Ασυμβίβαστο Προέδρου, Αντιπροέδρου και μελών του Συμβουλίου

8.-(1) Δεν διορίζεται, ούτε διατηρεί τη θέση του ως Πρόεδρος, Αντιπρόεδρος ή μέλος του Συμβουλίου, πρόσωπο το οποίο είτε το ίδιο είτε ο/η σύζυγός του έχει οποιοδήποτε άμεσο, έμμεσο ή συγκρουόμενο συμφέρον σε επιχειρήσεις συναφείς με τις δραστηριότητες του Οργανισμού ή έχει συγγενή μέχρι τον τέταρτο (4ο) βαθμό συγγένειας που ασχολείται επαγγελματικά ή κατέχει μετοχές σε ποσοστό πέραν του δέκα τοις εκατόν (10%) του μετοχικού κεφαλαίου ή έχει οποιοδήποτε άλλο άμεσο, έμμεσο ή συγκρουόμενο συμφέρον σε επιχειρήσεις συναφείς με τις δραστηριότητες του Οργανισμού.

(2) Για σκοπούς διασφάλισης της τήρησης των διατάξεων του εδαφίου (1), ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου, κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους, προβαίνουν σε δήλωση προς το Υπουργικό Συμβούλιο του τυχόν συμφέροντός τους σε επιχειρήσεις που διατηρούν των οποίων οι δραστηριότητες είναι συναφείς με τις δραστηριότητες του Οργανισμού.

(3) Ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος ή οποιοδήποτε μέλος του Συμβουλίου δεν παρίστανται κατά τη διάρκεια συνεδρίας στη συζήτηση ή/και στη διαδικασία λήψης απόφασης οποιουδήποτε θέματος προκύψει και για το οποίο έχουν οι ίδιοι ή συγγενικά τους πρόσωπα μέχρι τον τέταρτο (4ο) βαθμό συγγένειας άμεσο ή έμμεσο συμφέρον:

Νοείται ότι, τα αναφερόμενα στο παρόν εδάφιο πρόσωπα δεν δικαιούνται να υπογράψουν καμία συμφωνία, διευθέτηση, σύμβαση ή έγγραφο που θα κινήσει διαδικασίες συναλλαγής ή δραστηριότητες που αφορούν στο θέμα για το οποίο έχουν δηλώσει συμφέρον.

(4) Σε περίπτωση που ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος ή οποιοδήποτε μέλος του Συμβουλίου έχει άμεσο ή έμμεσο συμφέρον επί οποιουδήποτε θέματος το οποίο συζητήθηκε ή θα συζητηθεί ή/και για το οποίο λήφθηκε ή θα ληφθεί απόφαση, οφείλει να γνωστοποιήσει τη φύση του εν λόγω συμφέροντος σε συνεδρία του Συμβουλίου και δεν δύναται να μετέχει σε μετέπειτα συζητήσεις ή/και στη λήψη απόφασης για το συγκεκριμένο θέμα.

(5) Η γνωστοποίηση του συμφέροντος καταγράφεται στα πρακτικά.

(6) Πρόσωπο, το οποίο προβαίνει σε ψευδή δήλωση κατά παράβαση των διατάξεων των εδαφίων (1), (2), (3) και (4), είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις σαράντα χιλιάδες ευρώ (€40.000.00) ή και με τις δύο αυτές ποινές.