Ασφαλιστικός πράκτορας

364.-(1) Ασφαλιστικός πράκτορας, ο οποίος είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, έχει ως κύρια δραστηριότητα δυνάμει σύμβασης  πρακτόρευσης, όπως  αυτή προβλέπεται στο άρθρο 372, τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων που προβλέπονται στο εδάφιο (4) για λογαριασμό μίας ή και περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, έναντι προμήθειας ή/και αμοιβής:

Νοείται ότι, ο Έφορος δύναται με  Οδηγίες του να καθορίζει κριτήρια ή/και να παρέχει διευκρινίσεις σχετικά με τον καθορισμό ή/και την οριοθέτηση των κύριων δραστηριοτήτων του ασφαλιστικού πράκτορα.

(2) Σε περίπτωση που οι εργασίες που προβλέπονται στο εδάφιο (4) ασκούνται από νομικό πρόσωπο εγγεγραμμένο δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου, το οποίο για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου καλείται εφεξής ως «εταιρεία ασφαλιστικής πρακτόρευσης», στην επωνυμία της εταιρείας περιλαμβάνεται υποχρεωτικά ο όρος «εταιρεία ασφαλιστικής πρακτόρευσης» ή γραμματικές παραλλαγές αυτού, υποδηλώνοντας τον σκοπό σύστασης της εταιρείας προς άσκηση εργασιών εταιρείας ασφαλιστικής πρακτόρευσης και δύναται να διατυπώνεται και σε άλλη γλώσσα, εκτός της ελληνικής, εφόσον η εταιρεία εγγράφεται με επωνυμία διατυπωμένη στη γλώσσα αυτή.

(3) Εκτός εάν προκύπτει διαφορετική έννοια  από το κείμενο, ο όρος «ασφαλιστικός πράκτορας» περιλαμβάνει και τους όρους «αντασφαλιστικός πράκτορας», «εταιρεία ασφαλιστικής πρακτόρευσης» και «εταιρεία αντασφαλιστικής πρακτόρευσης».

(4) Ο ασφαλιστικός πράκτορας δύναται να ασκεί τις ακόλουθες εργασίες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων:

(α) Παρουσιάζει, εισηγείται, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό μίας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων·

(β) παρέχει κάθε αναγκαία βοήθεια ή συμβουλή κατά τη διάρκεια της ισχύος της ασφαλιστικής σύμβασης και ιδιαίτερα μετά τη δημιουργία δικαιώματος προς υποβολή απαίτησης·

(γ) εφόσον προβλέπεται στη σύμβαση πρακτόρευσης, εισπράττει τα οφειλόμενα ασφάλιστρα τα οποία αποδίδει στη δικαιούχο ασφαλιστική επιχείρηση ή/και προβαίνει στον διακανονισμό απαιτήσεων, σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου.