Έρευνα πειθαρχικών παραπτωμάτων

30.-(1) Όταν καταγγελθεί στο Συμβούλιο ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο υποπέσει στην αντίληψή του ότι εγγεγραμμένος κτηματομεσίτης δυνατόν να έχει διαπράξει οποιοδήποτε πειθαρχικό παράπτωμα από τα αναφερόμενα στο εδάφιο (1) του άρθρου 28, τότε το Συμβούλιο μεριμνά αμέσως όπως διεξαχθεί έρευνα σύμφωνα με διαδικασία που καθορίζεται με κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(2) Όταν από την έρευνα που έχει διεξαχθεί δυνάμει του εδαφίου (1) αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος, ο επηρεαζόμενος εγγεγραμμένος κτηματομεσίτης πληροφορείται γραπτώς για την εναντίον του υπόθεση και παρέχεται σ’ αυτόν ευκαιρία να ακουστεί είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω δικηγόρου.

(3) Η ακρόαση της υπόθεσης διεξάγεται σύμφωνα με διαδικασία η οποία καθορίζεται με κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(4) Το Συμβούλιο με την απόφασή του μπορεί είτε να βρει τον ενδιαφερόμενο εγγεγραμμένο κτηματομεσίτη ένοχο όλων ή οποιωνδήποτε από τα πειθαρχικά παραπτώματα για τα οποία κατηγορείται και να του επιβάλει οποιαδήποτε από τις πειθαρχικές κυρώσεις την οποία θα δικαιολογούσαν οι περιστάσεις της υπόθεσης ή να τον απαλλάξει από την κατηγορία. Οι αποφάσεις αυτές του Συμβουλίου ανακοινώνονται στον τύπο.

(5) Κάθε πρόσωπο, εκτός του κατηγορουμένου, περιλαμβανομένου οποιουδήποτε εγγεγραμμένου κτηματομεσίτη, το οποίο καλείται αρμοδίως να εμφανιστεί ενώπιον του Συμβουλίου και παραλείπει χωρίς αιτία να προσέλθει κατά το χρόνο και στον τόπο που αναφέρεται στην κλήση ή κατά τη διάρκεια της ακρόασης της υπόθεσης ή το οποίο αρνείται να απαντήσει σε οποιαδήποτε νόμιμα τιθέμενη ερώτηση, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα πεντακόσια ευρώ.