Αρμόδια εποπτική αρχή

30. (1) Ο Έφορος Ασφαλίσεων αποτελεί την αρμόδια εποπτική αρχή των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στη Δημοκρατία και ασκεί όλες τις αρμοδιότητες και εξουσίες που του παραχωρούνται από τον παρόντα Νόμο με στόχο την προστασία των αντισυμβαλλομένων και των δικαιούχων ασφαλίσματος.

(2) Ο Έφορος Ασφαλίσεων προΐσταται της Υπηρεσίας, η οποία διαθέτει επί συνεχούς βάσης όλα τα μέσα για την εφαρμογή του παρόντος Νόμου, περιλαμβανομένου του αναγκαίου έμπειρου και ικανού προσωπικού σε όλες τις αναγκαίες βαθμίδες και ειδικότητες. Κατά την άσκηση των καθηκόντων της για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος Νόμου, η Υπηρεσία ενεργεί σε κάθε περίπτωση εξ’ ονόματος και κατ’ εντολήν του Εφόρου.

(3) Ο Έφορος Ασφαλίσεων επικουρείται στην άσκηση των αρμοδιοτήτων του από Βοηθούς Εφόρους, οι οποίοι υπάγονται διοικητικά στον Έφορο:

Νοείται ότι ο αριθμός των θέσεων Βοηθών Εφόρων καθορίζεται στον εκάστοτε περί Προϋπολογισμού Νόμο, υπό το κεφάλαιο που αφορά την Υπηρεσία.

(4) Μετά την αφυπηρέτηση των υπηρετούντων, κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, Εφόρου και Βοηθών Εφόρων ή την κένωση των συγκεκριμένων θέσεων με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, η πλήρωσή τους θα γίνεται από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως (Αρ.2) του 2014, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, με σύμβαση πενταετούς διάρκειας ή μικρότερης, ώστε οι υπηρετούντες να μην υπερβούν την ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης που ισχύει για τους δημόσιους υπαλλήλους:

Νοείται ότι η σύμβαση Εφόρου και Βοηθού Εφόρου δύναται να ανανεωθεί, από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, μετά από εισήγηση της αρμόδιας, για τον Έφορο και Βοηθό Έφορο, αρχής, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, για ακόμη μια μόνο πενταετή περίοδο ή μικρότερη, ώστε οι κάτοχοι των θέσεων αυτών να μην υπερβούν την ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης που ισχύει για τους δημόσιους υπαλλήλους.

(5) Σε περίπτωση διορισμού στη θέση Εφόρου ή στη θέση Βοηθού Εφόρου μόνιμου κρατικού υπαλλήλου, ο υπάλληλος θεωρείται ότι απουσιάζει από τα καθήκοντά του με άδεια χωρίς απολαβές για λόγους δημόσιου συμφέροντος για όλη τη διάρκεια της σύμβασης:

Νοείται ότι καθ΄ όλη τη διάρκεια της σύμβασης ο Έφορος και Βοηθός Έφορος δεν διεκπεραιώνουν τις αρμοδιότητες, τις εξουσίες και τα καθήκοντα της δημοσιοϋπαλληλικής τους θέσης.

(6) Ο διορισμός Εφόρου και Βοηθού Εφόρου δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(7) Σε περίπτωση απουσίας του Εφόρου ή κένωσης της θέσης και μέχρι την κανονική πλήρωσή της, είναι δυνατό να διοριστεί Βοηθός Έφορος ή Ανώτερος Λειτουργός Ελέγχου Ασφαλιστικών Εταιρειών για να ασκεί αναπληρωτικά τα καθήκοντα του Έφόρου, μετά από πρόταση της αρμόδιας για τον Έφορο αρχής, σύμφωνα με τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο. Ο αναπληρωτικός διορισμός Εφόρου δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(8) Ο Έφορος και Βοηθός Έφορος υπηρετούν υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης και υπόκεινται κατά τα λοιπά στους ίδιους όρους και υποχρεώσεις που ισχύουν για τους δημόσιους υπαλλήλους, σύμφωνα με τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο και τους σχετικούς Κανονισμούς.

(9) Ο Έφορος και Βοηθός Έφορος δεν επιτρέπεται να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα ή εργασία ή να ασχολούνται ή να κατέχουν αξίωμα σε επιχείρηση οποιασδήποτε φύσης ή να δέχονται με πληρωμή οποιαδήποτε άλλη απασχόληση πέραν των καθηκόντων τους. Η απαγόρευση αυτή συνεχίζει να ισχυεί σε σχέση με ασφαλιστικές/αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου και άλλες συνδεδεμένες με αυτές τις επιχειρήσεις οντότητες, μέχρι δυο χρόνια μετά την αφυπηρέτηση ή την αποχώρηση από τη θέση Εφόρου ή Βοηθού Εφόρου.

(10) Ο Έφορος, ο Βοηθός Έφορος και οι λειτουργοί της Υπηρεσίας εφαρμόζουν τον παρόντα Νόμο με πλήρη ανεξαρτησία.