Στατιστικά πρότυπα ποιότητας

128. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν όπως διασφαλίζουν ότι το εσωτερικό υπόδειγμα, και ιδιαίτερα ο υπολογισμός της υποκείμενης πρόβλεψης κατανομής πιθανότητας, πληρούν τα πιο κάτω οριζόμενα κριτήρια-

(α) Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της πρόβλεψης της κατανομής πιθανότητας βασίζονται σε-

(i) κατάλληλες, εφαρμόσιμες και συναφείς αναλογιστικές και στατιστικές τεχνικές και είναι συμβατές με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων∙ και

(ii) τρέχουσες και αξιόπιστες πληροφορίες, καθώς και σε ρεαλιστικές παραδοχές.

(β) οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να είναι σε θέση να αιτιολογούν στον Έφορο τις υποθέσεις στις οποίες στηρίζεται το εσωτερικό τους υπόδειγμα.

(γ) τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για το εσωτερικό υπόδειγμα πρέπει είναι ακριβή, πλήρη και κατάλληλα και τα σύνολα δεδομένων που χρησιμοποιούν για τον υπολογισμό της προβλεπόμενης κατανομής πιθανότητας επικαιροποιούνται από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τουλάχιστον μία φορά κάθε χρόνο.

(δ) ανεξάρτητα από την επιλεγείσα μέθοδο υπολογισμού, η ικανότητα του εσωτερικού υποδείγματος να ταξινομήσει τον κίνδυνο πρέπει να είναι επαρκής για να εξασφαλίσει την ευρεία χρήση του και το γεγονός ότι διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο σύστημα διαχείρισης του κινδύνου και στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, στη διάθεση των κεφαλαίων και στο σύστημα διακυβέρνησης των επιχειρήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 127 και η μέθοδος διασφαλίζει ότι το εσωτερικό υπόδειγμα καλύπτει όλους τους σημαντικούς κινδύνους στους οποίους εκτίθενται οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και τουλάχιστον τους κινδύνους που αναφέρονται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 107 του παρόντος Νόμου.

(ε) Όσον αφορά τα αποτελέσματα της διαφοροποίησης, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να λαμβάνουν υπόψη στο εσωτερικό τους υπόδειγμα τις υφιστάμενες εξαρτήσεις εντός των κατηγοριών κινδύνου, καθώς και μεταξύ των κατηγοριών κινδύνου, νοουμένου ότι ο Έφορος κρίνει κατάλληλο το σύστημα που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση των αποτελεσμάτων διαφοροποίησης.

(στ) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν πλήρως υπόψη το αποτέλεσμα των τεχνικών μείωσης του κινδύνου στο εσωτερικό τους υπόδειγμα, στο βαθμό που ο πιστωτικός κίνδυνος και άλλοι κίνδυνοι που απορρέουν από τη χρήση των τεχνικών μείωσης του κινδύνου αντικατοπτρίζονται κατάλληλα στο εσωτερικό υπόδειγμα.

(ζ) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εκτιμούν με ακρίβεια τους ιδιαίτερους κινδύνους που συνδέονται με τις χρηματοοικονομικές εγγυήσεις και οποιαδήποτε άλλα συμβατικά δικαιώματα στο εσωτερικό τους υπόδειγμα, εφόσον αυτό απαιτείται, καθώς επίσης και τους κινδύνους που συνδέονται με τα δικαιώματα επιλογής του αντισυμβαλλομένου όσο και με τα συμβατικά δικαιώματα για τις επιχειρήσεις και για το σκοπό αυτό, λαμβάνουν υπόψη τον αντίκτυπο που μπορούν να έχουν στην άσκηση των δικαιωμάτων αυτών μελλοντικές αλλαγές στις οικονομικές και μη οικονομικές συνθήκες.

(η) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη στο εσωτερικό τους υπόδειγμα, τις μελλοντικές ενέργειες της διοίκησης που εύλογα αναμένονται σε ειδικές περιστάσεις, περιλαμβανομένου του αναγκαίου χρόνου για την υλοποίηση των ενεργειών αυτών.

(θ) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη στο εσωτερικό τους υπόδειγμα όλες τις πληρωμές προς τους αντισυμβαλλομένους και τους δικαιούχους τις οποίες αναμένουν να πραγματοποιήσουν, ανεξάρτητα από το εάν οι πληρωμές αυτές είναι συμβατικά εγγυημένες.