Ορισμοί

2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν προκύπτει διαφορετική έννοια από το κείμενο -

«αναγνωρισμένο σώμα ελεγκτών» σημαίνει το σώμα ελεγκτών της Δημοκρατίας το οποίο αναγνωρίζεται βάσει των διατάξεων του Μέρους VΙ˙

«Ανώτατο Δικαστήριο» σημαίνει το δικαστήριο που καθιδρύθηκε με βάση τις διατάξεις του άρθρου 3 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου∙

«αρμόδια αρχή» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 4˙

«Αρχή Δημόσιας Εποπτείας Ελεγκτικού Επαγγέλματος» ή «ΑΔΕΕλΕπ» ή «Αρχή» σημαίνει το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που προβλέπεται στο άρθρο 4˙

«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία˙

«Δημόσιο Μητρώο» σημαίνει το Δημόσιο Μητρώο το οποίο τηρείται δυνάμει των διατάξεων του Μέρους VIII˙

«Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα» σημαίνει τα διεθνή λογιστικά πρότυπα [International Accounting Standards (IAS)], τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς [International Financial Reporting Standards (IFRS)] και οι ερμηνείες τους (SIC-IFRIC Interpretations), οι τροποποιήσεις των προτύπων αυτών και των ερμηνειών τους και τα μελλοντικά πρότυπα και οι ερμηνείες τους που εκδίδονται ή εγκρίνονται από το Συμβούλιο Διεθνών Λογιστικών Προτύπων [International Accounting Standards Board (IASB)]˙

«δίκτυο» σημαίνει ευρύτερη διάρθρωση-

(α) συνεργασίας στην οποία ανήκει ο νόμιμος ελεγκτής ή το νόμιμο ελεγκτικό γραφείο, και

(β) η οποία αποσκοπεί σαφώς στον καταμερισμό του κέρδους ή του κόστους ή μοιράζεται κοινή ιδιοκτησία, έλεγχο ή διαχείριση, κοινές πολιτικές και διαδικασίες ελέγχου ποιότητας, κοινή επιχειρηματική στρατηγική, χρήση κοινού διακριτικού τίτλου ή σημαντικό μέρος των επαγγελματικών πόρων·

«Διοικητικό Συμβούλιο» ή «Συμβούλιο» σημαίνει το Διοικητικό Συμβούλιο της ΑΔΕΕλΕπ το οποίο διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 6˙

«έκθεση ελέγχου» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 69˙

«ελεγκτής ομίλου» σημαίνει νόμιμο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο το οποίο διενεργεί τον υποχρεωτικό έλεγχο των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων˙

«ελεγκτής τρίτης χώρας» σημαίνει φυσικό πρόσωπο το οποίο διενεργεί ελέγχους των ετήσιων ή ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων μιας εταιρείας ιδρυθείσας σε τρίτη χώρα, εκτός προσώπου που έχει εγγραφεί ως νόμιμος ελεγκτής σε οποιοδήποτε κράτος μέλος κατόπιν χορήγησης άδειας σύμφωνα με τα άρθρα 40 και 47 του παρόντος Νόμου ή σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία η οποία συνάδει με τα Άρθρα 3 και 44 της Οδηγίας 2006/43/ΕΚ·

«ελεγκτική οντότητα τρίτης χώρας» σημαίνει οντότητα ανεξαρτήτως νομικής μορφής, η οποία διενεργεί ελέγχους επί των ετήσιων ή ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων μιας εταιρείας ιδρυθείσας σε τρίτη χώρα, εκτός της οντότητας που έχει εγγραφεί ως νόμιμο ελεγκτικό γραφείο σε οποιοδήποτε κράτος μέλος κατόπιν χορήγησης άδειας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 35 του παρόντος Νόμου ή σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία, η οποία συνάδει με το Άρθρο 3 της Οδηγίας 2006/43/ΕΚ˙

«ελεγχόμενη οντότητα» σημαίνει νομικό πρόσωπο/ οργανισμό ανεξαρτήτως νομικής υπόστασης το οποίο υπόκειται σε υποχρεωτικό έλεγχο των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων ή/ και των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεών του˙

«εμπειρογνώμονας» σημαίνει φυσικό πρόσωπο το οποίο διαθέτει ειδική τεχνογνωσία στις χρηματοοικονομικές αγορές, τη χρηματοοικονομική αναφορά, τον έλεγχο ή άλλα πεδία σχετικά με τις επιθεωρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των επαγγελματιών νόμιμων ελεγκτών˙

«εντεταλμένος επιθεωρητής» σημαίνει φυσικό πρόσωπο το οποίο είναι υπάλληλος ή μη της Δημόσιας Υπηρεσίας ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με κατάλληλη επαγγελματική κατάρτιση και εμπειρία που έχει λάβει εξειδικευμένη εκπαίδευση ιδίως σε θέματα διενέργειας ποιοτικού ελέγχου˙

«επαγγελματική άδεια» σημαίνει άδεια που παρέχεται σε νόμιμο ελεγκτή ή νόμιμο ελεγκτικό γραφείο δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 35, 40, 46 ή 47, κατά περίπτωση και με την οποία εξουσιοδοτείται να διεξάγει τον υποχρεωτικό έλεγχο οικονομικών καταστάσεων οποιασδήποτε οντότητας στη Δημοκρατία που υπόκειται σε τέτοιο έλεγχο·

«επιθεωρήσεις» σημαίνει επιθεωρήσεις διασφάλισης της ποιότητας των νόμιμων ελεγκτών και των νόμιμων ελεγκτικών γραφείων οι οποίες διεξάγονται από επιθεωρητή, αλλά δεν περιλαμβάνει έρευνα κατά την έννοια του εδαφίου (7) του άρθρου 18˙

«επιθεωρητής» σημαίνει επιθεωρητή ο οποίος διαθέτει κατάλληλη επαγγελματική εκπαίδευση και σχετική πείρα στον υποχρεωτικό έλεγχο και τη χρηματοοικονομική αναφορά, σε συνδυασμό με ειδική εκπαίδευση σε επιθεωρήσεις διασφάλισης της ποιότητας και ο οποίος απασχολείται στην αρμόδια αρχή ή συνεργάζεται άλλως με αυτή ή απασχολείται σε υπεύθυνα όργανα ή συνεργάζεται άλλως με αυτά˙

«Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς» σημαίνει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου που διέπεται από τον περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμο˙

«ερευνών λειτουργός» σημαίνει επιθεωρητή, εμπειρογνώμονα ή εντεταλμένο επιθεωρητή ο οποίος ορίζεται από το Συμβούλιο κατά την παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 82 για διεξαγωγή πειθαρχικής έρευνας·

«εταιρεία» σημαίνει εταιρεία που συστάθηκε δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου˙

«εταιρείες μεσαίου μεγέθους» σημαίνει εταιρείες –

(α) που αναφέρονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 141Α του περί Εταιρειών Νόμου, ή

(β) επιχειρήσεις που αναφέρονται στο Άρθρο 3, παράγραφος 1, και στο Άρθρο 3, παράγραφος 3, της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ˙

«εταιρείες μικρού μεγέθους» σημαίνει –

(α)εταιρείες που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 141Α του περί Εταιρειών Νόμου, ή

(β)επιχειρήσεις που αναφέρονται στο Άρθρο 1, παράγραφος 1 ή στο Άρθρο 3, παράγραφος 2, της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ˙

«Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών» ή «ΕΑΚΑΑ» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών που συστάθηκε με βάση τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ.1095/2010·

«Ευρωπαϊκή Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης˙

«θυγατρική εταιρεία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου˙

«Κανονισμός (EΕ) αριθ. 1435/2003» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1435/2003 του Συμβουλίου της 22ας Ιουλίου 2003 περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής συνεταιριστικής εταιρείας» ως διορθώθηκε˙

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής» όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2015˙

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής» όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) 258/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Απριλίου 2014˙

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ» όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) 258/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Απριλίου 2014˙

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 537/2014» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 537/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με ειδικές, απαιτήσεις όσον αφορά τον υποχρεωτικό έλεγχο οντοτήτων δημοσίου συμφέροντος και την κατάργηση της απόφασης 2005/909/ΕΚ της Επιτροπής» ως διορθώθηκε˙

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ» όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/1033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 2016˙

«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης˙

«κράτος μέλος καταγωγής» σημαίνει το κράτος μέλος στο οποίο έχει αδειοδοτηθεί ο νόμιμος ελεγκτής ή το νόμιμο ελεγκτικό γραφείο, κατά το εδάφιο (1) του άρθρου 33 ή τη νομοθεσία κράτους μέλους άλλου από τη Δημιουργία η οποία συνάδει με το Άρθρο 3, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2006/43/ΕΚ˙

«κράτος μέλος υποδοχής» σημαίνει το κράτος μέλος -

(α)στο οποίο νόμιμος ελεγκτής, ο οποίος έχει αδειοδοτηθεί στο κράτος μέλος καταγωγής επιδιώκει να αδειοδοτηθεί επίσης κατά το άρθρο 46 του παρόντος Νόμου ή τη νομοθεσία κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία, η οποία συνάδει με το Άρθρο 14 της Οδηγίας 2006/43/ΕΚ, ή

(β)στο οποίο ελεγκτικό γραφείο, το οποίο έχει αδειοδοτηθεί στο κράτος μέλος καταγωγής επιδιώκει να εγγραφεί ή έχει ήδη εγγραφεί σε μητρώο κατά το άρθρο 38 του παρόντος Νόμου ή κατά τη νομοθεσία κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία η οποία συνάδει με το Άρθρο 3α της Οδηγίας 2006/43/ΕΚ˙

«κύριος εταίρος ελέγχου» σημαίνει -

(α) το νόμιμο ελεγκτή που έχει οριστεί από ένα νόμιμο ελεγκτικό γραφείο για συγκεκριμένη ελεγκτική αποστολή ως κυρίως υπεύθυνος για τη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου για λογαριασμό του νόμιμου ελεγκτικού γραφείου, ή

(β) στην περίπτωση ελέγχου ομίλου, τουλάχιστον το νόμιμο ελεγκτή που έχει οριστεί από νόμιμο ελεγκτικό γραφείο ως κυρίως υπεύθυνος για τη διενέργεια υποχρεωτικού ελέγχου σε επίπεδο ομίλου και το νόμιμο ελεγκτή που έχει οριστεί ως πρωτίστως υπεύθυνος σε επίπεδο μεγάλων εταιρικών συμμετοχών, ή

(γ) το νόμιμο ελεγκτή που υπογράφει την έκθεση ελέγχου˙

«Κώδικας Δεοντολογίας» σημαίνει τον Κώδικα Δεοντολογίας Επαγγελματιών Λογιστών, τις ερμηνείες αυτού, τις τροποποιήσεις και τα μελλοντικά πρότυπα και τις ερμηνείες του που εκδίδονται ή εγκρίνονται από το Συμβούλιο Διεθνών Προτύπων Δεοντολογίας για Επαγγελματίες Λογιστές˙

«μη ασκών το επάγγελμα» σημαίνει φυσικό πρόσωπο, το οποίο στη διάρκεια της συμμετοχής του στη διαχείριση του συστήματος δημόσιας εποπτείας και κατά τα τρία (3) έτη που προηγούνται της συμμετοχής του, δεν διενήργησε υποχρεωτικούς ελέγχους, δεν είχε δικαιώματα ψήφου σε νόμιμο ελεγκτικό γραφείο, δεν υπήρξε μέλος του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου νόμιμου ελεγκτικού γραφείου και δεν απασχολήθηκε ούτε συνδέθηκε κατ' άλλο τρόπο με νόμιμο ελεγκτικό γραφείο˙

«νόμιμο ελεγκτικό γραφείο» σημαίνει νομικό πρόσωπο ή οποιαδήποτε άλλη οντότητα ανεξαρτήτως νομικής μορφής το οποίο έχει λάβει -

(α)κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, επαγγελματική άδεια, ή

(β)κατά την Οδηγία 2006/43/ΕΚ, άδεια από αρμόδια αρχή κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία προς διενέργεια υποχρεωτικών ελέγχων˙

«νόμιμος ελεγκτής» σημαίνει φυσικό πρόσωπο το οποίο έχει λάβει κατά τον παρόντα Νόμο, επαγγελματική άδεια˙

«Οδηγία 2006/43/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 2006 για τους υποχρεωτικούς έλεγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών, για την τροποποίηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/253/ΕΟΚ του Συμβουλίου», όπως τροποποιήθηκε από την «Οδηγία 2014/56/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014˙

«Οδηγία 2013/34/ΕΕ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου» όπως τροποποιήθηκε από την Οδηγία 2014/102/ΕΕ του Συμβουλίου της 7ης Νοεμβρίου 2014.

«οντότητες δημόσιου συμφέροντος» σημαίνει -

(α) οντότητες, οι οποίες διέπονται από το δίκαιο της Δημοκρατίας των οποίων οι μεταβιβάσιμοι τίτλοι είναι εισηγμένοι προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά ή ρυθμιζόμενη αγορά οποιουδήποτε κράτους μέλους κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου,

(β) αδειοδοτημένα πιστωτικά ιδρύματα όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου,

(γ) ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 2 του περί Ασκήσεως Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμου, ή

(δ) άλλη οντότητα την οποία ήθελε ορίσει το Υπουργικό Συμβούλιο, μετά από εισήγηση της ΑΔΕΕλΕπ και η οποία έχει ουσιαστικό χαρακτήρα δημόσιου συμφέροντος˙

«Πειθαρχική Επιτροπή» ή «Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 12·

«Πρόεδρος Επαρχιακού Δικαστηρίου» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Δικαστηρίων Νόμου·

«συνδεδεμένη επιχείρηση ελεγκτικού γραφείου» σημαίνει κάθε επιχείρηση, ανεξαρτήτως νομικής μορφής, η οποία συνδέεται με ελεγκτικό γραφείο μέσω κοινής ιδιοκτησίας, κοινού ελέγχου ή κοινής διοίκησης˙

«συνεταιρισμός» σημαίνει μια ευρωπαϊκή συνεταιριστική εταιρεία όπως ορίζεται στο Άρθρο 1 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1435/2003 ή οποιοδήποτε άλλο συνεταιρισμό που υπόκειται σε υποχρεωτικό έλεγχο σύμφωνα με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως πιστωτικά ιδρύματα τα οποία ορίζονται στο άρθρο 2 των περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και ασφαλιστικές επιχειρήσεις οι οποίες ορίζονται στο άρθρο 2 του περί Ασκήσεων Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμου˙

«υπεύθυνο όργανο» σημαίνει το όργανο στο οποίο η ΑΔΕΕλΕπ εκχωρεί καθήκοντα δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 18·

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Οικονομικών της Δημοκρατίας˙

«υποχρεωτικός έλεγχος» σημαίνει έλεγχο των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων ή των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, εφόσον ο έλεγχος αυτός -

(α) απαιτείται από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

(β) απαιτείται από το κυπριακό δίκαιο όσον αφορά τις εταιρείες μικρού μεγέθους,

(γ) διενεργείται οικειοθελώς κατόπιν αίτησης εταιρειών μικρού μεγέθους και πληροί τις απαιτήσεις του κυπριακού δικαίου οι οποίες είναι ισοδύναμες με αυτές που αφορούν τον έλεγχο κατά την παράγραφο (β), όταν η κυπριακή νομοθεσία ορίζει τους εν λόγω ελέγχους ως υποχρεωτικούς ελέγχους˙

«φύλλα εργασίας» σημαίνει έγγραφα τα οποία κρατούνται από νόμιμο ελεγκτή ή νόμιμο ελεγκτικό γραφείο και τα οποία σχετίζονται με τη διεξαγωγή του υποχρεωτικού ελέγχου που διενεργείται από τον εν λόγω νόμιμο ελεγκτή και το νόμιμο ελεγκτικό γραφείο.

(2)(α) Στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες κανονιστικές διοικητικές πράξεις, οποιαδήποτε αναφορά σε Οδηγία, Κανονισμό, Απόφαση ή άλλη νομοθετική πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σημαίνει την εν λόγω πράξη όπως αυτή εκάστοτε διορθώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια.

(β) Στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες κανονιστικές διοικητικές πράξεις, οποιαδήποτε αναφορά σε νόμο ή κανονιστική διοικητική πράξη της Δημοκρατίας, σημαίνει τον εν λόγω νόμο ή αντίστοιχη κανονιστική διοικητική πράξη όπως εκάστοτε διορθώνονται, τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια.