Οικονομικοί φορείς

45.-(1) Οι οικονομικοί φορείς οι οποίοι, δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένοι, έχουν δικαίωμα να παρέχουν τη συγκεκριμένη υπηρεσία δεν απορρίπτονται με μοναδική αιτιολογία το γεγονός ότι, δυνάμει της νομοθεσίας που ισχύει στη Δημοκρατία, θα έπρεπε να είναι είτε φυσικά είτε νομικά πρόσωπα.

(2) Στην περίπτωση των δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών και έργων, καθώς και των δημόσιων συμβάσεων προμηθειών που καλύπτουν, επιπλέον, εργασίες ή υπηρεσίες τοποθέτησης και εγκατάστασης, είναι δυνατόν να απαιτείται από τα νομικά πρόσωπα να αναφέρουν, στην προσφορά ή στην αίτηση συμμετοχής τους, τα ονόματα και τα επαγγελματικά προσόντα των μελών του προσωπικού που επιφορτίζονται με την εκτέλεση της συγκεκριμένης σύμβασης.

(3)(α) Στις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων μπορούν να συμμετέχουν ενώσεις οικονομικών φορέων, συμπεριλαμβανομένων των προσωρινών συμπράξεων. Υπό την επιφύλαξη του εδαφίου (4), οι αναθέτουσες αρχές δεν απαιτούν από τις εν λόγω ενώσεις να περιβληθούν συγκεκριμένη νομική μορφή για την υποβολή προσφοράς ή την αίτηση συμμετοχής.

(β) Οι αναθέτουσες αρχές δύνανται, όταν το κρίνουν αναγαίο, να διευκρινίζουν στα έγγραφα της διαδικασίας σύναψης σύμβασης τον τρόπο με τον οποίο οι ενώσεις οικονομικών φορέων θα πληρούν τις προϋποθέσεις όσον αφορά την οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια ή την τεχνική και επαγγελματική ικανότητα κατά το άρθρο 58, εφόσον αυτό δικαιολογείται αντικειμενικά και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας. Η Αρμόδια Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων δύναται με σχετική εγκύκλιο να θέσει τυποποιημένους όρους όσον αφορά τη μορφή υπό την οποία δίδεται η διευκρίνιση αυτή.

(γ) Οι όροι εκτέλεσης της σύμβασης από τις ενώσεις οικονομικών φορέων, οι οποίοι είναι διαφορετικοί από εκείνους που επιβάλλονται σε μεμονωμένους συμμετέχοντες, πρέπει να δικαιολογούνται από αντικειμενικούς λόγους και να είναι αναλογικοί.

(4) Κατά παρέκκλιση από το εδάφιο (3), οι αναθέτουσες αρχές δύνανται να απαιτήσουν από τις ενώσεις οικονομικών φορέων να περιβληθούν συγκεκριμένη νομική μορφή αφού τους ανατεθεί η σύμβαση, στο μέτρο που η σχετική μεταβολή είναι αναγκαία για την ικανοποιητική εκτέλεση της σύμβασης.