Γενικές διατάξεις έγκρισης για τα πλήρη και μερικά εσωτερικά υποδείγματα

119. (1) Οι ασφαλιστικές ή οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας με τη χρησιμοποίηση πλήρους ή μερικού εσωτερικού υποδείγματος που εγκρίνεται από τον Έφορο.

(2) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να χρησιμοποιούν μερικά εσωτερικά υποδείγματα για τον υπολογισμό ενός ή περισσοτέρων από τα πιο κάτω:

(α) ενός ή περισσοτέρων ενοτήτων κινδύνου ή υποενοτήτων, των βασικών κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, όπως προβλέπεται στα άρθρα 110 και 111 του παρόντος Νόμου·

(β) της κεφαλαιακής απαίτησης για τον λειτουργικό κίνδυνο, όπως ορίζεται στο άρθρο 113 του παρόντος Νόμου·

(γ) της προσαρμογής που αναφέρεται στο άρθρο 114 του παρόντος Νόμου.

(3) Παράλληλα, η μερική χρήση υποδείγματος σύμφωνα με το εδάφιο (2), μπορεί να εφαρμόζεται στο σύνολο της δραστηριότητας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, ή μόνο σε μία ή περισσότερες σημαντικές επιχειρηματικές μονάδες.

(4) Κατά την υποβολή αίτησης για έγκριση πλήρους ή μερικού εσωτερικού υποδείγματος στον Έφορο, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υποβάλλουν, τουλάχιστον, τεκμηριωμένα στοιχεία ότι το εσωτερικό υπόδειγμα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 127 μέχρι 132:

(5) Εφόσον η αίτηση για την έγκριση από τον Έφορο συνδέεται με μερικό εσωτερικό υπόδειγμα, οι απαιτήσεις στα άρθρα 127 μέχρι 132 προσαρμόζονται προκειμένου να ληφθεί υπόψη το περιορισμένο πεδίο εφαρμογής του υποδείγματος.

(5Α) Ο Έφορος ενημερώνει την ΕΙΟΡΑ σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 35, παράγραφος 1, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/210 σχετικά με αιτήσεις για χρήση ή αλλαγή του εσωτερικού υποδείγματος και δύναται να υποβάλει αίτημα στην ΕΙΟΡΑ ζητώντας τη συνδρομή της, σχετικά με την απόφαση επί της αίτησης.

(6) Ο Έφορος αποφασίζει επί της υποβαλλομένης δυνάμει του παρόντος άρθρου αίτησης εντός έξι μηνών από την παραλαβή της πλήρους αίτησης.

(7) Ο Έφορος εγκρίνει την αίτηση μόνον εφόσον βεβαιωθεί ότι τα συστήματα της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για τον εντοπισμό, τον υπολογισμό, την παρακολούθηση, τη διαχείριση και την αναφορά του κινδύνου για την παρακολούθηση και τη διαχείριση του κινδύνου είναι επαρκή, και ιδίως ότι το εσωτερικό υπόδειγμα συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (3).

(8) Οποιαδήποτε απόφαση του Εφόρου για την απόρριψη της αίτησης για τη χρησιμοποίηση εσωτερικού υποδείγματος είναι δεόντως αιτιολογημένη.

(9) Αφού παραχωρήσει την έγκριση για τη χρήση εσωτερικού υποδείγματος, ο Έφορος δύναται με αιτιολογημένη απόφασή του, να απαιτήσεις από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να του παράσχουν εκτίμηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας που καθορίζονται σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, όπως προβλέπεται στην Ενότητα 2 του παρόντος Τμήματος.