Πεδίο εφαρμογής της εποπτείας από τον Έφορο

34. (1) Η χρηματοοικονομική εποπτεία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένης της εποπτείας των δραστηριοτήτων που αυτές ασκούν μέσω υποκαταστημάτων ή υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, υπόκειται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εφόρου.

(2) Η χρηματοοικονομική εποπτεία δυνάμει του εδαφίου (1) περιλαμβάνει την εξακρίβωση, για το σύνολο των δραστηριοτήτων της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, της κατάστασης της φερεγγυότητάς της, της σύστασης τεχνικών προβλέψεων, των στοιχείων του ενεργητικού της, των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων και της άσκησης των εργασιών της σύμφωνα με τις υγιείς ασφαλιστικές αρχές, ως αυτές καθορίζονται στο εδάφιο (3), και σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και σύμφωνα με τις διατάξεις που θεσπίζονται σε ενωσιακό επίπεδο δυνάμει της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (2), «υγιείς ασφαλιστικές αρχές» σημαίνει τις αρχές εκείνες που έχουν κατ’ έθιμο ή άλλως πως καθιερωθεί σε σχέση με την ασφάλιση ή αντασφάλιση και αφορούν στη συνέπεια και τον επαγγελματισμό που πρέπει να επιδεικνύεται από μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στις συναλλαγές της με τους δικαιούχους, τους συνεργάτες της και εν γένει το κοινό, ιδιαίτερα δε κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της και την ικανοποίηση των απαιτήσεων των δικαιούχων.

(4) Σε περίπτωση που οι σχετικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις έχουν λάβει την άδεια να καλύπτουν τους κινδύνους που κατατάσσονται στον Κλάδο βοήθειας (κλάδος 18 στο Μέρος Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος), η εποπτεία επεκτείνεται επίσης στον έλεγχο των τεχνικών μέσων που διαθέτουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις αυτές για την καλή εκτέλεση των εργασιών βοήθειας που έχουν δεσμευθεί να πραγματοποιήσουν, στον βαθμό που το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής προβλέπει τον έλεγχο των εν λόγω μέσων.

(5) Σε περίπτωση κατά την οποία ο κίνδυνος ή η ασφαλιστική υποχρέωση βρίσκεται στη Δημοκρατία ή, στην περίπτωση αντασφαλιστικής επιχείρησης που η Δημοκρατία είναι το κράτος μέλος υποδοχής, εφόσον ο Έφορος έχει λόγους να θεωρεί ότι οι δραστηριότητες μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης θα μπορούσαν να αποβούν επιβλαβείς για την οικονομική ευρωστία της επιχείρησης, ενημερώνει τις εποπτικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εν λόγω επιχείρησης.

(6) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος ενημερωθεί από τις εποπτικές αρχές άλλου κράτους μέλους ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του εδαφίου (3) αναφορικά με ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που υπάγονται στην εποπτεία του, ο Έφορος εξακριβώνει εάν η επιχείρηση τηρεί τις αρχές της συνετής διαχείρισης όπως καθορίζονται στον παρόντα Νόμο.