Εξέταση και απόφαση επί της αίτησης

6.-(1) Ο Έφορος προχωρεί σε εξέταση υποβληθείσας αίτησης για ρύθμιση, με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου το ταχύτερο, νοουμένου ότι ο αιτητής έχει υποβάλει όλες τις απαραίτητες δηλώσεις για όλες τις περιόδους που εντάσσονται στη ρύθμιση:

Νοείται ότι, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου καμιά φορολογική δήλωση δεν θεωρείται υποβληθείσα, σε σχέση με-

(i) φορολογικές οφειλές που καθορίζονται στην παράγραφο (α) του άρθρου 3, εάν υποβληθεί μετά την 30ή Νοεμβρίου 2020∙

(ii) φορολογικές οφειλές που καθορίζονται στην παράγραφο (β) του άρθρου 3, εάν υποβληθεί μετά την 31η Δεκεμβρίου 2021.

(2) Ληφθείσα απόφαση του Εφόρου επί υποβληθείσας αίτησης κοινοποιείται στον αιτητή το ταχύτερο και εν πάση περιπτώσει εντός διαστήματος το οποίο δεν υπερβαίνει τις δεκαπέντε (15) ημέρες από την ημερομηνία λήψης της απόφασης μαζί με αναλυτική κατάσταση η οποία παρουσιάζει τα ποσά που συνιστούν τη φορολογική οφειλή και την αντίστοιχη πρόσθετη επιβάρυνση, το συνολικό ποσό της φορολογικής οφειλής, τον αριθμό των μηνιαίων δόσεων της ρύθμισης και το ποσό της καθορισθείσας μηνιαίας δόσης:

Νοείται ότι, παράλειψη του Εφόρου να απαντήσει σύμφωνα με τα πιο πάνω εντός του προβλεπόμενου διαστήματος θεωρείται αποδοχή της αίτησης και των εισηγήσεων του αιτητή.

(3) Ο αιτητής, σε διάστημα δεκαπέντε (15) ημερών από τη λήψη της απόφασης του Εφόρου, εφόσον αυτή είναι θετική, υποβάλλει στον Έφορο δήλωση αποδοχής της εγκριθείσας ρύθμισης στον τύπο και κατά τρόπο που καθορίζεται σε γνωστοποίηση του Εφόρου η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας:

Νοείται ότι, δήλωση αποδοχής υποβάλλεται και στην περίπτωση που λόγω παράλειψης του Εφόρου να απαντήσει σε υποβληθείσα αίτηση, θεωρείται ότι η υποβληθείσα αίτηση έγινε αποδεκτή.

(4) Η ρύθμιση παράγει έννομα αποτελέσματα αφ’ ης ο οφειλέτης έχει καταβάλει την πρώτη μηνιαία δόση της φορολογικής οφειλής, νοουμένου ότι δεν έχει δημιουργηθεί οποιαδήποτε νέα τρέχουσα οφειλή η οποία κατέστη ληξιπρόθεσμη σε ημερομηνία η οποία έπεται της ημερομηνίας που ορίζει ο Έφορος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3.