Υπολογισμός των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων

136. (1) Οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις υπολογίζονται βάσει των ακόλουθων αρχών:

(α) Χρησιμοποιείται σαφής και απλή μέθοδος, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η δυνατότητα ελέγχου του υπολογισμού∙

(β) αντιστοιχούν σε ένα ποσό επιλέξιμων βασικών ιδίων κεφαλαίων, κάτω από το οποίο οι αντισυμβαλλόμενοι και οι δικαιούχοι εκτίθενται σε μη αποδεκτό επίπεδο κινδύνου σε περίπτωση που θα επιτρεπόταν στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους∙

(γ) η γραμμική συνάρτηση που αναφέρεται στην παράγραφο (β) και η οποία χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του επιπέδου των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων διαμορφώνεται στην αξία σε κίνδυνο των βασικών ιδίων κεφαλαίων μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σε διάστημα εμπιστοσύνης 85% για περίοδο ενός έτους∙

(δ) το απόλυτο κατώτατο όριο των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων καθορίζεται-

(i) σε 2.500.000 Ευρώ για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ασφάλισης Γενικής Φύσεως, συμπεριλαμβανομένων των δέσμιων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία καλύπτεται το σύνολο ή μέρος των κινδύνων ενός από τους κλάδους ευθύνης από χερσαία μηχανοκίνητα οχήματα, ευθύνης από θαλάσσια, λιμναία και ποτάμια σκάφη, γενικής ευθύνης, πιστώσεων ή εγγυήσεων (Κλάδοι 10 μέχρι 15) του Μέρους Α, του Πρώτου Παραρτήματος του παρόντος Νόμου, οπότε το ποσό αυτό πρέπει να είναι τουλάχιστον 3.700.000 Ευρώ·

(ii) σε 3.700.000, Ευρώ για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις του κλάδου Ζωής, συμπεριλαμβανομένων των δέσμιων ασφαλιστικών επιχειρήσεων·

(iii) σε 3.600.000 Ευρώ για επιχειρήσεις αντασφάλισης, εξαιρουμένων των δέσμιων επιχειρήσεων αντασφάλισης, για τις οποίες οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις είναι τουλάχιστον 1.200.000 Ευρώ·

(iv) στο ύψος των ποσών που ορίζονται στις υποπαραγράφους (i) και (ii) για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις οι οποίες αναφέρονται στο εδάφιο (5) του άρθρο 75 του παρόντος Νόμου.

(2) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (3), οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις υπολογίζονται ως γραμμική συνάρτηση ενός συνόλου ή υποσυνόλου των εξής μεταβλητών: τεχνικά αποθεματικά της επιχείρησης, εγγεγραμμένα ασφάλιστρα, κεφάλαιο σε κίνδυνο, αναβαλλόμενος φόρος και διοικητικές δαπάνες. Οι χρησιμοποιούμενες μεταβλητές μετρούνται μετά την αφαίρεση των αντασφαλιστικών εκχωρήσεων.

(3) Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1), οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις δεν είναι κατώτερες του 25 % ούτε υπερβαίνουν το 45% των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας της επιχείρησης, όπως υπολογίζονται σύμφωνα με το Έκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 4, Ενότητα 2 ή 3, περιλαμβάνουν δε οποιαδήποτε πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση επιβαλλόμενη δυνάμει του άρθρου 43.

(4) Ο Έφορος δύναται για περίοδο που δεν υπερβαίνει την 31η Δεκεμβρίου 2017, να απαιτεί από μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να εφαρμόζει τα ποσοστά που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο αποκλειστικά στις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της επιχείρησης που υπολογίζονται σύμφωνα με το Έκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 4, Ενότητα 2.

(5) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να υπολογίζουν τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις σε τριμηνιαία τουλάχιστον βάση και να αναφέρουν τα αποτελέσματα του υπολογισμού αυτού στον Έφορο και σε περίπτωση που οποιοδήποτε από τα όρια που αναφέρονται στο εδάφιο (3) καθορίζει τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις της επιχείρησης, η επιχείρηση παρέχει στον Έφορο πληροφοριακά στοιχεία που επιτρέπουν την πλήρη κατανόηση από τον Έφορο των σχετικών λόγων:

Νοείται ότι, για τους σκοπούς του υπολογισμού των ορίων του εδαφίου (3), οι επιχειρήσεις δεν υποχρεούνται να υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας σε τριμηνιαία βάση.