Υπολογισμός της προσαρμογής των επιτοκίων λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων

82. (1) Για κάθε νόμισμα, η προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης που αναφέρεται στο άρθρο 81 του παρόντος Νόμου υπολογίζεται σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές:

(α) Η προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης πρέπει να είναι ίση με τη διαφορά των ακόλουθων μεγεθών:

(i) ετήσιο πραγματικό επιτόκιο, υπολογιζόμενο ως το ενιαίο προεξοφλητικό επιτόκιο το οποίο, όταν εφαρμόζεται στις ταμειακές ροές του χαρτοφυλακίου υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης, δίνει τιμή ίση προς την αξία του χαρτοφυλακίου δεσμευμένων στοιχείων ενεργητικού σύμφωνα με το άρθρο 77 του παρόντος Νόμου·

(ii) ετήσιο πραγματικό επιτόκιο, υπολογιζόμενο ως το ενιαίο προεξοφλητικό επιτόκιο το οποίο, όταν εφαρμόζεται στις ταμειακές ροές του χαρτοφυλακίου υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης, δίνει τιμή ίση προς την αξία της βέλτιστης εκτίμησης του χαρτοφυλακίου υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης, όπου η χρονική αξία του χρήματος λαμβάνεται υπόψη με τη χρήση της βασικής διαχρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου·

(β) η προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης δεν πρέπει να περιλαμβάνει το βασικό πιστωτικό περιθώριο που αντανακλά τους κινδύνους τους οποίους αναλαμβάνει η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση·

(γ) ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου (α), το βασικό πιστωτικό περιθώριο πρέπει να αυξάνεται όπου αυτό απαιτείται για να εξασφαλιστεί ότι η προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης για στοιχεία ενεργητικού με πιστοληπτική ποιότητα (“sub investment grade”) δεν υπερβαίνει τις προσαρμογές λόγω αντιστοίχισης για πιστοληπτική ποιότητα (“investment grade”) και για την ίδια διάρκεια και κατηγορία στοιχείων ενεργητικού·

(δ) η χρήση εξωτερικών αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας στον υπολογισμό της προσαρμογής λόγω αντιστοίχισης πρέπει να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της παραγράφου (ιε), του εδαφίου (1) του άρθρου 118 του παρόντος Νόμου.

(2) Για τους σκοπούς της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), το βασικό πιστωτικό περιθώριο:

(α) είναι ίσο με το άθροισμα των ακόλουθων μεγεθών:

(i)πιστωτικό περιθώριο που αντιστοιχεί στην πιθανότητα αθέτησης για τα στοιχεία ενεργητικού·

(ii)πιστωτικό περιθώριο που αντιστοιχεί στις αναμενόμενες ζημίες από την υποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού·

(β) για ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών κρατών μελών, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το 30 % του μακροπρόθεσμου μέσου όρου της διαφοράς πάνω από το επιτόκιο άνευ κινδύνου των στοιχείων ενεργητικού ίδιας διάρκειας, πιστοληπτικής ποιότητας και κατηγορίας όπως στις χρηματοπιστωτικές αγορές·

(γ) για στοιχεία ενεργητικού άλλα από ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών κρατών μελών, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το 35% του μακροπρόθεσμου μέσου όρου της διαφοράς πάνω από το επιτόκιο άνευ κινδύνου των στοιχείων ενεργητικού ίδιας διάρκειας, πιστοληπτικής ποιότητας και κατηγορίας όπως στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

(3) Η πιθανότητα αθέτησης που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) βασίζεται σε μακροπρόθεσμες στατιστικές αθετήσεων σχετικές με το συγκεκριμένο στοιχείο ενεργητικού όσον αφορά τη διάρκεια, την πιστοληπτική ποιότητα και την κατηγορία του.

(4) Όταν το πιστωτικό περιθώριο δεν μπορεί να συναχθεί με τρόπο αξιόπιστο από τις στατιστικές αθετήσεων που αναφέρονται στο εδάφιο (2), το βασικό πιστωτικό περιθώριο είναι ίσο με το τμήμα του μακροπρόθεσμου μέσου όρου της διαφοράς πάνω από το επιτόκιο άνευ κινδύνου που αναφέρεται στις παραγράφους (β) και (γ).