Εγγραφή στο Μητρώο και έκδοση πιστοποιητικού εγγραφής

391.-(1) Ο Έφορος, μετά την υποβολή έγκυρης αίτησης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 390 και εφόσον κρίνει ότι συντρέχουν όλες οι κατά νόμο προβλεπόμενες προϋποθέσεις, ανάλογα με την περίπτωση, εγκρίνει την αίτηση και προβαίνει-

(α) Στην εγγραφή του αιτούντος φυσικού ή νομικού προσώπου στο οικείο Μητρώο·

(β) στην έκδοση πιστοποιητικού εγγραφής κατά τον καθορισμένο τύπο·

(γ) προκειμένου περί φυσικών προσώπων που εγγράφονται στα οικεία Μητρώα, στην έκδοση ασφαλιστικής ταυτότητας, η οποία συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη  ότι το πρόσωπο αυτό νομίμως ασκεί τις δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων που αναγράφονται στην ταυτότητά του:

Νοείται ότι, ο Έφορος δεν προβαίνει στην έκδοση του πιστοποιητικού εγγραφής που προβλέπεται στην παράγραφο (β), σε περίπτωση που το φυσικό πρόσωπο εγγράφεται ως διευθύνων ή εταίρος νομικού προσώπου δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 388:

Νοείται περαιτέρω ότι, κάθε φυσικό πρόσωπο που ασκεί δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων επιδεικνύει την ταυτότητά του σε κάθε ενδιαφερόμενο να συνάψει ασφάλιση πρόσωπο, κατά την υπογραφή της πρότασης για ασφάλιση ή αντασφάλιση, και, σε περίπτωση νομικού προσώπου επιδεικνύεται από τα φυσικά πρόσωπα που το εκπροσωπούν αντίγραφο του πιστοποιητικού εγγραφής του.

(2) Στο πιστοποιητικό εγγραφής που εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου ο Έφορος δύναται να συμπεριλάβει  όρους τους οποίους κρίνει αναγκαίους για τη διασφάλιση των συμφερόντων της ασφαλιστικής αγοράς.

(3) Το πιστοποιητικό εγγραφής, που εκδίδεται  σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, ή πιστοποιημένο αντίγραφό του αναρτάται από τον κάτοχό του σε περίοπτη θέση σε κάθε τόπο διεξαγωγής των εργασιών του, όπου το κοινό έχει πρόσβαση.

(4) Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων της δεύτερης επιφύλαξης του εδαφίου (1) ή των διατάξεων του εδαφίου (3), επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο ύψους μέχρι τριών χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (€3.500) σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 399 και 400, οι οποίες εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών.