ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ, ΑΚΥΡΩΣΙΜΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΚΥΡΕΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ
Ποιες συμφωνίες συνιστούν συμβάσεις

10.-(1) Συμβάσεις είναι όλες οι συμφωνίες οι οποίες καταρτίζονται με την ελεύθερη συναίνεση μερών ικανών προς το συμβάλλεσθαι, για νόμιμη αντιπαροχή και νόμιμο σκοπό, οι οποίες δεν χαρακτηρίζονται ρητά από το Νόμο αυτό ως άκυρες~ τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, οι συμβάσεις δύνανται να καταρτίζονται γραπτά, ή προφορικά, ή μερικώς γραπτά και μερικώς προφορικά, ή δύνανται να συνάγονται από τη συμπεριφορά των μερών.

(2) Καμία από τις διατάξεις που περιλαμβάνονται στο Νόμο αυτό δεν επηρεάζει Νόμο που ισχύει στη Δημοκρατία και ο οποίος δεν καταργείται ρητά από το Νόμο αυτό, με τον οποίο απαιτείται όπως οποιαδήποτε σύμβαση καταρτιστεί γραπτώς ή στην παρουσία μαρτύρων, ή την ισχύ οποιουδήποτε Νόμου που αφορά την καταχώριση εγγράφων.

Ικανότητα προς το συμβάλλεσθαι

11. Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), ικανός προς το συμβάλλεσθαι είναι όποιος-

(α) έχει σώες τις φρένες~ και

(β) δεν στερείται της ικανότητας του συμβάλλεσθαι, δυνάμει οποιουδήποτε Νόμου.

(2) Το δίκαιο που ισχύει εκάστοτε στην Αγγλία, και αφορά συμβάσεις που συνάπτονται με ανήλικο, εφαρμόζεται σε συμβάσεις που συνάπτονται με πρόσωπο που δεν συμπλήρωσε το δέκατο όγδοο έτος:

Νοείται ότι έγγαμο πρόσωπο δεν θεωρείται ανίκανο προς το συμβάλλεσθαι από μόνο το λόγο ότι δεν συμπλήρωσε το δέκατο όγδοο έτος.

Ορισμός συμβαλλόμενου που έχει σώες τις φρένες

12. Πρόσωπο θεωρείται ότι έχει σώες τις φρένες για σκοπούς κατάρτισης σύμβασης, αν κατά το χρόνο της κατάρτισης της, δύναται να αντιληφθεί αυτήν και να διαμορφώσει λογική κρίση για τις συνέπειες της επί των συμφερόντων του.

Πρόσωπο το οποίο δεν έχει συνήθως σώες τις φρένες, αλλά έχει σώες τις φρένες κατά διαλείμματα, δύναται να καταρτίσει σύμβαση κατά το χρόνο που έχει σώες τις φρένες.

Πρόσωπο το οποίο συνήθως έχει σώες τις φρένες αλλά κατά διαλείμματα δεν έχει σώες τις φρένες, δεν δύναται να καταρτίσει σύμβαση κατά το χρόνο που δεν έχει σώες τις φρένες.

Ορισμός “συναίνεσης”

13. Δύο οι περισσότεροι θεωρούνται ότι συναινούν, όταν συμφωνούν για το ίδιο πράγμα με την ίδια έννοια.

Ορισμός “ελεύθερης συναίνεσης”

14. Η συναίνεση θεωρείται ελεύθερη, όταν δεν προκαλείται με-

(α) εξαναγκασμό, όπως ορίζεται στο άρθρο 15~ ή

(β) ψυχική πίεση, όπως ορίζεται στο άρθρο 16~ ή

(γ) απάτη, όπως ορίζεται στο άρθρο 17~ ή

(δ) ψευδή παράσταση όπως ορίζεται στο άρθρο 18~ ή

(ε) πλάνη, τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 20, 21 και 22.

Συναίνεση θεωρείται ότι προκλήθηκε κατά τον πιο πάνω τρόπο, εφόσον αυτή δεν θα παρεχόταν ελλείψει του εν λόγω εξαναγκασμού, ψυχικής πίεσης, απάτης, ψευδούς παράστασης ή πλάνης.

Ορισμός “εξαναγκασμού”

15.-(1) “Εξαναγκασμός” είναι η διάπραξη ή η απειλή διάπραξης πράξης απαγορευμένης από τον Ποινικό Κώδικα ή από τροποποίηση του, ή η παράνομη κατακράτηση, ή η απειλή κατακράτησης, περιουσιακού στοιχείου, προς βλάβη οποιουδήποτε προσώπου, η οποία γίνεται με πρόθεση να αναγκαστεί άλλος να συνάψει συμφωνία.

(2) Είναι αδιάφορο κατά πόσο ο Ποινικός Κώδικας ή οποιαδήποτε τροποποίηση του, είναι σε ισχύ ή όχι στον τόπο όπου ασκείται ο εξαναγκασμός.

Ορισμός “ψυχικής πίεσης”

16.-(1) Η σύμβαση θεωρείται ότι συνάφθηκε συνεπεία “ψυχικής πίεσης” όταν οι σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ των μερών είναι τέτοιες ώστε το ένα από αυτά να είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου και να επωφελείται από τη θέση αυτή για να εξασφαλίσει αθέμιτο όφελος έναντι του άλλου.

(2) Ειδικότερα και χωρίς επηρεασμό της πιο πάνω αρχής, θεωρείται ότι είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου, κάθε πρόσωπο το οποίο-

(α) έχει πραγματική ή προφανή εξουσία επί του άλλου ή βρίσκεται σε σχέση εμπιστοσύνης έναντι του άλλου. ή

(β) καταρτίζει σύμβαση με πρόσωπο, του οποίου η πνευματική ικανότητα είναι προσωρινά ή μόνιμα επηρεασμένη λόγω ηλικίας, ασθένειας ή πνευματικής ή σωματικής κατάπτωσης.

(3) Όταν πρόσωπο το οποίο είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου, συμβάλλεται μαζί με αυτόν, και η συναλλαγή φαίνεται από μόνη της ή από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσάχθηκαν, ότι είναι υπέρμετρα επαχθής, το βάρος απόδειξης ότι η σύμβαση δεν συνάφθηκε συνεπεία ψυχικής πίεσης φέρει το πρόσωπο που είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου.

Ορισμός “απάτης”

17.-(1) “Απάτη” περιλαμβάνει οποιαδήποτε από τις πιο κάτω πράξεις οι οποίες διαπράττονται από κάποιο από τους συμβαλλόμενους, ή με τη συγκατάθεση αυτού, ή από τον αντιπρόσωπο του, με σκοπό εξαπάτησης άλλου συμβαλλόμενου ή του αντιπροσώπου του, ή εξώθησης αυτού στη σύναψη σύμβασης-

(α) την παράσταση αναληθούς γεγονότος ως αληθούς, από πρόσωπο που δεν πιστεύει ότι αυτό είναι αληθές~

(β) την ενεργό απόκρυψη γεγονότος από πρόσωπο που γνωρίζει το γεγονός ή πιστεύει αυτό~

(γ) υπόσχεση που δόθηκε χωρίς πρόθεση εκπλήρωσης της~

(δ) κάθε άλλη πράξη επιτήδεια προς εξαπάτηση~

(ε) κάθε πράξη ή παράλειψη που ορίζεται ειδικά από το νόμο ως απάτη.

(2) Απλή σιωπή ως προς γεγονότα, τα οποία ενδέχεται να επηρεάσουν τη βούληση προσώπου προς σύναψη σύμβασης, δεν συνιστά απάτη, εκτός αν οι περιστάσεις είναι τέτοιες ώστε, λαμβανομένων αυτών υπόψη, το πρόσωπο που σιωπά να έχει υποχρέωση να δηλώσει αυτά ή εκτός αν η σιωπή αυτού ισοδυναμεί από μόνη της με δήλωση.

Ορισμός “ψευδούς παράστασης”

18. “Ψευδής παράσταση” περιλαμβάνει-

(α) τη θετική βεβαίωση κατά τρόπο που δεν δικαιολογείται από τις πληροφορίες του προσώπου που βεβαιώνει, γεγονότος αναληθούς παρόλο ότι το πρόσωπο που βεβαιώνει πιστεύει ότι είναι αληθές~

(β) κάθε παράβαση καθήκοντος, η οποία, χωρίς πρόθεση εξαπάτησης, επιφέρει όφελος στον υπαίτιο ή σε οποιοδήποτε ο οποίος αξιώνει μέσω αυτού, με την παραπλάνηση άλλου προς βλάβη αυτού ή προς βλάβη οποιουδήποτε που αξιώνει μέσω αυτού~

(γ) την πρόκληση, έστω και ανυπαίτια, πλάνης ως προς την ουσία του αντικειμένου της συμφωνίας σε μέρος αυτής.

Ακυρώσιμο συμφωνιών που συνάπτονται χωρίς ελεύθερη συναίνεση

19.-(1) Αν η συναίνεση σε συμφωνία παρασχέθηκε συνεπεία εξαναγκασμού, απάτης ή ψευδούς παράστασης, η συμφωνία είναι σύμβαση ακυρώσιμη κατ’ εκλογή του μέρους, του οποίου η συναίνεση παρασχέθηκε με τον τρόπο αυτό.

(2) Ο συμβαλλόμενος, του οποίου η συναίνεση παρασχέθηκε συνεπεία απάτης ή ψευδούς παράστασης, δύναται αν θεωρεί αυτό σκόπιμο, να εμμείνει στην εκπλήρωση της σύμβασης και να αποκατασταθεί στη θέση που θα βρισκόταν αν οι παραστάσεις που έγιναν ήταν αληθείς.

(3) Αν η συναίνεση αυτή παρασχέθηκε συνεπεία ψευδούς παράστασης ή τήρησης σιωπής, που συνιστά απάτη εντός της έννοιας του άρθρου 17, η σύμβαση, παρόλα αυτά, δεν είναι ακυρώσιμη, αν το μέρος του οποίου η συναίνεση παρασχέθηκε με τον τρόπο αυτό, ήταν σε θέση να ανακαλύψει την αλήθεια καταβάλλοντας τη συνήθη επιμέλεια.

(4) Απάτη ή ψευδής παράσταση η οποία δεν προκάλεσε τη συναίνεση προς σύναψη σύμβασης του μέρους επί του οποίου ασκήθηκε η απάτη, ή στο οποίο έγινε η ψευδής παράσταση, δεν καθιστά τη σύμβαση ακυρώσιμη.

Εξουσία ακύρωσης σύμβασης που συνάφθηκε συνεπεία ψυχικής πίεσης

20.-(1) Αν η συναίνεση σε συμφωνία παρασχέθηκε συνεπεία ψυχικής πίεσης, η συμφωνία είναι σύμβαση ακυρώσιμη κατ’ εκλογή του μέρους του οποίου η συναίνεση παρασχέθηκε με τον τρόπο αυτό.

(2) Η σύμβαση αυτή δύναται να ακυρωθεί είτε απόλυτα είτε, αν το μέρος που δικαιούται σε ακύρωση αποκόμισε δυνάμει αυτής οποιοδήποτε όφελος, με τέτοιους όρους ως το Δικαστήριο ήθελε κρίνει δίκαιο να επιβάλει.

Συμφωνία καθίσταται άκυρη αν και τα δύο μέρη τελούν σε πλάνη αναφορικά με πραγματικό γεγονός. Συνέπειες νομικής πλάνης

21.-(1) Αν και τα δύο μέρη της συμφωνίας τελούν σε πλάνη αναφορικά με πραγματικό γεγονός, ουσιώδες στη συμφωνία, η συμφωνία είναι άκυρη.

Πεπλανημένη αντίληψη αναφορικά με την αξία του αντικειμένου της συμφωνίας, δεν θεωρείται ως πλάνη αναφορικά με πραγματικό γεγονός.

(2) Η σύμβαση δεν είναι ακυρώσιμη επειδή συνάφθηκε συνεπεία πλάνης αναφορικά με οποιοδήποτε νόμο που ισχύει στη Δημοκρατία~ πλάνη όμως για νόμο που δεν ισχύει στη Δημοκρατία επιφέρει τις ίδιες συνέπειες, όπως και η πλάνη αναφορικά με πραγματικό γεγονός.

Σύμβαση που συνάφθηκε συνεπεία πλάνης ενός από τους συμβαλλόμενους για πραγματικό γεγονός

22. Η σύμβαση δεν είναι ακυρώσιμη από μόνο το λόγο ότι συνάφθηκε από ένα από τους συμβαλλόμενους ο οποίος τελούσε σε πλάνη αναφορικά με πραγματικό γεγονός.

Αντιπαροχές και σκοποί νόμιμοι και μη

23. Η αντιπαροχή ή ο σκοπός της συμφωνίας είναι νόμιμος εκτός αν-

(α) είναι απαγορευμένος από νόμο~ ή

(β) είναι τέτοιας φύσης ώστε, αν επιτρεπόταν, θα καταστρατηγούσε τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου~ ή

(γ) συνιστά απάτη~ ή

(δ) επιφέρει ή ενέχει βλάβη στο πρόσωπο ή την περιουσία άλλου~ ή

(ε) το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτός αντίκειται στα χρηστά ήθη ή τη δημόσια πολιτική.

Σε καθεμιά από τις περιπτώσεις αυτές η αντιπαροχή ή ο σκοπός της συμφωνίας θεωρείται παράνομος. Κάθε συμφωνία της οποίας ο σκοπός ή αντιπαροχή είναι παράνομος, είναι άκυρη.

Άκυρες Συμφωνίες
Συμφωνία καθίσταται άκυρη αν ο σκοπός και η αντιπαροχή είναι μερικώς παράνομη

24. Αν οποιοδήποτε μέρος μιας και μόνης αντιπαροχής για ένα ή περισσότερους σκοπούς ή μία οποιαδήποτε αντιπαροχή ή οποιοδήποτε μέρος μιας από περισσότερες αντιπαροχές για ένα και μόνο σκοπό, είναι παράνομος, η συμφωνία είναι άκυρη.

Συμφωνία χωρίς αντιπαροχή είναι άκυρη εκτός αν είναι γραπτή

25.-(1) Συμφωνία που συνάφθηκε χωρίς αντιπαροχή είναι άκυρη, εκτός αν-

(α) καταρτιστεί γραπτώς και υπογραφτεί από το μέρος που φέρει το βάρος αυτής και συνάπτεται λόγω φυσικής αγάπης και στοργής μεταξύ των μερών, οι οποίοι έχουν στενή συγγένεια μεταξύ τους~ ή εκτός αν

(β) είναι υπόσχεση αποζημίωσης, εν όλω ή εν μέρει, προσώπου το οποίο ήδη έπραξε κάτι εκούσια για τον οφειλέτη ή έπραξε κάτι το οποίο ο οφειλέτης θα μπορούσε νομικά να υποχρεωθεί να πράξει~ ή εκτός αν

(γ) είναι υπόσχεση, που παρέχεται γραπτώς και υπογράφεται από το μέρος που φέρει το βάρος αυτής, για ολική ή μερική καταβολή χρέους, την καταβολή του οποίου ο πιστωτής θα μπορούσε να επιβάλει ελλείψει οποιουδήποτε νόμου που ισχύει εκάστοτε και αφορά την παραγραφή.

Σε κάθε τέτοια περίπτωση η συμφωνία συνιστά σύμβαση.

(2) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν επηρεάζουν το έγκυρο, όσον αφορά τη σχέση μεταξύ δωρητή και δωρεοδόχου, δωρεάς που ήδη έγινε.

(3) Συμφωνία που συνάφθηκε με την ελεύθερη συναίνεση του οφειλέτη δεν είναι άκυρη από μόνο το λόγο, ότι η αντιπαροχή είναι ανεπαρκής~ η ανεπάρκεια όμως της αντιπαροχής δύναται να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο κατά την κρίση του ζητήματος κατά πόσο η συναίνεση του οφειλέτη παρασχέθηκε ελεύθερα.

Συμφωνία περιοριστική της ελευθερίας προς γάμο είναι άκυρη

26. Κάθε συμφωνία περιοριστική της ελευθερίας προς γάμο είναι άκυρη.

Προικοσύμφωνο έγγραφο και συμβάσεις παρόμοιας φύσης άκυρες

26Α. Κάθε προικοσύμφωνο έγγραφο και κάθε σύμβαση παρόμοιας φύσης, το κύρος των οποίων διέπεται από το κυπριακό δίκαιο, και με τις οποίες αναλαμβάνεται υποχρέωση όπως αιτία γάμου παρασχεθεί περιουσία σε μελλόνυμφους ή σε κάθε ένα ξεχωριστά από αυτούς είναι άκυρες:

Νοείται ότι το παρόν άρθρο δεν τυγχάνει εφαρμογής επί συμβάσεων αιτία γάμου μεταξύ Μωαμεθανών αναλαμβανομένων κατά την πρακτική, την κρατούσα στα Τουρκικά Οικογενειακά Δικαστήρια.

Συμφωνία περιοριστική του εμπορίου είναι άκυρη. Επιφυλάξεις

27.-(1) Κάθε συμφωνία στο μέτρο που είναι περιοριστική της ελευθερίας προς άσκηση νόμιμου επαγγέλματος, εμπορίου ή οποιασδήποτε φύσης επιχείρησης, είναι άκυρη.

(2)(α) Το πρόσωπο που πωλεί την εμπορική εύνοια επιχείρησης δύναται να συμφωνήσει με τον αγοραστή να απέχει από την άσκηση παρόμοιας επιχείρησης, εντός ορισμένων τοπικών ορίων, για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο, ο αγοραστής ή ο δικαιοδόχος αυτού στην εμπορική εύνοια, ασκεί εντός των ορίων αυτών παρόμοια επιχείρηση, νοουμένου ότι τα όρια αυτά θα κριθούν από το Δικαστήριο εύλογα, λαμβανομένης υπόψη της φύσης της επιχείρησης~

(β) με τη διάλυση ή επί τη προόψει διάλυσης ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας, οι συνεταίροι δύνανται να συμφωνήσουν ότι μερικοί από αυτούς ή όλοι δεν θα ασκήσουν επιχείρηση παρόμοια με αυτήν που ασκείται από την εταιρεία, εντός τέτοιων τοπικών ορίων, όπως αναφέρονται στο εδάφιο (α)~

(γ) οι συνεταίροι δύνανται να συμφωνήσουν ότι, υφιστάμενης της ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας, μερικοί από αυτούς ή όλοι δεν θα ασκήσουν επιχείρηση άλλη από αυτή που ασκείται από την εταιρεία.

Συμφωνίες περιοριστικές της ελευθερίας προς λήψη δικαστικών μέτρων είναι άκυρες

28.-(1) Κάθε συμφωνία, στο μέτρο που περιορίζει απόλυτα την ελευθερία οποιουδήποτε από τα μέρη προς επιβολή των δικαιωμάτων αυτού δυνάμει ή σε σχέση με οποιαδήποτε σύμβαση, μέσω των συνήθων δικαστικών μέτρων, ή στο μέτρο που περιορίζει την προθεσμία της επιβολής των εν λόγω δικαιωμάτων, είναι άκυρη.

(2) Το άρθρο αυτό δεν καθιστά παράνομη σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότεροι συμφωνούν ότι οποιαδήποτε διαφορά η οποία δυνατό να προκύψει μεταξύ αυτών σχετικά με οποιοδήποτε θέμα ή κατηγορία θεμάτων, θα παραπέμπεται σε διαιτησία και ότι μόνο το ποσό που επιδικάζεται στη διαιτησία δύναται να ανακτηθεί σχετικά με τη διαφορά που παραπέμφθηκε με τον τρόπο αυτό.

Αφού καταρτιστεί η σύμβαση αυτή, δύνανται να ληφθούν δικαστικά μέτρα για ειδική εκτέλεση αυτής, αν όμως ληφθούν δικαστικά μέτρα άλλα από αυτά που αφορούν ειδική εκτέλεση της σύμβασης ή ανάκτηση του ποσού που επιδικάστηκε με τον τρόπο αυτό, από ένα από τους συμβαλλόμενους εναντίον άλλου σχετικά με οποιοδήποτε θέμα το οποίο συμφωνήθηκε να παραπεμφθεί σε διαιτησία, η ύπαρξη της σύμβασης αυτής συνιστά κώλυμα στα δικαστικά μέτρα που λήφθηκαν.

(3) Το άρθρο αυτό δεν καθιστά παράνομη έγγραφη σύμβαση με την οποία δύο ή περισσότεροι συμφωνούν να παραπέμψουν σε διαιτησία οποιοδήποτε ζήτημα που έχει ήδη προκύψει μεταξύ τους, ούτε επηρεάζει οποιαδήποτε διάταξη νόμου που ισχύει εκάστοτε και αφορά παραπομπές σε διαιτησία.

Συμφωνίες άκυρες λόγω αοριστίας

29. Συμφωνίες, των οποίων το νόημα δεν είναι σαφές ή δεν δύναται να καταστεί σαφές, είναι άκυρες.

Συμφωνίες υπό τύπο στοιχήματος είναι άκυρες

30. Συμφωνίες υπό τύπο στοιχήματος είναι άκυρες και κανένα δικαστικό μέτρο δεν δύναται να ληφθεί προς αναζήτηση ο,τιδήποτε για το οποίο υπάρχει ισχυρισμός ότι κερδίθηκε από στοίχημα ή εμπιστεύτηκε σε άλλον εν αναμονή του αποτελέσματος οποιουδήποτε παιγνιδιού ή άλλου αβέβαιου γεγονότος επί του οποίου στηρίζεται το στοίχημα.