Επαλήθευση και Κατάταξη Απαιτήσεων
Χρέη πάσης περιγραφής δύνανται να επαληθευτούν

298. Σε κάθε εκκαθάριση (με την επιφύλαξη, στην περίπτωση αφερέγγυων εταιρειών, της εφαρμογής σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αυτού του Νόμου περί Πτωχεύσεως) όλα τα χρέη που είναι πληρωτέα υπό αίρεση, και όλες οι απαιτήσεις εναντίον της εταιρείας, παρούσες ή μελλοντικές, βέβαιες ή υπό αίρεση, εξακριβωμένες ή εκφρασμένες μόνο σε αποζημιώσεις, είναι αποδεχτές ως επαλήθευση εναντίον της εταιρείας, αφού γίνει στο μέτρο που είναι δυνατό δίκαιη εκτίμηση της αξίας των χρεών αυτών ή των απαιτήσεων που είναι υπό αίρεση ή είναι εκφρασμένες μόνο σε αποζημιώσεις, ή που για οποιαδήποτε άλλη αιτία δεν έχουν συγκεκριμένη αξία.

Υποβολή στον εκκαθαριστή απαιτήσεων των πιστωτών καλύμματος.

298Α – (1) Πιστωτής καλύμματος, δε δύναται να υποβάλλει ατομικά τις απαιτήσεις του στον εκκαθαριστή, του δικαιώματος αυτού παρεχομένου μόνο στο διαχειριστή εργασιών καλυμμένων αξιογράφων, ο οποίος υποβάλλει στον εκκαθαριστή τις απαιτήσεις των πιστωτών καλύμματος σε συνολική βάση.

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, οι όροι «διαχειριστής εργασιών καλυμμένων αξιογράφων» και «πιστωτής καλύμματος» έχουν την έννοια που αποδίδεται στους όρους αυτούς από το άρθρο 2 του περί Καλυμμένων Αξιογράφων Νόμου.

Εφαρμογή των κανονισμών πτώχευσης στην περίπτωση εκκαθάρισης αφερέγγυας εταιρείας

298Β. Σε περίπτωση εκκαθάρισης αφερέγγυας εταιρείας υπερισχύουν και εφαρμόζονται οι εκάστοτε ισχύοντες κανονισμοί βάσει του περί Πτώχευσης Νόμου σχετικά με τις περιουσίες προσώπων που κηρύχθηκαν σε πτώχευση ως προς τα δικαιώματα των ασφαλισμένων και μη ασφαλισμένων πιστωτών, καθώς και για τα χρέη που δύναται να επαληθευθούν και για την εκτίμηση ετήσιων προσόδων και μελλοντικών και υπό αίρεση υποχρεώσεων, και όλα τα πρόσωπα που θα είχαν δικαίωμα να προβούν σε επαλήθευση και να λάβουν μέρισμα από το ενεργητικό της εταιρείας δύνανται να συμμετάσχουν στην εκκαθάριση και να υποβάλουν τέτοιες απαιτήσεις εναντίον της εταιρείας, ως σχετικά προβλέπεται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου:

Νοείται ότι, οι διατάξεις του άρθρου 35 του περί Πτώχευσης Νόμου εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν και στις περιπτώσεις συμψηφισμού χρεών.

Διατάξεις αναφορικά με εγγυήσεις

299.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου και ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου οικείου νόμου, εγγυητής που είναι φυσικό πρόσωπο, το οποίο, κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης εγγύησης είχε ή ανέλαβε ευθύνη, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης εγγύησης, για ποσό που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (€500.000), τυγχάνει μεταχείρισης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου σε σχέση με εγγυήσεις που έδωσε για επαληθεύσιμα χρέη εταιρείας που βρίσκεται υπό εκκαθάριση.

(2) (α) Σε περίπτωση που ο πιστωτής δεν υποβάλει επαλήθευση γραπτώς στον επίσημο παραλήπτη ή εκκαθαριστή εντός της καθορισμένης προθεσμίας, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου 251, δεν δικαιούται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση.

(β) Ο πιστωτής ενημερώνει τους εγγυητές αναφορικά με την επαλήθευση και την αποδοχή ή απόρριψη από τον επίσημο παραλήπτη ή εκκαθαριστή δυνάμει του εδαφίου (6) του άρθρου 251:

Νοείται ότι, η εν λόγω ενημέρωση δεν αποτελεί ειδοποίηση για καταβολή πληρωμών εκ μέρους του εγγυητή και δεν επηρεάζει το δικαίωμα του πιστωτή ή του εγγυητή να προσφύγει στο Δικαστήριο, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (7) του άρθρου 251.

(3) Σε περίπτωση εξασφαλισμένου πιστωτή, η επαλήθευση περιλαμβάνει επιπλέον όλες τις πληροφορίες αναφορικά με:

(α) την εκτίμηση της αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση, η οποία καθορίζεται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251Α:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η περιουσία υπόκειται σε περισσότερες από μία εξασφαλίσεις, η αξία της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση, για τους σκοπούς της επαλήθευσης κάθε εξασφαλισμένου πιστωτή, θα είναι η αξία την οποία ο εν λόγω εξασφαλισμένος πιστωτής αναμένει να λάβει από την πώληση της εν λόγω περιουσίας, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τη σειρά προτεραιότητας των δικαιωμάτων των άλλων εξασφαλισμένων πιστωτών για τους οποίους η εν λόγω περιουσία υπόκειται σε εξασφάλιση, όπως αυτή καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου·

(β) το ποσό του οφειλόμενου χρέους της υπό εκκαθάριση εταιρείας προς τον συγκεκριμένο εξασφαλισμένο πιστωτή κατά την ημερομηνία της επαλήθευσης, στο παρόν άρθρο αναφερόμενο ως ''οφειλόμενο χρέος".

(4) Σε περίπτωση που η αξία της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση, σύμφωνα με την επαλήθευση του πιστωτή κατά την ημερομηνία γραπτής αποδοχής της επαλήθευσης από τον επίσημο παραλήπτη ή εκκαθαριστή, ισούται ή ξεπερνά την αξία του οφειλόμενου χρέους, ο εξασφαλισμένος πιστωτής δεν δύναται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση.

(5) Σε περίπτωση που η αξία της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση, σύμφωνα με την επαλήθευση, είναι χαμηλότερη της αξίας του οφειλόμενου χρέους, ο εξασφαλισμένος πιστωτής δεν δύναται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση για ποσό μεγαλύτερο από το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αξίας της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση και του ποσού του οφειλόμενου χρέους, όπως αυτά περιλαμβάνονται στην επαλήθευση.

(6) (α) Σε περίπτωση εφαρμογής του εδαφίου (5), το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αξίας της περιουσίας, η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση, και του ποσού του οφειλόμενου χρέους, κατατάσσεται ως μη εξασφαλισμένο χρέος για σκοπούς της εκκαθάρισης και ο σχετικός πιστωτής λαμβάνει πληρωμές ως τέτοιο κατ' αναλογία (pari passu) με άλλους μη εξασφαλισμένους πιστωτές.

(β) Ανεξαρτήτως των διατάξεων της παραγράφου (α), σε περίπτωση που περιουσία της εταιρείας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση διατεθεί και το καθαρό ποσό της διάθεσης είναι μεγαλύτερο από το ποσό της εκτιμημένης αξίας της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση, τότε ο εξασφαλισμένος πιστωτής θα δικαιούται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση μόνο για το ποσό της διαφοράς μεταξύ του καθαρού ποσού της διάθεσης και του οφειλόμενου χρέους:

Νοείται ότι, το ποσό της διαφοράς μεταξύ του καθαρού ποσού της διάθεσης και του οφειλόμενου χρέους κατατάσσεται ως μη εξασφαλισμένο χρέος για σκοπούς της εκκαθάρισης και ο σχετικός πιστωτής λαμβάνει τυχόν πληρωμές ως μη εξασφαλισμένος πιστωτής, κατ' αναλογία (pari passu) με άλλους μη εξασφαλισμένους πιστωτές:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση που ο εγγυητής κατέβαλε οποιεσδήποτε πληρωμές, για το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση και του οφειλόμενου χρέους, πριν τη διάθεση της σχετικής περιουσίας της εταιρείας, και το καθαρό ποσό που προέκυψε τελικά από τέτοια διάθεση είναι μεγαλύτερο από την αξία της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση, τότε ο εξασφαλισμένος πιστωτής οφείλει να επιστρέψει στον εγγυητή οποιοδήποτε ποσό που αυτός κατέβαλε, το οποίο υπερβαίνει τη διαφορά μεταξύ του ποσού που προκύπτει τελικά από το καθαρό ποσό της διάθεσης της περιουσίας και του οφειλόμενου χρέους.

(7) Τυχόν καταμερισμός από τον πιστωτή επιβολής υποχρεώσεων των εγγυητών, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στην επαλήθευση, γίνεται κατ' εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης, της αρχής της διαφάνειας και σύμφωνα με τις αρχές της επιείκειας.

(8) (α) Οι εγγυητές δύνανται να καταβάλλουν ποσά μηνιαίως σε σχέση με την ευθύνη τους που απορρέει από εγγύηση, και κανένας εγγυητής δεν καταβάλλει ποσό, το οποίο ξεπερνά το ποσό που απομένει μετά από αφαίρεση από το μηνιαίο εισόδημά τους, του συνόλου των-

(i) λογικών εξόδων διαβίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου· και

(ii) των μηνιαίων δόσεων που ο ίδιος ο εγγυητής υποχρεούται να καταβάλλει σε σχέση με τις δικές του υποχρεώσεις κατά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης.

(β) Σε περιπτώσεις στις οποίες οι εγγυητές καταβάλλουν ποσά μηνιαίως σε σχέση με την ευθύνη τους που απορρέει από την εν λόγω εγγύηση, η συνολική χρονική διάρκεια των μηνιαίων δόσεων, θα είναι η ίδια όπως καθορίστηκε στην αρχική σύμβαση μεταξύ εταιρείας και πιστωτή, εκτός εάν τα ενδιαφερόμενα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά και το επιτόκιο δεν θα είναι μεγαλύτερο από την εν λόγω αρχική σύμβαση.

(9) Οι διατάξεις του εδαφίου (8) εφαρμόζονται μόνο σε σχέση με χρέη για τα οποία συνήφθησαν συμβάσεις εγγύησης μέχρι την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Εταιρειών (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2018 και εφαρμόζονται καθ᾽ όλη τη διάρκεια της περιόδου καταβολής των καθορισμένων μηνιαίων δόσεων, η οποία άρχισε κατά ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Εταιρειών (Τροποποιητικού) (Αρ. 3) Νόμου του 2015.

(10) Το σύνολο των οποιωνδήποτε εφάπαξ ποσών και της καθαρής παρούσας αξίας σειράς πληρωμών που καταβάλλονται από εγγυητή καθώς και τυχόν πληρωμών που καταβάλλονται για μη εξασφαλισμένα χρέη προς συγκεκριμένο πιστωτή κατά τη διαδικασία εκκαθάρισης, δεν δύναται να ξεπερνά το ποσό:

(α) της διαφοράς μεταξύ της αξίας της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση και του ποσού του οφειλόμενου χρέους, σε περίπτωση που το ποσό της αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση είναι χαμηλότερο του ποσού του οφειλόμενου χρέους εάν πρόκειται για εξασφαλισμένο πιστωτή, ή

(β) το συνολικό χρέος στην επαλήθευση, εάν πρόκειται για μη εξασφαλισμένο πιστωτή:

Νοείται ότι, σε περίπτωση καταβολής από τον εγγυητή εφάπαξ ποσού, θα λαμβάνονται υπόψη οι οποιεσδήποτε πληρωμές καταβλήθηκαν προς τον πιστωτή κατά τη διαδικασία εκκαθάρισης.

(11) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου Νόμου, καμία αγωγή που αφορά εγγύηση σε σχέση με επαληθεύσιμο χρέος δεν εγείρεται από πιστωτή εναντίον εγγυητή μετά την πάροδο δυο (2) ετών από την ημερομηνία γραπτής αποδοχής της επαλήθευσης από τον επίσημο παραλήπτη ή εκκαθαριστή:

Νοείται ότι, οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου ισχύουν για τα διατάγματα εκκαθάρισης τα οποία θα εκδοθούν μετά την έναρξη της ισχύος του περί Εταιρειών (Τροποποιητικού) (Αρ. 3) Νόμου του 2015.

(12) Όταν οποιοσδήποτε εγγυητής κατέβαλε ολόκληρο το ποσό που προκύπτει ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του εδαφίου (5) του παρόντος άρθρου, σε πιστωτή δυνάμει του παρόντος άρθρου, τέτοιος εγγυητής, με την καταβολή τέτοιας πληρωμής, καθίσταται μη εξασφαλισμένος πιστωτής ως προς το ποσό που αντιστοιχεί στην εν λόγω πληρωμή, και έχει όλα τα δικαιώματα μη εξασφαλισμένου πιστωτή έναντι της περιουσίας της εταιρείας, και οι απαιτήσεις του έχουν την ίδια προτεραιότητα με αυτές των άλλων μη εξασφαλισμένων πιστωτών.

(13) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου Νόμου, καμία αγωγή από εγγυητή εναντίον της υπό εκκαθάριση εταιρείας ή οποιουδήποτε άλλου συνεγγυητή σε σχέση με επαληθεύσιμο χρέος δεν εγείρεται μετά την πάροδο τριών (3) ετών από την ημερομηνία καταβολής πληρωμής από τον εγγυητή στον πιστωτή αναφορικά με χρέος της υπό εκκαθάριση εταιρείας.

Νοείται ότι, οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου ισχύουν για τα διατάγματα εκκαθάρισης τα οποία θα εκδοθούν μετά την έναρξη της ισχύος του περί Εταιρειών (Τροποποιητικού) (Αρ. 3) Νόμου του 2015.

Προνομιακές πληρωμές

300.-(1) Κατά την εκκαθάριση καταβάλλονται με προτεραιότητα σε σχέση με οποιαδήποτε άλλα χρέη:

(α) Τα ακόλουθα ποσοστά και φόροι-

(i) όλοι οι τοπικοί φόροι που οφείλονται από την εταιρεία τη σχετική ημερομηνία, τα οποία κατέστησαν οφειλόμενα και πληρωτέα μέσα σε δώδεκα μήνες αμέσως πριν από εκείνη την ημερομηνία·

(ii) όλοι οι κυβερνητικοί φόροι και τέλη που οφείλονται από την εταιρεία τη σχετική ημερομηνία και οι οποίοι κατέστησαν οφειλόμενοι και πληρωτέοι μέσα σε δώδεκα μήνες πριν από εκείνη την ημερομηνία και, σε περίπτωση βεβαιωμένων φόρων, που δεν υπερβαίνει συνολικά βεβαίωση για ένα έτος·

(β)(i) οφειλόμενες αποδοχές του μισθωτού και οποιοδήποτε ποσό που κατακρατήθηκε από τον εργοδότη από τις αποδοχές του μισθωτού για την πληρωμή υποχρεώσεων του μισθωτού, ή άλλως πως το οποίο ο εργοδότης δεν έχει καταβάλει· και

(ii) οποιοδήποτε άλλο ποσό ή ωφέλημα του μισθωτού που απορρέει από σύμβαση ή σχέση εργοδότησης περιλαμβανομένου οποιουδήποτε ποσού που οφείλεται σε αναγνωρισμένη συντεχνία που απορρέει από την εργασιακή σχέση εργοδότη-εργοδοτουμένου ή διαφορετικά το οποίο ο εργοδότης δεν έχει καταβάλει.

Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση μισθωτού ιδιωτικής εταιρείας ο οποίος είναι μέτοχος ή μέλος του διοικητικού συμβουλίου της, εκτός εάν κατέχει μετοχές ή συμμετέχει στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας υπό αντιπροσωπευτική ιδιότητα και κατά τρόπο πρόδηλα τυπικό και όχι ουσιαστικό και νοουμένου ότι μεταξύ του ιδίου και του αντιπροσωπευομένου δεν υφίσταται συγγένεια πρώτου ή δεύτερου βαθμού.

(γ) κάθε ποσό αποζημίωσης που η εταιρεία είναι υποχρεωμένη να καταβάλει σε μισθωτό, λόγω σωματικής βλάβης που ο μισθωτός υπέστηκε συνέπεια ατυχήματος που προκλήθηκε από την απασχόληση και ενώ απασχολείτο ως μισθωτός της εταιρείας·

Εξαιρείται η περίπτωση μισθωτού ιδιωτικής εταιρείας που είναι μέτοχος της, εκτός άν η εταιρεία διαλύεται εκούσια ή διαλύεται για σκοπούς αναδιάρθρωσης ή συγχώνευσης με άλλη εταιρεία·

(δ) κάθε ποσό που οφείλεται στο μισθωτό, εξαιρούμενο μισθωτό ιδιωτικής εταιρείας που είναι μέτοχος της, για την άδεια που δικαιούται από την απασχόληση του από την εταιρεία για περίοδο απασχόλησης ενός μόνο έτους.

(2) Όταν έγινε οποιαδήποτε πληρωμή-

(α) σε οποιοδήποτε υπάλληλο, υπηρέτη, τεχνίτη ή εργάτη στην υπηρεσία της εταιρείας, έναντι ημερομισθίων ή μισθού· ή

(β) σε οποιοδήποτε τέτοιο υπάλληλο, υπηρέτη, τεχνίτη ή εργάτη ή, σε περίπτωση θανάτου του, σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο για λογαριασμό του, έναντι οφειλόμενης παροχής για άδεια,

από χρήματα που καταβλήθηκαν από κάποιο πρόσωπο για εκείνο το σκοπό, το πρόσωπο που κατέβαλε τα χρήματα, κατά την εκκαθάριση, έχει δικαίωμα προτεραιότητας σε σχέση με τα χρήματα που καταβλήθηκαν με τον τρόπο αυτό και πληρώθηκαν μέχρι του ποσού που έφερε μείωση στο ποσό που ο υπάλληλος, υπηρέτης, τεχνίτης ή εργάτης, ή άλλο πρόσωπο για λογαριασμό του, θα δικαιούταν προτεραιότητα στην εκκαθάριση λόγω της πληρωμής που έγινε.

(3) Τα προηγούμενα χρέη-

(α) κατατάσσονται εξίσου μεταξύ τους και πληρώνονται στο ακέραιο, εκτός αν το ενεργητικό δεν είναι αρκετό για την ικανοποίηση τους, στην οποία περίπτωση οι οφειλές θα μειωθούν σε ίσες αναλογίες· και

(β) στην έκταση που το ενεργητικό της εταιρείας το οποίο είναι διαθέσιμο για την πληρωμή γενικών πιστωτών δεν είναι αρκετό για την ικανοποίηση τους, έχουν προτεραιότητα έναντι των απαιτήσεων κατόχων χρεωστικών ομολόγων με βάση οποιαδήποτε κυμαινόμενη επιβάρυνση που δημιουργήθηκε από την εταιρεία, και θα πληρώνονται ανάλογα από οποιαδήποτε περιουσία που αποτελεί ή υπόκειται στην επιβάρυνση εκείνη.

(4) Με την επιφύλαξη της  κατακράτησης τέτοιων ποσών που είναι αναγκαία για τα έξοδα και δαπάνες της εκκαθάρισης, τα προηγούμενα χρέη εξοφλούνται αμέσως στην έκταση που το ενεργητικό είναι αρκετό να τα καλύψει.

(5) Στην περίπτωση που ιδιοκτήτης ακινήτου ή άλλο πρόσωπο που κατακρατεί ή που έχει κατακρατήσει οποιαδήποτε αγαθά ή αντικείμενα της εταιρείας μέσα σε τρεις μήνες αμέσως πριν από την ημερομηνία του διατάγματος εκκαθάρισης, τα χρέη αποκτούν προτεραιότητα με βάση το άρθρο αυτό θα αποτελούν πρώτη επιβάρυνση πάνω στα κατακρατημένα  αγαθά ή αντικείμενα ή το προϊον της πώλησης τους:

Νοείται ότι, σχετικά με οποιαδήποτε χρήματα που καταβλήθηκαν με βάση οποιαδήποτε τέτοια επιβάρυνση, ο ιδιοκτήτης ακινήτου ή άλλοπρόσωπο έχει τα ίδια δικαιώματα προτεραιότητας όπως το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η πληρωμή.

(6) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού-

(α) οι όροι “αποδοχές”, “μισθωτός”, και “βασικές ασφαλιστικές αποδοχές” έχουν τις έννοιες πο τους αποδόθηκαν από τους Νόμους περι Κοινωνικών Ασφαλίσεων του 1980 μέχρι 1985·

(β) ο όρος “η σχετική ημερομηνία” σημαίνει-

(i) στην περίπτωση εταιρείας για την οποία εκδόθηκε διάταγμα για αναγκαστική εκκαθάριση, την  ημερομηνία διορισμού (ή πρώτου διορισμού), προσωρινού εκκαθαριστή, ή, αν δεν έγινε τέτοιος διορισμός, η ημερομηνία του διατάγματος εκκαθάρισης, εκτός αν, σε καθεμιά περίπτωση, η εταιρεία άρχισε εκούσια εκκαθάριση πριν από την ημερομηνία εκείνη· και

(ii) σε οποιαδήποτε περίπτωση που δεν εφαρμόζεται η προηγούμενη παράγραφος, σημαίνει την ημερομηνία έγκρισης του ψηφίσματος για εκκαθάριση της εταιρείας.

(7) Το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση εκκαθάρισης όταν το διάταγμα εκκαθάρισης εκδόθηκε  πριν από την έναρξη ισχύος του Νόμου αυτού, και σε τέτοια περίπτωση οι διατάξεις αναφορικά με προνομιούχες πληρωμές που θα τύγχαναν εφαρμογής αν ο Νόμος αυτός δεν είχε θεσπιστεί, λογίζονται ότι παραμένουν σε πλήρη ισχύ.