Μεταβατικές διατάξεις

422.-(1) Ανεξάρτητα από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου και με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 13, οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έως την 1η Ιανουαρίου 2016, θα έχουν πάψει να συνάπτουν νέες συμβάσεις ασφάλισης ή αντασφάλισης και θα διαχειρίζονται αποκλειστικά το υπάρχον χαρτοφυλάκιό τους με σκοπό να τερματίσουν τη δραστηριότητά τους, δεν υπάγονται στα Μέρη IΙ, ΙΙΙ και IV του παρόντος Νόμου, μέχρι τις ημερομηνίες που καθορίζονται στο εδάφιο (2), αν είτε:

(α) έχουν πείσει τον Έφορο ότι θα τερματίσουν τη δραστηριότητά τους πριν από την 1η Ιανουαρίου 2019· είτε

(β) έχουν υπαχθεί σε μέτρα αναδιάρθρωσης που καθορίζονται στο Μέρος V, Δεύτερο Κεφάλαιο και έχει οριστεί διαχειριστής.

(2) Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εμπίπτουν-

(α) στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1), υπάγονται στα Μέρη ΙΙ, ΙΙΙ και IV του παρόντος Νόμου, από την 1η Ιανουαρίου 2019 ή από προηγούμενη ημερομηνία, αν ο Έφορος δεν είναι ικανοποιημένος με την πρόοδο που έχει σημειωθεί όσον αφορά τον τερματισμό της δραστηριότητας της επιχείρησης·

(β) στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1), υπάγονται στα Μέρη ΙΙ, ΙΙΙ και IV του παρόντος Νόμου, από την 1η Ιανουαρίου 2021 ή από προηγούμενη ημερομηνία αν ο Έφορος δεν είναι ικανοποιημένος με την πρόοδο που έχει σημειωθεί όσον αφορά τον τερματισμό της δραστηριότητας της επιχείρησης.

(3)(α) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υπάγονται στα μεταβατικά μέτρα των εδαφίων (1) και (2), μόνο αν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) η επιχείρηση δεν ανήκει σε όμιλο ή, αν ανήκει, όλες οι επιχειρήσεις που ανήκουν στον όμιλο πάψουν να συνάπτουν νέες συμβάσεις ασφάλισης ή αντασφάλισης∙

(ii) η επιχείρηση υποβάλλει στον Έφορο ετήσια έκθεση σχετικά με την πρόοδο που έχει σημειώσει όσον αφορά τον τερματισμό της δραστηριότητάς της∙

(iii) η επιχείρηση έχει κοινοποιήσει στον Έφορο ότι εφαρμόζει τα μεταβατικά μέτρα του παρόντος άρθρου.

(β) Τα εδάφια (1) και (2) δεν εμποδίζουν τις εν λόγω επιχειρήσεις να λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους II, III και IV του παρόντος Νόμου εάν το επιθυμούν.

(4) Ο Έφορος καταρτίζει κατάλογο των σχετικών ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και τον κοινοποιεί στις εποπτικές αρχές όλων των άλλων κρατών μελών.

(5) Για διάστημα που δεν υπερβαίνει τα τέσσερα έτη από την 1η Ιανουαρίου 2016, η προθεσμία για την υποβολή των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 38, εδάφια (1) μέχρι (4) από τις ασφαλιστικές και τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σε ετήσια βάση ή με μικρότερη συχνότητα, θα μειώνεται κατά δύο εβδομάδες κάθε οικονομικό έτος, αρχής γενομένης όχι αργότερα από είκοσι εβδομάδες από το τέλος της χρήσης της επιχείρησης, για τη χρήση της που τελειώνει από τις 30 Ιουνίου 2016 και μετά, αλλά πριν από την 1η Ιανουαρίου 2017, έως 14 εβδομάδες το πολύ από το τέλος της χρήσης της επιχείρησης, για τη χρήση της που τελειώνει από τις 30 Ιουνίου 2019 και μετά, αλλά πριν από την 1η Ιανουαρίου 2016.

(6) Για διάστημα που δεν υπερβαίνει τα τέσσερα έτη από την 1η Ιανουαρίου 2016, η προθεσμία για την κοινοποίηση των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 52 του παρόντος Νόμου από τις ασφαλιστικές και τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα μειώνεται κατά δύο εβδομάδες κάθε οικονομικό έτος, αρχής γενομένης όχι αργότερα από 20 εβδομάδες από το τέλος της χρήσης της επιχείρησης, για τη χρήση της που τελειώνει από τις 30 Ιουνίου 2016 και μετά, αλλά πριν από την 1η Ιανουαρίου 2017, έως 14 εβδομάδες το πολύ από το τέλος της χρήσης της επιχείρησης, για τη χρήση της που τελειώνει από τις 30 Ιουνίου 2019 και μετά, αλλά πριν από την 1η Ιανουαρίου 2020.

(7) Για διάστημα που δεν υπερβαίνει τα τέσσερα έτη από την 1η Ιανουαρίου 2016, η προθεσμία για την υποβολή των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 38, εδάφια (1) μέχρι (4) του άρθρου 38 του παρόντος Νόμου από τις ασφαλιστικές και τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σε τριμηνιαία βάση, θα μειώνεται κατά μία εβδομάδα κάθε οικονομικό έτος, αρχής γενομένης όχι αργότερα από οκτώ εβδομάδες για οποιοδήποτε τρίμηνο που τελειώνει από την 1η Ιανουαρίου 2016 και μετά, αλλά πριν από την 1η Ιανουαρίου 2017, έως πέντε εβδομάδες με οποιοδήποτε τρίμηνο που τελειώνει από την 1η Ιανουαρίου 2019 και μετά, αλλά πριν από την 1η Ιανουαρίου  2020.

(8) Οι διατάξεις των εδαφίων (5), (6) και (7) εφαρμόζονται κατ' αναλογία στις συμμετέχουσες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, στις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και στις μεικτές εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών στο επίπεδο του ομίλου σύμφωνα με τα άρθρα 293 και 295 του παρόντος Νόμου, ενώ οι προθεσμίες που αναφέρονται στα εδάφια (5), (6) και (7) παρατείνονται κατά έξι εβδομάδες αντίστοιχα.

(9) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 100 του παρόντος Νόμου, βασικά στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων περιλαμβάνονται στην κατηγορία 1 βασικών ιδίων κεφαλαίων για διάστημα έως 10 ετών από την 1η Ιανουαρίου 2016, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω στοιχεία:

(α) έχουν εκδοθεί πριν από την 1η Ιανουαρίου 2016 ή πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της κατ' εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 103, ό,τι συνέβη πρώτο·

(β) στις 31 Δεκεμβρίου 2015 μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας σε ποσοστό έως 50 % του περιθωρίου φερεγγυότητας σύμφωνα με τους περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμους του 2002 μέχρι 2013·

(γ) δεν μπορούσαν με άλλο τρόπο να ταξινομηθούν στην κατηγορία 1 ή την κατηγορία 2 σύμφωνα με το άρθρο 100.

(10) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 100, βασικά στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων περιλαμβάνονται στην κατηγορία 2 βασικών ιδίων κεφαλαίων για διάστημα έως 10 ετών από την 1η Ιανουαρίου 2016, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω στοιχεία:

(α) έχουν εκδοθεί πριν από την 1η Ιανουαρίου 2016 ή πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της κατ' εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 103, ό,τι συνέβη πρώτο·

(β) στις 31 Δεκεμβρίου 2015 μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας σε ποσοστό έως 25 % του περιθωρίου φερεγγυότητας σύμφωνα τους περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμους του 2002 μέχρι 2013∙

(11) Όσον αφορά τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που επενδύουν σε διαπραγματεύσιμους τίτλους ή άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα βασισμένα σε επανασυσκευασμένα δάνεια που εκδόθηκαν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2011, οι απαιτήσεις του εδαφίου (2) του άρθρου 142 του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται μόνο σε περιπτώσεις όπου έχουν προστεθεί ή υποκατασταθεί νέα υποκείμενα ανοίγματα μετά τις 31 Δεκεμβρίου (12) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των άρθρων 106, 107 εδάφιο (3) και 110 του παρόντος Νόμου, ισχύουν τα ακόλουθα:

(α) Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017 οι τυπικές παράμετροι που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό της υποενότητας κινδύνου συγκεντρώσεων και της υποενότητας κινδύνου πιστωτικών περιθωρίων με τον κανονικό τύπο θα είναι, για τα ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων ή κεντρικών τραπεζών κρατών μελών που έχουν γίνει και έχουν καλυφθεί στο εγχώριο νόμισμα οποιουδήποτε κράτους μέλους, ίδιες με εκείνες που εφαρμόζονται για τέτοια ανοίγματα που έχουν γίνει και έχουν καλυφθεί στο νόμισμα της Δημοκρατίας·

(β) το 2018, οι τυπικές παράμετροι που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό της υποενότητας κινδύνου συγκεντρώσεων και της υποενότητας κινδύνου πιστωτικών περιθωρίων με τον κανονικό τύπο θα μειωθούν κατά 80 % για τα ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων ή κεντρικών τραπεζών κρατών μελών που έχουν γίνει και έχουν καλυφθεί στο εγχώριο νόμισμα οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους·

(γ) το 2019, οι τυπικές παράμετροι που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό της υποενότητας κινδύνου συγκεντρώσεων και της υποενότητας κινδύνου πιστωτικών περιθωρίων με τον κανονικό τύπο θα μειωθούν κατά 50 % για τα ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων ή κεντρικών τραπεζών κρατών μελών που έχουν γίνει και έχουν καλυφθεί στο εγχώριο νόμισμα οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους·

(δ) από την 1η Ιανουαρίου 2020, οι τυπικές παράμετροι που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό της υποενότητας κινδύνου συγκεντρώσεων και της υποενότητας κινδύνου πιστωτικών περιθωρίων με τον κανονικό τύπο δεν θα μειωθούν για τα ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων ή κεντρικών τραπεζών κρατών μελών που έχουν γίνει και έχουν καλυφθεί στο εγχώριο νόμισμα οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους.

(13) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των άρθρων 106, 107 εδάφιο (3) και 110, οι τυπικές παράμετροι που πρέπει να χρησιμοποιούνται για τις μετοχές που η επιχείρηση αγόρασε έως και την 1η Ιανουαρίου 2016, κατά τον υπολογισμό της υποενότητας μετοχικού κινδύνου σύμφωνα με τον κανονικό τύπο, χωρίς την επιλογή που αναφέρεται στο άρθρο 418 του παρόντος Νόμου, υπολογίζονται ως σταθμισμένοι μέσοι όροι:

(α) Της τυπικής παραμέτρου που πρέπει να χρησιμοποιείται στον υπολογισμό της υποενότητας μετοχικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 418· και

(β) της τυπικής παραμέτρου που πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τον υπολογισμό της υποενότητας μετοχικού κινδύνου σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, χωρίς την επιλογή που αναφέρεται στο άρθρο

(14) Ο συντελεστής στάθμισης για την παράμετρο της παραγράφου (β) του εδαφίου (13) αυξάνεται τουλάχιστον γραμμικά στο τέλος κάθε έτους, από 0 % για το έτος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2016 σε 100 % την 1η Ιανουαρίου 2023.

(15) Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις προβλέπουν για την περαιτέρω εξειδίκευση των κριτηρίων που πρέπει να ικανοποιούνται, μεταξύ άλλων για τις μετοχές που μπορούν να υπάγονται στη μεταβατική περίοδο δυνάμει του εδαφίου (13) και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα καθορίζουν τα σχετικά με τις διαδικασίες για την εφαρμογή τω διατάξεων των εδαφίων (13) και (14).

(16) Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 145 του παρόντος Νόμου και με την επιφύλαξη του εδαφίου (4) του ίδιου άρθρου, οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που συμμορφώνονται προς το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας σύμφωνα με τις διατάξεις των περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμων του 2002 μέχρι 2013, αλλά δεν συμμορφώνονται προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας κατά το πρώτο έτος εφαρμογής του παρόντος Νόμου, καλούνται από τον Έφορο να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να επιτύχουν το επίπεδο επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας ή να μειώσουν το προφίλ κινδύνου τους για να αποκαταστήσουν τη συμμόρφωση προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας δυνάμει του παρόντος Νόμου, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017:

Νοείται ότι η πιο πάνω αναφερόμενη παράταση συμμόρφωσης, αίρεται με απόφαση του Εφόρου, σε περίπτωση που η έκθεση προόδου δείχνει ότι δεν έχει σημειωθεί αξιόλογη πρόοδος στην επίτευξη του επιπέδου των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας ή στη μείωση του προφίλ κινδύνου της επιχείρησης για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας μεταξύ της ημερομηνίας που διαπιστώθηκε η μη συμμόρφωση προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και της ημερομηνίας υποβολής της έκθεσης προόδου.

(17) Για τους σκοπούς του εδαφίου (16), η ενδιαφερόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση οφείλει να υποβάλλει κάθε τρεις μήνες έκθεση προόδου στον Έφορο, στην οποία να προσδιορίζει τα μέτρα που λαμβάνει και την πρόοδο που έχει σημειώσει στην επίτευξη του επιπέδου επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων που καλύπτει την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας ή στη μείωση του προφίλ κινδύνου για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας:

Νοείται ότι η παράταση που αναφέρεται στο εδάφιο (16) αίρεται σε περίπτωση που η έκθεση προόδου δείχνει ότι δεν έχει σημειωθεί αξιόλογη πρόοδος στην επίτευξη του επιπέδου των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας ή στη μείωση του προφίλ κινδύνου της επιχείρησης για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας μεταξύ της ημερομηνίας που διαπιστώθηκε η μη συμμόρφωση προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και της ημερομηνίας υποβολής της έκθεσης προόδου.

(18) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 277 του παρόντος Νόμου, ανώτατη μητρική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, για την περίοδο έως τις 31 Μαρτίου 2022, δύναται να υποβάλλει στον Έφορο, ως αρχή εποπτείας του ομίλου, αιτήσεις για την έγκριση εσωτερικών υποδειγμάτων του ομίλου προς εφαρμογή σε τμήματα του ομίλου, αν τόσο η θυγατρική όσο και η ίδια ανώτατη μητρική επιχείρηση βρίσκονται στο ίδιο κράτος μέλος και αν το συγκεκριμένο τμήμα αποτελεί ξεχωριστό μέρος με σημαντικά διαφορετικό προφίλ κινδύνου από τον υπόλοιπο όμιλο.

(19) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 256, οι μεταβατικές διατάξεις που αναφέρονται στα εδάφια (8) μέχρι (12) του παρόντος άρθρου και στα άρθρα 423, 424 και 425 του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται κατ' αναλογία στο επίπεδο του ομίλου.

(20) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (2), (3) και (4) του άρθρου 256, οι μεταβατικές διατάξεις του εδαφίου (16) του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται κατ' αναλογία στο επίπεδο του ομίλου και όταν οι συμμετέχουσες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενός ομίλου συμμορφώνονται προς την υποχρέωση προσαρμογής της φερεγγυότητας που καθοριζόταν στους διά του παρόντος καταργούμενους περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμους του 2002 μέχρι 2013, αλλά δεν συμμορφώνονται προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου.

(21) Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις καθορίζουν τα σχετικά με τις αλλαγές στη φερεγγυότητα του ομίλου όταν έχουν εφαρμογή οι μεταβατικές διατάξεις που αναφέρονται στο εδάφιο (13) που αφορούν:

(α) την εξάλειψη του διπλού υπολογισμού επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων και της εσωτερικής δημιουργίας, στο πλαίσιο του ομίλου, των συνόλων κεφαλαίων που καθορίζονται στα άρθρα 260 και 261 του παρόντος Νόμου·

(β) την αποτίμηση στοιχείων ενεργητικού και παθητικού που καθορίζεται στο άρθρο 262·

(γ) την εφαρμογή των μεθόδων υπολογισμού στις συνδεδεμένες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 263·

(δ) την εφαρμογή των μεθόδων υπολογισμού στις ενδιάμεσες ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου που καθορίζονται στο άρθρο 264·

(ε) τις μεθόδους υπολογισμού της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου, που καθορίζονται στα άρθρα 268 και 272·

(στ) τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας που καθορίζεται στο άρθρο 269·

(ζ) τον καθορισμό των πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων που καθορίζονται στο άρθρο 271·

(η) τις αρχές για τον υπολογισμό της φερεγγυότητας, σε επίπεδο ομίλου, μιας ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου που καθορίζεται στο άρθρο 274.