Διατάγματα δικαστηρίου

6.-(1) Δικαστήριο, το οποίο ασκεί ποινική δικαιοδοσία δύναται, κατόπιν αίτησης της Αστυνομίας, του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, του θύματος, μέλους της οικογένειας του θύματος ή/και άλλου προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό οποιουδήποτε από αυτούς, να εκδώσει διάταγμα με το οποίο επιβάλλει σε ύποπτο οποιαδήποτε απαγόρευση ή/και οποιονδήποτε περιορισμό θεωρεί αναγκαίο ή/και επιθυμητό υπό τις περιστάσεις, μέχρις ότου καταχωριστεί ποινική υπόθεση εναντίον του για ποινικό αδίκημα που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο:

Νοείται ότι, η ως άνω αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του θύματος ή/και εκπροσώπου του θύματος ή/και μέλους της οικογένειας του θύματος, το οποίο έχει άμεση γνώση των γεγονότων ή/και των αποδεικτικών στοιχείων.

(2) Το αναφερόμενο στο εδάφιο (1) διάταγμα εκδίδεται κατόπιν απόδειξης γεγονότων ή/και στοιχείων, τα οποία εκ πρώτης όψεως δημιουργούν κίνδυνο επανάληψης ή/και εξακολούθησης της συμπεριφοράς που συνιστά ποινικό αδίκημα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια ή/και σωματική ή/και ψυχική υγεία του θύματος ή/και μέλους της οικογένειάς του.

(3) Η εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση διατάγματος δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) περιλαμβάνει την έκδοση διαταγμάτων με τα οποία δύναται να-

(α) απαγορεύει ή/και να περιορίζει τον ύποπτο ή/και άλλο πρόσωπο το οποίο προσδιορίζεται στο διάταγμα να προσεγγίζει ή να ακολουθεί το θύμα∙ ή/και

(β) απαγορεύει ή/και να περιορίζει την πρόσβαση του υπόπτου για συγκεκριμένη περίοδο ή μέχρι την έκδοση τελικής απόφασης επί του κατηγορητηρίου, στον τόπο διαμονής ή/και εργασίας ή/και σε υποστατικό του θύματος ή/και άλλου προσώπου το οποίο προσδιορίζεται στο διάταγμα, ή/και στον τόπο που αυτό συχνάζει∙ ή/και

(γ) απαγορεύει στον ύποπτο να έρχεται σε επαφή ή/και να παρενοχλεί το θύμα ή/και άλλο πρόσωπο το οποίο προσδιορίζεται στο διάταγμα.

(4)(α) Διάταγμα, το οποίο εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), ισχύει για περίοδο που δεν υπερβαίνει τις οκτώ (8) ημέρες από την ημερομηνία επίδοσής του στον ύποπτο και είναι επιστρεπτέο στο δικαστήριο εντός της περιόδου αυτής, σε μέρα και ώρα που ορίζεται από το δικαστήριο.

(β) Κατά την ορισμένη μέρα και ώρα, το δικαστήριο ακούει τον ύποπτο ή/και κάθε επηρεαζόμενο ή ενδιαφερόμενο πρόσωπο που θα παρουσιαστεί και αποφασίζει κατά πόσο θα τερματίσει την ισχύ του διατάγματος ή θα το παρατείνει μέχρι και οκτώ (8) ημέρες, χωρίς η συνολική ισχύς του διατάγματος να υπερβαίνει τις είκοσι τέσσερις (24) ημέρες μέχρι την καταχώριση ποινικής δίωξης εναντίον του υπόπτου.

(γ) Ο ύποπτος δύναται να ζητήσει την ακύρωση ή την τροποποίηση του διατάγματος πριν από τη λήξη της καθοριζόμενης σε αυτό περιόδου.

(5) Το δικαστήριο δύναται μετά την καταχώριση ποινικής δίωξης εναντίον του υπόπτου, να εκδώσει νέο διάταγμα ή να παρατείνει το διάταγμα που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), με ισχύ μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης:

Νοείται ότι, για την έκδοση τέτοιου διατάγματος εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν οι διατάξεις των εδαφίων (1), (2) και (3).

(6) Το προβλεπόμενο στο εδάφιο (1) διάταγμα δυνατόν να επιβληθεί αντί οποιασδήποτε άλλης ποινής ή/και μαζί με άλλες ποινές τις οποίες το δικαστήριο έχει εξουσία να επιβάλει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου.

(7) Πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου και το οποίο παραβαίνει οποιονδήποτε από τους όρους αυτού, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τέσσερις χιλιάδες ευρώ (€4.000) ή σε αμφότερες τις ποινές.