Διορισμός και Πληρεξουσιότητα Αντιπροσώπων
Ορισμοί “αντιπροσώπου” και “αντιπροσωπευόμενου”

142. “Αντιπρόσωπος” είναι το πρόσωπο το οποίο προσλαμβάνεται για την τέλεση πράξης για λογαριασμό άλλου ή για αντιπροσώπευση άλλου σε συναλλαγές με τρίτους. Το πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου τελείται η πράξη αυτή, ή το οποίο αντιπροσωπεύεται με τον τρόπο αυτό, καλείται “αντιπροσωπευόμενος”.

Ικανότητα πρόσληψης αντιπροσώπου

143. Αντιπρόσωπο δύναται να προσλάβει κάθε πρόσωπο το οποίο είναι ικανό προς το συμβάλλεσθαι.

Ικανότητα προς αντιπροσώπευση

144. Όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ του αντιπροσωπευόμενου και τρίτων, αντιπρόσωπος δύναται να καταστεί οποιοσδήποτε αλλά κανένα πρόσωπο το οποίο στερείται της ικανότητας προς το συμβάλλεσθαι δεν δύναται να γίνει αντιπρόσωπος, ώστε να ευθύνεται έναντι του αντιπροσωπευομένου σύμφωνα με τις διατάξεις που περιέχονται στο άρθρο αυτό.

Η αντιπαροχή δεν είναι αναγκαία για τη σύσταση αντιπροσωπείας

145. Δεν απαιτείται αντιπαροχή για τη σύσταση αντιπροσωπείας.

Η πληρεξουσιότητα δύναται να είναι ρητή ή σιωπηρή

146. Η πληρεξουσιότητα του αντιπροσώπου δύναται να είναι ρητή ή σιωπηρή.

Ορισμοί ρητής και σιωπηρής πληρεξουσιότητας

147. Η πληρεξουσιότητα θεωρείται ρητή, όταν αυτή παρέχεται προφορικά ή γραπτά. Η πληρεξουσιότητα θεωρείται σιωπηρή όταν αυτή συνάγεται από τα περιστατικά της υπόθεσης~ ο,τιδήποτε το οποίο έχει λεχθεί ή γραφτεί ή η συνήθης πορεία των συναλλαγών, δύνανται να θεωρηθούν ως περιστατικά της υπόθεσης.

Έκταση πληρεξουσιότητας

148.-(1) Η πληρεξουσιότητα του αντιπροσώπου προς τέλεση πράξης περιέχει και πληρεξουσιότητα προς τέλεση κάθε νόμιμου πράγματος που είναι αναγκαίο για την τέλεση της πράξης αυτής.

(2) Η πληρεξουσιότητα του αντιπροσώπου για άσκηση επιχείρησης περιέχει και πληρεξουσιότητα για τέλεση κάθε νόμιμου πράγματος που είναι αναγκαίο για το σκοπό αυτό ή που συνήθως τελείται κατά τη διεξαγωγή της εν λόγω επιχείρησης.

Πληρεξουσιότητα αντιπροσώπου σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης

149. Σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, ο αντιπρόσωπος έχει πληρεξουσιότητα να τελέσει οποιαδήποτε πράξη για να προστατεύσει τον αντιπροσωπευόμενο από ζημιά, την οποία πρόσωπο συνήθους σύνεσης θα τελούσε για τις δικές του υποθέσεις υπό παρόμοιες περιστάσεις.