Καθήκοντα ελεγκτών

74.-(1) Οι Ετήσιοι και Ενοποιημένοι Λογαριασμοί των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ελέγχονται από ελεγκτές δυνάμει του περί Ελεγκτών και Υποχρεωτικών Ελέγχων των Ετήσιων και των Ενοποιημένων Λογαριασμών Νόμου του 2009, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(2) Οι ελεγκτές στο πλαίσιο του ελέγχου τους δυνάμει του εδαφίου (1), ελέγχουν τις πληροφορίες που απαιτούνται δυνάμει του άρθρου 38 του παρόντος Νόμου, οι οποίες καθορίζονται με Οδηγίες του Εφόρου, μετά από διαβούλευση με τους εμπλεκόμενους φορείς, εξαιρουμένων των πληροφοριών, σε σχέση με το σύστημα διακυβέρνησης που εφαρμόζουν οι επιχειρήσεις, των κινδύνων που αντιμετωπίζουν και των συστημάτων διαχείρισης κινδύνων και υποβάλλουν ξεχωριστή έκθεση σε σχέση με αυτές.

(3) Τα περιουσιακά στοιχεία που περιλαμβάνονται στις πληροφορίες που υποβάλλονται από τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σύμφωνα με την υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 38 του παρόντος Νόμου, για τη δεύτερη και την τέταρτη τριμηνία του οικονομικού έτους θα ελέγχονται από τους ελεγκτές, οι οποίοι θα υποβάλλουν σχετική έκθεση.

(4) Οι ελεγκτές, οι οποίοι, δυνάμει του εδαφίου (1), διενεργούν έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων λογαριασμών των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ή κάθε άλλη νόμιμη αποστολή στα πλαίσια των καθηκόντων τους, υποχρεούνται να γνωστοποιούν άμεσα στον Έφορο αναφορικά με την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που ελέγχουν κάθε απόφαση ή πραγματικό περιστατικό που αφορά την επιχείρηση αυτή, που περιέρχεται στη γνώση τους κατά την άσκηση των ως άνω καθηκόντων και που είναι δυνατόν να έχει ως αποτέλεσμα-

(α) ουσιώδη παράβαση των νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων οι οποίες καθορίζουν τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας, ή διέπουν ειδικά την άσκηση των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων ασφάλισης και αντασφάλισης·

(β) να θίξει τη συνέχιση της λειτουργίας της εκάστοτε ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης·

(γ) την άρνηση της επικύρωσης των λογαριασμών ή τη διατύπωση επιφυλάξεων·

(δ) τη μη συμμόρφωση προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας·

(ε) τη μη συμμόρφωση προς τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις.

(5) Οι ελεγκτές έχουν επίσης την ίδια υποχρέωση που προβλέπεται στο εδάφιο (1), σε ό,τι αφορά σε πραγματικά περιστατικά και σε αποφάσεις των οποίων λαμβάνουν γνώση στο πλαίσιο της άσκησης καθηκόντων τους σε επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς απορρέοντες από σχέση ελέγχου με την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στην οποία τα πρόσωπα αυτά έχουν αναλάβει τα εν λόγω καθήκοντα.

(6) Η καλή τη πίστει γνωστοποίηση στον Έφορο γεγονότων ή αποφάσεων που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (4) από τους ελεγκτές ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων δεν αποτελεί παράβαση τυχόν περιορισμού γνωστοποίησης πληροφοριών που επιβάλλεται από σύμβαση ή νομοθετική ή κανονιστική ή διοικητική διάταξη και δε συνεπάγεται οποιαδήποτε ευθύνη για τα πρόσωπα αυτά.

(7)(α) Σε περίπτωση σοβαρής παραβίασης των καθηκόντων του ελεγκτή, ο Έφορος με δεόντως αιτιολογημένη απόφασή του, δύναται να απαιτήσει από την ασφαλιστική ή την αντασφαλιστική επιχείρηση, τον άμεσο τερματισμό του διορισμού του ελεγκτή, και η επιχείρηση υποχρεούται να συμμορφωθεί:

Νοείται ότι η απόφαση του Εφόρου δύναται να προσβληθεί ενώπιον του Γενικού Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 347 του παρόντος Νόμου:

Νοείται περαιτέρω ότι η πιο πάνω απόφαση του Εφόρου δύναται να προσβληθεί απευθείας με προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

(β) Η απορριπτική απόφαση του Γενικού Διευθυντή επί προσφυγής που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο (α), δύναται να προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος:

Νοείται ότι, εκκρεμούσης της απόφασης του Γενικού Διευθυντή, ουδεμία προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος μπορεί να ασκηθεί.

(8) Παράβαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου από οποιοδήποτε πρόσωπο επισύρει την επιβολή διοικητικού προστίμου από τον Έφορο σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους ΙΧ του παρόντος Νόμου.