Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -

«αρμόδια αρχή» σημαίνει την Υπηρεσία Ενέργειας του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που εξουσιοδοτείται γενικά ή ειδικά από αυτήν για την εφαρμογή του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών και των διαταγμάτων που εκδίδονται δυνάμει αυτού˙

«βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης» σημαίνει τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης στην τελική χρήση, λόγω τεχνολογικών, συμπεριφορικών ή/και οικονομικών αλλαγών·

«διανομέας ενέργειας» σημαίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για τη μεταφορά ενέργειας, προκειμένου να την παραδώσει σε τελικούς καταναλωτές και σταθμούς διανομής που πωλούν ενέργεια σε τελικούς καταναλωτές. Ο παρών ορισμός εξαιρεί τους διαχειριστές συστημάτων διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου οι οποίοι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ορισμού του «διαχειριστή συστήματος διανομής»·

«διάταγμα» σημαίνει διάταγμα που εκδίδει ο Υπουργός δυνάμει του άρθρου 8·

«διαχειριστής συστήματος διανομής» σημαίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την εκμετάλλευση, την εξασφάλιση της συντήρησης και, εφόσον απαιτείται, την ανάπτυξη του συστήματος διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου σε μια συγκεκριμένη περιοχή και, ανάλογα με την περίπτωση, των διασυνδέσεών του με άλλα συστήματα και για την εξασφάλιση της μακροχρόνιας δυνατότητας του συστήματος να ανταποκρίνεται σε εύλογες απαιτήσεις διανομής ηλεκτρικής ενέργειας ή φυσικού αερίου·

«ενέργεια» σημαίνει όλες τις μορφές εμπορικώς διαθέσιμης ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων της ηλεκτρικής ενέργειας, του φυσικού αερίου (συμπεριλαμβανομένου του υγροποιημένου φυσικού αερίου και του υγραερίου), κάθε καυσίμου που χρησιμοποιείται για θέρμανση και ψύξη (συμπεριλαμβανομένης της τηλεθέρμανσης και της τηλεψύξης), του άνθρακα και του λιγνίτη, της τύρφης, των καυσίμων κίνησης (πλην των καυσίμων αεροσκαφών και των καυσίμων πλοίων), και της βιομάζας, όπως ορίζεται στον περί Προώθησης και Ενθάρρυνσης της Χρήσης Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και της Εξοικονόμησης Ενέργειας Νόμο·

«ενεργειακή απόδοση» σημαίνει το λόγο της εκροής επιδόσεων, υπηρεσιών, αγαθών ή ενέργειας προς την εισροή ενέργειας·

«ενεργειακός ελεγκτής» σημαίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο διενεργεί ενεργειακούς ελέγχους και κατέχει άδεια ενεργειακού ελεγκτή·

«ενεργειακός έλεγχος» σημαίνει τη συστηματική διαδικασία από την οποία προκύπτει επαρκής γνώση του υφιστάμενου συνόλου χαρακτηριστικών ενεργειακής κατανάλωσης ενός κτιρίου ή μιας ομάδας κτιρίων, μιας βιομηχανικής δραστηριότητας ή/και εγκατάστασης και ιδιωτικών ή δημόσιων υπηρεσιών, με την οποία εντοπίζονται και προσδιορίζονται ποσοτικά οι οικονομικώς αποτελεσματικές δυνατότητες εξοικονόμησης ενέργειας και μετά την οποία συντάσσεται έκθεση αποτελεσμάτων·

«ενεργειακή υπηρεσία» σημαίνει το φυσικό όφελος, χρησιμότητα ή πλεονέκτημα που προκύπτει από συνδυασμό ενέργειας με ενεργειακώς αποδοτική τεχνολογία ή/και ενέργεια, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει τις εργασίες, τη συντήρηση και τον έλεγχο που απαιτούνται για την παροχή της υπηρεσίας, παρέχεται βάσει συμβάσεως και υπό κανονικές συνθήκες έχει αποδείξει ότι οδηγεί σε επαληθεύσιμη (με μέτρηση ή εκτίμηση) βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης ή/και εξοικονόμηση πρωτογενούς ενέργειας·

«εξουσιοδοτημένος λειτουργός» σημαίνει τον λειτουργό που έχει εξουσιοδοτηθεί από τον Υπουργό για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου·

«εξοικονόμηση ενέργειας» σημαίνει την ποσότητα εξοικονομούμενης ενέργειας, η οποία προσδιορίζεται με τη μέτρηση ή/και τον κατ' εκτίμηση υπολογισμό της κατανάλωσης πριν και μετά την υλοποίηση ενός ή περισσότερων μέτρων βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης, με ταυτόχρονη εξασφάλιση της σταθερότητας των εξωτερικών συνθηκών που επηρεάζουν την ενεργειακή κατανάλωση·

«Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων·

«Επιτροπή  Ενεργειακών Ελεγκτών» σημαίνει την Επιτροπή η οποία συνίσταται με βάση Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει της παραγράφου (ζ), του εδαφίου (2) του άρθρου 9·

«Εταιρεία Ενεργειακών Υπηρεσιών (ΕΕΥ)» [Αντικαστάθηκε από τον όρο "παροχος ενεργειακής υπηρεσίας"]·

«εταιρεία λιανικής πώλησης ενέργειας» σημαίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που πωλεί ενέργεια σε τελικούς καταναλωτές·

«Κανονισμοί» σημαίνει τους Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 9 του παρόντος Νόμου·

«κατηγορία» σημαίνει οποιαδήποτε από τις κατηγορίες που καθορίζονται βάσει κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 9·

«μέτρα βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης» σημαίνει όλες τις δράσεις που κανονικά οδηγούν σε επαληθεύσιμη ή μετρήσιμη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης·

«μικροδιανομέας, μικρός διαχειριστής συστημάτων διανομής και μικροεταιρεία λιανικής πώλησης» σημαίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο διανέμει ή πωλεί ενέργεια σε τελικούς καταναλωτές, και το οποίο διανέμει ή πωλεί λιγότερο από το ισοδύναμο 75GWh ενέργειας ετησίως ή απασχολεί λιγότερο από δέκα άτομα ή του οποίου ο ετήσιος κύκλος εργασιών ή/και ετήσιος ισολογισμός δεν υπερβαίνει τα δύο εκατομμύρια ευρώ (€2.000.000)·

«πάροχος ενεργειακής υπηρεσίας» σημαίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει ενεργειακές υπηρεσίες ή άλλα μέτρα βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης σε εγκαταστάσεις ή οίκημα τελικού καταναλωτή·

«Σύμβαση Ενεργειακής Απόδοσης» ή «ΣΕΑ» σημαίνει τη σύμβαση η οποία συνάπτεται μεταξύ του δικαιούχου και παρόχου μέτρου βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης, η οποία επαληθεύεται και παρακολουθείται καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης, στο πλαίσιο της οποίας  πραγματοποιούνται πληρωμές για επενδύσεις (έργου, προμήθειας ή υπηρεσίας) για το μέτρο αυτό, οι οποίες συνδέονται με ένα συμβατικώς συμφωνηθέν επίπεδο βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης ή με άλλο συμφωνηθέν κριτήριο ενεργειακής απόδοσης, όπως η εξοικονόμηση χρημάτων∙

«τελικός καταναλωτής» σημαίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αγοράζει ενέργεια για δική του τελική χρήση·

«Υπηρεσία Ενέργειας» σημαίνει την Υπηρεσία Ενέργειας του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού· και

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού.