Διασυνοριακές δραστηριότητες

39.-(1)(α) Τηρουμένης της ισχύουσας κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας σε θέματα οργάνωσης των συνταξιοδοτικών σχεδίων, συμπεριλαμβανομένης της υποχρεωτικής συμμετοχής σε αυτά και των αποτελεσμάτων των συλλογικών διαπραγματεύσεων, επιχειρήσεις στη Δημοκρατία επιτρέπεται να χρηματοδοτούν Ταμείο κράτους μέλους.

(β) Κάθε Ταμείο δικαιούται να δεχθεί χρηματοδότηση από επιχείρηση άλλου κράτους μέλους.

(2)(α) Ταμείο, το οποίο επιθυμεί να δεχθεί χρηματοδότηση από χρηματοδοτούσα επιχείρηση που εδρεύει σε άλλο κράτος μέλος, υπόκειται σε προηγούμενη έγκριση από τον Έφορο, σύμφωνα με το εδάφιο (5) του άρθρου 20.

(β) Όταν το Ταμείο προτίθεται να δεχθεί χρηματοδότηση από νέα χρηματοδοτούσα επιχείρηση άλλου κράτους μέλους, γνωστοποιεί στον Έφορο την πρόθεσή του αυτή παρέχοντας τις ακόλουθες πληροφορίες:

(i) το κράτος μέλος υποδοχής·

(ii) την επωνυμία της χρηματοδοτούσας επιχείρησης·

(iii) τα κύρια χαρακτηριστικά του συνταξιοδοτικού σχεδίου που το Ταμείο θα διαχειρίζεται για λογαριασμό της χρηματοδοτούσας επιχείρησης.

(3)(α) Όταν ο Έφορος ειδοποιηθεί, σύμφωνα με το εδάφιο (2), και εφόσον δεν υπάρχουν λόγοι αμφιβολίας για το αν η διοικητική ή η οικονομική κατάσταση του Ταμείου ή η φήμη και τα επαγγελματικά προσόντα ή η πείρα των διαχειριστών του είναι συμβατά με τις πράξεις των οποίων προτείνεται η διενέργεια στο κράτος μέλος υποδοχής, ο Έφορος ανακοινώνει εντός τριμήνου από τη διενέργεια της προβλεπόμενης στο εδάφιο (2) γνωστοποίησης τις προβλεπόμενες στο ίδιο εδάφιο πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής και ενημερώνει ανάλογα το Ταμείο.

(β) Αν ο Έφορος έχει λόγους αμφιβολίας για το κατά πόσο η διοικητική ή η οικονομική κατάσταση του Ταμείου ή η φήμη και τα επαγγελματικά προσόντα ή η πείρα των διαχειριστών του είναι συμβατά με τις πράξεις, των οποίων προτείνεται η διενέργεια στο κράτος μέλος υποδοχής, αυτός δεν προβαίνει στην ανακοίνωση των πληροφοριών που προβλέπεται στο εδάφιο (2) στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.

(γ) Ταμείο το οποίο θίγεται από την απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει της παραγράφου (β) έχει δικαίωμα να την προσβάλει βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(4)(α) Όταν το κράτος μέλος υποδοχής είναι η Δημοκρατία, ο Έφορος πληροφορεί τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, πριν το Ταμείο αρχίσει να διαχειρίζεται συνταξιοδοτικό σχέδιο για χρηματοδοτούσα επιχείρηση εγκατεστημένη στη Δημοκρατία και εντός δύο μηνών από την ανακοίνωση που προβλέπεται στο Άρθρο 20, παράγραφος 3, της Οδηγίας 2003/41/ΕΚ, εάν ενδείκνυται, για τις διατάξεις της κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας σχετικά με τις επαγγελματικές συντάξεις οι οποίες τηρούνται κατά τη διαχείριση του συνταξιοδοτικού σχεδίου που χρηματοδοτείται από επιχείρηση στη Δημοκρατία και κάθε διάταξη εφαρμοστέα σύμφωνα με το άρθρο 37 και με το εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου.

(β) Ο Έφορος ανακοινώνει στο Ταμείο τις πληροφορίες τις οποίες λαμβάνει από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, όταν η τελευταία τον ενημερώνει σύμφωνα με το Άρθρο 20, παράγραφος 5, της Οδηγίας 2003/41/ΕΚ.

(5) Μόλις το Ταμείο λάβει την ανακοίνωση κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (4) ή αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία διαβίβασης της ανακοίνωσης από τον Έφορο, το Ταμείο δικαιούται να αρχίσει να διαχειρίζεται το συνταξιοδοτικό σχέδιο που χρηματοδοτείται από επιχείρηση στο κράτος μέλος υποδοχής, σύμφωνα με την κοινωνική και εργατική νομοθεσία του κράτους αυτού σχετικά με τις επαγγελματικές συντάξεις και σύμφωνα με κάθε διάταξη εφαρμοστέα βάσει του άρθρου 37 και του εδαφίου (6) του παρόντος άρθρου.

(6) Ταμείο που χρηματοδοτείται από επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, υπόκειται, για τα αντίστοιχα μέλη, στις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών που επιβάλλουν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής σε Ταμεία εγκατεστημένα στο εν λόγω κράτος μέλος, σύμφωνα με τη νομοθεσία που είναι εναρμονισμένη με το Άρθρο 11 της Οδηγίας 2003/41/ΕΚ.

(7) Όταν το κράτος μέλος υποδοχής είναι η Δημοκρατία, ο Έφορος ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του Ταμείου για κάθε σημαντική μεταβολή των διατάξεων της εργατικής και κοινωνικής νομοθεσίας στη Δημοκρατία σχετικά με τα σχέδια επαγγελματικής σύνταξης, που μπορεί να επηρεάσει τα χαρακτηριστικά του συνταξιοδοτικού σχεδίου, κατά το μέρος εκείνο που αφορά τη λειτουργία του συνταξιοδοτικού σχεδίου που χρηματοδοτείται από επιχείρηση στη Δημοκρατία και για κάθε διάταξη εφαρμοστέα βάσει του άρθρου 37 και του εδαφίου (6) του παρόντος άρθρου.

(8)(α) Κάθε Ταμείο κράτους μέλους υπόκειται σε συνεχή έλεγχο από τον Έφορο, όσον αφορά τη συμμόρφωση των δραστηριοτήτων του Ταμείου με τις απαιτήσεις της εργατικής και κοινωνικής νομοθεσίας στη Δημοκρατία σχετικά με τις επαγγελματικές συντάξεις, κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (4), καθώς και με τις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (6).

(β) Εφόσον, κατά τον έλεγχο που αναφέρεται στην παράγραφο (α), προκύψουν παρατυπίες, ο Έφορος ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής και συντονίζεται με αυτήν για τη λήψη των απαραίτητων μέτρων από την τελευταία προκειμένου το Ταμείο να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις της εργατικής και κοινωνικής νομοθεσίας της Δημοκρατίας.

(9) Εάν, παρά τη λήψη από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής των μέτρων ή ελλείψει κατάλληλων μέτρων στο κράτος μέλος καταγωγής, το Ταμείο εξακολουθεί να παραβιάζει οποιαδήποτε ισχύουσα διάταξη της κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας στη Δημοκρατία σχετικά με τα συνταξιοδοτικά σχέδια, ο Έφορος δύναται, αφού ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να προληφθούν ή να μην προκύπτουν περαιτέρω κολάσιμες παραβάσεις και δύναται, εάν κρίνεται απολύτως αναγκαίο, να απαγορεύει στο εν λόγω Ταμείο κράτους μέλους να λειτουργεί στη Δημοκρατία για λογαριασμό της χρηματοδοτούσας επιχείρησης.

(10) Ο Έφορος ενημερώνει την ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με το Άρθρο 20, παράγραφος 11, της Οδηγίας 2003/41/ΕΚ.