Διοικητικό Συμβούλιο του Φορέα

5.-(1) Ο Φορέας διοικείται από επταμελές Συμβούλιο το οποίο απαρτίζεται από τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο και πέντε άλλα μέλη που διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, ως ακολούθως:

(α) Στη θέση του Προέδρου, του Αντιπροέδρου και του ενός μέλους του Συμβουλίου διορίζεται πρόσωπο μετά από εισήγηση του Υπουργούˑ και

(β) στη θέση των υπόλοιπων τεσσάρων (4) μελών του Συμβουλίου διορίζονται:

(i) ένας εκπρόσωπος των τραπεζών, κατόπιν εισήγησης του Συνδέσμου Τραπεζών Κύπρου,

(ii) ένας εκπρόσωπος των Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων, κατόπιν εισήγησης του Συνδέσμου Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου,

(iii) ένας εκπρόσωπος των Ε.Π.Ε.Υ, κατόπιν εισήγησης των νόμιμα συσταθέντων οργανισμών ή συνδέσμων που εκπροσωπούν τις επιχειρήσεις αυτές και

(iv) ένας εκπρόσωπος των καταναλωτών, κατόπιν εισήγησης των νόμιμα συσταθέντων οργανισμών ή συνδέσμων που εκπροσωπούν τους καταναλωτές:

Νοείται ότι, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος εδαφίου, πρόσωπο που κατέχει, κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί της Σύστασης και Λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσεως (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2017, θέση μέλους στο Συμβούλιο του Φορέα, περιλαμβανομένου του Προέδρου και του Αντιπροέδρου, εξακολουθεί να κατέχει τη θέση αυτή υπό τους ίδιους όρους, μέχρι την ολοκλήρωση της θητείας του ή μέχρι την κένωση της θέσης του, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου, οποιοδήποτε από τα δύο επέλθει νωρίτερα.

(2) Κάθε μέλος του Συμβουλίου, περιλαμβανομένου του Προέδρου και Αντιπροέδρου, το οποίο διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1),  πρέπει να πληροί σωρευτικά τα ακόλουθα κριτήρια -

(α) Nα είναι πολίτης της Δημοκρατίας∙

(β) να είναι πρόσωπο ανωτάτου ηθικού επιπέδου, εγνωσμένου κύρους, εντιμότητας, να έχει αναγνωρισμένη επιστημονική κατάρτιση ή και αναγνωρισμένη οικονομική και επιχειρηματική πείρα και να είναι ικανό να συμβάλει στην πραγμάτωση των σκοπών του παρόντος Νόμου και της λειτουργίας του Φορέα∙ και

(γ) να είναι πρόσωπο που δεν στερείται της ικανότητας διορισμού για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους-

(i) έχει καταδικαστεί για αδίκημα ενέχον έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα∙

(ii) έχει κηρυχθεί σε πτώχευση και εφόσον δεν έχει αποκατασταθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πτωχεύσεως Νόμου ή τελεί υπό αναγκαστική διαχείριση ή βρίσκεται σε συμβιβασμό με τους πιστωτές του∙

(iii) τελεί υπό δικαστική απαγόρευση λόγω φρενοβλάβειας ή έχει κηρυχθεί ως πρόσωπο μειωμένης νοητικής ικανότητας.

(2Α) Τηρουμένων των διατάξεων του εδάφιου (2), πρόσωπο που είναι μέλος διοικητικού οργάνου, αξιωματούχος ή υπάλληλος αδειοδοτημένου πιστωτικού ιδρύματος ή χρηματοοικονομικής επιχείρησης ή θυγατρικής αυτών ή έχει ως μέτοχος συμφέρον δυνάμει του οποίου ελέγχει οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοοικονομική επιχείρηση ή θυγατρική αυτών που λειτουργεί στη Δημοκρατία ή που ελέγχεται από οργανισμό που λειτουργεί στη Δημοκρατία, δεν δύναται να διοριστεί ως Πρόεδρος, Αντιπρόεδρος ή μέλος του Συμβουλίου δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (1).

(3) Η θητεία των μελών του Συμβουλίου είναι πενταετής.

(4) Η θέση μέλους του Συμβουλίου κενούται σε περίπτωση-

(α) θανάτου,

(β) παραίτησης,

(γ) ανάκλησης του διορισμού του:

Νοείται ότι, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται οποτεδήποτε πριν από τη λήξη της θητείας οποιουδήποτε μέλους του Συμβουλίου να ανακαλέσει το διορισμό του σε περίπτωση-

(i) παράβασης οποιασδήποτε των διατάξεων του εδαφίου (5)·

(ii) καταδίκης για το αδίκημα της παράβασης της υποχρέωσης προς εχεμύθεια και της τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 22·

(iii) καταδίκης για αδίκημα ατιμωτικό ή που ενέχει ηθική αισχρότητα, το οποίο συνιστά κώλυμα διορισμού στο Συμβούλιο ή καταδίκη για διάπραξη ποινικού αδικήματος:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση που η θέση μέλους του Συμβουλίου κενούται πριν τη λήξη της θητείας του σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων (α), (β) ή (γ), τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), στη θέση του διορίζεται πρόσωπο για το υπόλοιπο της θητείας του μέλους, του οποίου η θέση κενώθηκε.

(4Α) Χηρεία θέσης στο Συμβούλιο ή ελάττωμα στο διορισμό μέλους του δεν επιφέρει ακυρότητα των πράξεων ή διαδικασιών του Συμβουλίου.

(5) Απαγορεύεται σε μέλος του Συμβουλίου να μετέχει ή να παρίσταται στη συζήτηση και στη λήψη αποφάσεων από το Συμβούλιο για θέματα που αφορούν συνδεδεμένα με αυτό πρόσωπα.

(6) Απαρτία σε συνεδρίαση του Συμβουλίου του Φορέα αποτελεί η παρουσία τουλάχιστον τεσσάρων (4) μελών του, από τα οποία απαραίτητα το ένα είναι ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου.

(7) Οι αποφάσεις του Συμβουλίου λαμβάνονται κατά πλειοψηφία των παρόντων μελών και σε περίπτωση ισοψηφίας, ακολουθεί δεύτερη ψηφοφορία, κατά την οποία μέλος το οποίο προεδρεύει της συνεδρίασης έχει νικώσα ψήφο.

(8) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, το Συμβούλιο ρυθμίζει τον τρόπο διεξαγωγής των εργασιών του και ειδικά τον τρόπο σύγκλησης των συνεδριών, την ακολουθούμενη κατά τις συνεδρίες διαδικασία και τον τρόπο τήρησης και επικύρωσης των πρακτικών των συνεδριών:

Νοείται ότι, ο Επίτροπος ή εν τη απουσία του ο Βοηθός Επίτροπος, καλείται από το Συμβούλιο του Φορέα, να παρίσταται στις συνεδρίες του Συμβουλίου, χωρίς δικαίωμα ψήφουː

Νοείται περαιτέρω ότι, ο Επίτροπος ή εν τη απουσία του ο Βοηθός Επίτροπος αποχωρεί από τη συνεδρία του Συμβουλίου κατά τη λήψη αποφάσεων:

Νοείται έτι περαιτέρω ότι, ο  Επίτροπος και ο  Βοηθός Επίτροπος δεν μετέχουν ή παρίστανται στη συζήτηση και στη λήψη αποφάσεων από το Συμβούλιο για θέματα που αφορούν τους ίδιους προσωπικά ή συνδεδεμένα με αυτούς πρόσωπα.

(9) Τα μέλη του Συμβουλίου λαμβάνουν αποζημίωση, το ποσό της οποίας καθορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο.

(10) Τα μέλη του Συμβουλίου ή συνδεδεμένα με αυτό πρόσωπα δε δύναται να αποκομίζουν όφελος από συμβόλαια που συνάπτονται, συναλλαγές που γίνονται ή υπηρεσίες που προσφέρονται σε σχέση με τις ανάγκες του Φορέα.

(11) Το Συμβούλιο λαμβάνοντας υπόψη εισήγηση του Επιτρόπου, προβαίνει στις προσλήψεις, παύσεις και προαγωγές των υπαλλήλων που αποτελούν το προσωπικό του Φορέα και στην άσκηση πειθαρχικού ελέγχου επ’ αυτών.