπο που απολύθηκε με εγγύηση πρόκειται να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία, το Δικαστήριο δύναται να προκαλέσει τη σύλληψη του και να αποστείλει αυτό στη φύλακη μέχρι τη δίκη εκτός αν το Δικαστήριο θεωρήσει σκόπιμο να απολύσει πάλι αυτό με περαιτέρω εγγύηση.

Απόλυση του προσώπου που βρίσκεται υπό κράτηση και ένταλμα ελευθέρωσης

161. Μόλις εκτελεστεί το εγγυητικό γραμμάτιο για απόλυση το πρόσωπο που θα απολυθεί με εγγύηση απολύεται και, αν βρίσκεται στη φυλακή, το Δικαστήριο που τον απολύει με εγγύηση εκδίδει ένταλμα ελευθέρωσης που διατάσσει τον υπεύθυνο λειτουργό της φυλακής να απολύσει το πρόσωπο που θα απολυθεί με εγγύηση και ο λειτουργός αυτός μόλις λάβει το ένταλμα ελευθέρωσης απολύει αυτό αμέσως:

Νοείται ότι καμιά διάταξη του άρθρου αυτού ή του άρθρου 157 δεν λογίζεται ότι επιβάλλει την απόλυση οποιουδήποτε προσώπου που υπόκειται σε περιορισμό για ζήτημα άλλο από εκείνο σε σχέση με το οποίο εκτελέστηκε η εγγύηση.

Απαλλαγή εγγυητών

162.-(1) Ο εγγυητής ή οι εγγυητές σε ένα γραμμάτιο απόλυσης με εγγύηση δύνανται, σε οποιοδήποτε χρόνο, να ζητήσουν από το Δικαστήριο να ακυρώσει αυτό είτε εξ ολοκλήρου είτε κατά το μέρος που αφορά τον αιτούμενο ή αιτούμενους.

(2) Κατόπι υποβολής τέτοιας αίτησης, εκτός αν το πρόσωπο που απολύθηκε παραδίδεται νωρίτερα, το Δικαστήριο εκδίδει ένταλμα σύλληψης το οποίο διατάσσει όπως αυτό προσαχθεί ενώπιον του.

(3) Κατόπι εμφάνισης του προσώπου αυτού με την εκούσια παράδοση του εαυτού του ή δυνάμει του εντάλματος, το Δικαστήριο διατάσσει την ακύρωση του γραμματίου απόλυσης με εγγύηση είτε εξολοκλήρου είτε κατά το μέρος που αφορά όλους τους εγγυητές ή οποιοδήποτε από αυτούς και καλεί το πρόσωπο αυτό να βρει άλλους επαρκείς εγγυητές, και αν το πρόσωπο αυτό παραλείψει να ενεργήσει με τον τρόπο αυτό, δύναται να φυλακίσει αυτό.

Θάνατος εγγυητών

163. Αν εγγυητής σε γραμμάτιο απόλυσης με εγγύηση πεθάνει πριν από την κατάπτωση της εγγύησης, η περιουσία του απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση σε σχέση με το γραμμάτιο απόλυσης με εγγύηση, αλλά το Δικαστήριο με διαταγή του οποίου το γραμμάτιο απόλυσης με εγγύηση εκτελέστηκε δύναται να ζητήσει από αυτό που απολύθηκε βάσει του τέτοιου εγγυητικού γραμματίου να βρει νέο εγγυητή ή να φυλακίσει το πρόσωπο αυτό.

Κατάπτωση γραμματίου απόλυσης με εγγύηση και η διαδικασία μετά από αυτή

164.-(1) Αν δεν υπάρξει συμμόρφωση σε όρο γραμματίου απόλυσης με εγγύηση το Δικαστήριο στο οποίο ή ενώπιον του οποίου ο όρος αυτός έπρεπε να εκτελείτο δύναται να οπισθογραφήσει επί αυτού πιστοποιητικό που να εκθέτει ότι ο όρος δεν εκτελέστηκε και, για αυτό, αν το ποσό του γραμματίου απόλυσης με εγγύηση δεν καταβληθεί εντός έξι ημερών μετά την επίδοση στο επηρεαζόμενο πρόσωπο διαταγής και ειδοποίησης όπως πράξει με αυτό τον τρόπο και δεν αποδεικνύεται επαρκής λόγος για την παράλειψη αυτή εντός του χρόνου που αναφέρθηκε, το ποσό της εγγύησης καθίσταται εισπρακτέο από το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που δεσμεύτηκαν με το γραμμάτιο απόλυσης με εγγύηση κατά τον τρόπο με τον οποίο εισπράττονται χρηματικές ποινές δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού.

(2) Το Δικαστήριο στο οποίο ή ενώπιον του οποίου ο όρος του γραμματίου απόλυσης με εγγύηση έπρεπε να εκτελείτο δύναται να μειώσει μερικώς το ποσό σε αυτό και να επιβάλει μερική μόνο πληρωμή.

Ορισμένες διατάξεις που ισχύουν για τις προσωπικές υποχρεώσεις

165. Οι διατάξεις των άρθρων 158 έως 164, και των δύο περιλαμβανομένων, εφαρμόζονται αφού γίνουν οι αναγκαίες προσαρμογές σε οποιαδήποτε προσωπική υποχρέωση που αναλήφθηκε από οποιοδήποτε πρόσωπο, δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού για την τήρηση της τάξης ή για την επίδειξη καλής διαγωγής ή υπό τον όρο ότι θα παρουσιαστεί και δεχτεί απόφαση σε κάποια μελλοντική συνεδρίαση του Δικαστηρίου ή όταν κληθεί για οποιοδήποτε άλλο ζήτημα δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε εκάστοτε σε ισχύ νόμου:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατάπτωσης προσωπικής υποχρέωσης που τελεί υπό όρον όπως προβλέπεται πιο πάνω, οι διατάξεις του άρθρου 164 δεν εμποδίζουν το Δικαστήριο να επιβάλει οποιαδήποτε άλλη ποινή ως αυτό ήθελε θεωρήσει σκόπιμο προς αντιμετώπιση των περιστατικών της υπόθεσης και την οποία αυτό έχει την εξουσία να επιβάλει.

Έξοδα και απόδοση περιουσίας
Τρόπος καταβολής εξόδων..

166.-(1) Τα έξοδα κάθε δημόσιας δίωξης, κατ’ αρχή, καταβάλλονται από τις δημόσιες προσόδους.

(2) Κάθε διάταγμα για την καταβολή εξόδων καταρτίζεται από λειτουργό του Δικαστηρίου και παραδίνεται στο πρόσωπο που δικαιούται αυτά.

(3) Κάθε διάταγμα για την καταβολή εξόδων από τις δημόσιες προσόδους απευθύνεται προς το Διοικητή της Επαρχίας στην οποία διεξάγεται η δίκη και κάθε διάταγμα που απευθύνεται με αυτό τον τρόπο είναι επαρκής εξουσιοδότηση για κάθε Διοικητή και για κάθε πρόσωπο που ενεργεί υπό τις διαταγές του Διοικητή ως ταμίας για την επαρχία, ή άλλως για να πληρώσει το χρηματικό ποσό που αναφέρεται στο διάταγμα. Και κάθε Διοικητής όπως και άλλο πρόσωπο όπως έχει λεχθεί, κατά την προσαγωγή του διατάγματος, καταβάλλει τα χρηματικά ποσά που αναφέρονται σε αυτό στο πρόσωπο που κατονομάζεται στο διάταγμα ή σε οποιοδήποτε άλλο που είναι εξουσιοδοτημένος δεόντως να παραλάβει αυτά για λογαριασμό αυτού.

Έξοδα μαρτύρων υπεράσπισης

167. Το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο δύναται να διατάξει όπως τα έξοδα μαρτύρων που κλήθηκαν για την υπεράσπιση και δεσμεύτηκαν με προσωπική υποχρέωση να δώσουν μαρτυρία για τον κατηγορούμενο καταβληθούν από τις δημόσιες προσόδους.

Καταβολή εξόδων από κατηγορούμενο

168. Όταν πρόσωπο καταδικάζεται για ποινικό αδίκημα, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει αυτό να καταβάλει τα έξοδα της κατηγορίας επιπρόσθετα με οποιαδήποτε άλλη ποινή η οποία δύναται να επιβληθεί σε αυτό και σε περίπτωση δημοσίων διώξεων τα έξοδα αυτά, όταν εισπραχθούν, καταβάλλονται στις δημόσιες προσόδους.

Επιδίκαση εξόδων στον κατηγορούμενο

169. Αν σε συνοπτική δίκη ο κατηγορούμενος αθωωθεί το Δικαστήριο δύναται να διατάξει οποιοδήποτε πρόσωπο από το οποίο κατά τη γνώμη του προσάχθηκε κατηγορία ή οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο το Δικαστήριο ήθελε θεωρήσει υπεύθυνο για την πρόκληση της πρόσαψης κατηγορίας, να καταβάλει στον κατηγορούμενο τα έξοδα αυτού.

Διάθεση περιουσίας που τελεί υπό την κατοχή της αστυνομίας

170.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού, όταν περιουσία περιέλθει στην κατοχή της αστυνομίας σε σχέση με οποιαδήποτε ποινική διαδικασία, το Δικαστήριο δύναται, με αίτηση είτε αστυνομικού είτε προσώπου που διεκδικεί την περιουσία, να εκδώσει διάταγμα για την παράδοση της περιουσίας στο πρόσωπο το οποίο φαίνεται στο Δικαστήριο ότι είναι ο κύριος αυτής ή, αν ο κύριος δεν δύναται να εξακριβωθεί, να εκδώσει τέτοιο διάταγμα σε σχέση με την περιουσία ως το Δικαστήριο ήθελε θεωρήσει σκόπιμο.

(2) Διάταγμα δυνάμει του άρθρου αυτού δεν επηρεάζει το δικαίωμα οποιουδήποτε προσώπου να εγείρει εντός έξι μηνών από την ημερομηνία της έκδοσης του διατάγματος αγωγή για ανάκτηση της περιουσίας εναντίον οποιουδήποτε προσώπου που κατέχει περιουσία η οποία παραδόθηκε δυνάμει του διατάγματος, αλλά μετά την παρέλευση των εν λόγω έξι μηνών το δικαίωμα αποσβέννεται.

Απόδοση περιουσίας

171. Όταν πρόσωπο καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα με το οποίο άλλο πρόσωπο αποστερήθηκε οποιασδήποτε περιουσίας, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως η περιουσία αυτή ή οποιοδήποτε μέρος της αποδοθεί στο πρόσωπο το οποίο φαίνεται στο Δικαστήριο ότι είναι ο κύριος αυτής, είτε χωρίς πληρωμή ή με πληρωμή από τον κύριο αυτό στο πρόσωπο στην κατοχή του οποίου βρίσκεται η περιουσία αυτή ή μέρος αυτής, οποιουδήποτε ποσού που ορίζεται στο διάταγμα:

Νοείται ότι το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται σε-

(α) αξιόγραφο το οποίο καλή τη πίστει πληρώθηκε ή ξοφλήθηκε από οποιοδήποτε πρόσωπο που υποχρεώνεται στην πληρωμή ή εξόφληση αυτού0

(β) διαπραγματεύσιμο έγγραφο το οποίο λήφθηκε καλή τη πίστει με μεταβίβαση ή παράδοση από οποιοδήποτε πρόσωπο αντί δίκαιης και αξιόλογης αντιπαροχής χωρίς γνώση ή χωρίς εύλογη αιτία για υπόνοια ότι αυτό κλάπηκε ή άλλως λήφθηκε για κακούργημα

(γ) αγαθά ή έγγραφα τίτλου εμπιστευμένα ή υπό τον έλεγχο, με έγγραφα τίτλου ή άλλως, οποιουδήποτε επιτρόπου εμπιστεύματος, τραπεζίτη, εμπόρου, πληρεξούσιου αντιπροσώπου, πράκτορα, μεσίτη ή άλλου αντιπροσώπου που καταδικάστηκε υπό την ιδιότητα αυτή για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα σε σχέση με αυτά

(δ) κινητή περιουσία που αγοράστηκε καλή τη πίστει σε ελεύθερη αγορά από πρόσωπο που συναλλάσσεται στην αγορά αυτή με αυτό το είδος περιουσίας, ή σε οποιοδήποτε εμπορικό κατάστημα όπου πωλείται περιουσία του είδους αυτού και από πρόσωπο συνήθως υπεύθυνο αυτού.

Απόδοση κατοχής ακίνητης περιουσίας

172.-(1) Όταν πρόσωπο καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα που συνοδεύεται από εγκληματική βία και φαίνεται στο Δικαστήριο ότι με βία αυτή πρόσωπο αποστερήθηκε της κατοχής ακίνητης περιουσίας το Δικαστήριο δύναται, αν θεωρεί σκόπιμο, να διατάξει όπως αποδοθεί η κατοχή της στο εν λόγω πρόσωπο.

(2) Κανένα τέτοιο διάταγμα δεν βλάπτει δικαίωμα ή συμφέρον επί της ακίνητης αυτής περιουσίας ή στην ακίνητη αυτή περιουσία το οποίο δύναται οποιοδήποτε πρόσωπο συμπεριλαμβανόμενου και του καταδικασθέντος να αποδείξει σε πολιτική αγωγή.

Ποικίλες Διατάξεις
Σημειώσεις αποδείξεων

173.-(1) Σε ποινική διαδικασία, ο Δικαστής ή, όταν το Δικαστήριο απαρτίζεται από περισσότερους από ένα Δικαστές, ο Δικαστής που προεδρεύει ή με διαταγή αυτού οποιοσδήποτε άλλος Δικαστής από αυτούς που απαρτίζουν το Δικαστήριο αυτό, τηρεί γραπτώς τα πρακτικά της διαδικασίας και τις σημειώσεις αποδείξεων τα οποία υπογράφονται από αυτόν και φυλάγονται ως πρακτικά του Δικαστηρίου:

Νοείται ότι τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 96 και 97, αν το Δικαστήριο διατάξει με αυτό τον τρόπο, τα πρακτικά και οι σημειώσεις δύνανται να τηρούνται σε στενογραφία και η μετάφραση των στενογραφημένων σημειώσεων θεωρείται ότι αποτελεί τα πρακτικά του Δικαστηρίου.

(2) Οποιαδήποτε πρακτικά διαδικασίας ή σημειώσεις αποδείξεων που συνιστούν τα πρακτικά του Δικαστηρίου, όπως προβλέπεται στο άρθρο αυτό ή αντίγραφο αυτών που φαίνεται ότι είναι υπογραμμένο και κυρωμένο ως γνήσιο αντίγραφο από τον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου είναι, χωρίς περαιτέρω απόδειξη, δεκτό ως απόδειξη της διαδικασίας αυτών και των καταθέσεων που δόθηκαν από τους μάρτυρες.

Αλλαγή του τόπου εκδίκασης

174.-(1) Όταν κατόπι αίτησης όπως προβλέπεται πιο κάτω καθίσταται φανερό στο Ανώτατο Δικαστήριο-

(α) ότι δεν δύναται να διεξαχθεί σε οποιοδήποτε Δικαστήριο δίκαιη και αμερόληπτη δίκη

(β) ότι ενδέχεται να εγερθεί νομικό ζήτημα ασυνήθιστης δυσκολίας

(γ) ότι δυνατό να απαιτηθεί αυτοψία του τόπου στο οποίο ή πλησίον του οποίου διαπράχτηκε οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα για ικανοποιητική εξέταση ή εκδίκαση αυτού

(δ) ότι διάταγμα δυνάμει του άρθρου αυτού θα τείνει προς γενική διευκόλυνση των διαδίκων ή των μαρτύρων

(ε) ότι τέτοιο διάταγμα εξυπηρετά τους σκοπούς της δικαιοσύνης,το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως η δίκη διεξαχθεί από ή ενώπιον Δικαστηρίου άλλου από το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου, θα διεξαγόταν, ελλείψει του διατάγματος αυτού.

(2) Κάθε αίτηση για την άσκηση των εξουσιών που χορηγούνται από το άρθρο αυτό υποβάλλεται με εισήγηση η οποία, εξαιρούμενης της περίπτωσης κατά την οποία η αίτηση υποβάλλεται υπό ή εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, πρέπει να υποστηρίζεται με ένορκη δήλωση.

(3) Όταν κατηγορούμενος υποβάλλει αίτηση δυνάμει του άρθρου αυτού, το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται, αν θεωρεί αυτό σκόπιμο, να τον διατάξει να εκτελέσει γραμμάτιο απόλυσης με εγγύηση με ή χωρίς εγγυητές υπό τον όρο ότι αυτός, αν καταδικαστεί, θα καταβάλει τα έξοδα της κατηγορίας.

(4) Κάθε κατηγορούμενος που υποβάλλει οποιαδήποτε τέτοια αίτηση δίνει στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας γραπτή ειδοποίηση για την αίτηση, μαζί με αντίγραφο ένορκης δήλωσης και δεν εκδίδεται τελικό διάταγμα για την αίτηση, εκτός αν η ειδοποίηση αυτή και ένορκος δήλωση επιδοθούν τουλάχιστον εικοσιτέσσερις ώρες πριν από την ακρόαση της αίτησης.

Γενικές εξουσίες των Δικαστηρίων προς ρύθμιση διαδικασίας

175. Σε κάθε δίκη, το Δικαστήριο έχει εξουσία να ρυθμίζει κατά την ελεύθερη του κρίση την πορεία της διαδικασίας με οποιοδήποτε τρόπο ο οποίος ήθελε φανεί επιθυμητός και ο οποίος δεν είναι ασυμβίβαστος με τις διατάξεις του Νόμου αυτού.

Διαδικαστικοί Κανονισμοί

176. Ο Κυβερνήτης, με τη συμβουλή και βοήθεια του Αρχιδικαστή, δύναται να εκδώσει Διαδικαστικούς Κανονισμούς που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας για την καλύτερη εφαρμογή του Νόμου αυτού και συγκεκριμένα και χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των εξουσιών που χορηγούνται με τον τρόπο αυτό, οι Κανονισμοί αυτοί δύναται να εκδοθούν σε σχέση με όλα ή με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα θέματα:

(α) όλα τα θέματα που αναφέρονται ή απαιτούνται στο Νόμο αυτό όπως καθοριστούν

(β) τους τύπους που θα χρησιμοποιηθούν για οποιοδήποτε ζήτημα ή διαδικασία  που εγέρθηκε ή ασκήθηκε δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού και τα τέλη που καταβλήθηκαν σε σχέση με οποιοδήποτε τέτοιο ζήτημα ή διαδικασία:

Νοείται ότι, μέχρις ότου εκδοθούν τέτοιοι κανονισμοί-

(α) οποιοδήποτε ζήτημα ή διαδικασία που εγέρθηκε ή ασκήθηκε δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού ρυθμίζεται από τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς που αφορούν τέτοιο ζήτημα ή διαδικασία (περιλαμβανομένων οποιωνδήποτε Κανονισμών που καθορίζουν τα τέλη σε σχέση με οποιοδήποτε τέτοιο ζήτημα ή διαδικασία) οι οποίοι εκδόθηκαν δυνάμει οποιουδήποτε νόμου που καταργείται από το Νόμο αυτό και ο οποίος ισχύει την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου αυτού

(β) οποιοιδήποτε τύποι που εκτίθενται σε οποιοδήποτε Νόμο που καταργείται από το Νόμο αυτό θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούνται για οποιοδήποτε ζήτημα ή διαδικασία που εγέρθηκε ή ασκήθηκε δυνάμει του Νόμου αυτού,και οι Κανονισμοί αυτοί και τύποι δύνανται να εφαρμόζονται ή να χρησιμοποιούνται με τέτοιες παρεκκλίσεις, μεταβολές ή προσαρμογές ως ήθελαν είναι αναγκαίες για την εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου αυτού.