Κένωση θέσης

13.-(1) Η θέση του Προέδρου, άλλου μέλους ή αναπληρωματικού μέλους της Επιτροπής κενούται -

(α) σε περίπτωση λήξης της θητείας του· ή

(β) σε περίπτωση θανάτου του· ή

(γ) σε περίπτωση παραίτησής του κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2)· ή

(δ) σε περίπτωση κωλύματος στην άσκηση των καθηκόντων του για περίοδο πέραν των έξι μηνών· ή

(ε) σε περίπτωση έκπτωσής του, η οποία κηρύσσεται από το Υπουργικό Συμβούλιο κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (3).

(2) Ο Πρόεδρος, άλλο μέλος ή αναπληρωματικό μέλος της Επιτροπής δύναται να υποβάλει γραπτώς στο Υπουργικό Συμβούλιο την παραίτησή του από τη θέση του αυτή· η προαναφερόμενη παραίτηση δεν υπόκειται σε ανάκληση, επενεργεί δε αμέσως χωρίς να προαπαιτείται αποδοχή της από το Υπουργικό Συμβούλιο.

(3)(α) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να κηρύξει έκπτωτο τον Πρόεδρο, άλλο μέλος ή αναπληρωματικό μέλος της Επιτροπής, εάν συντρέχει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) εάν κατά τους κρατούντες στη Δημοκρατία νόμους κηρύχτηκε σε κατάσταση πτώχευσης ή εάν εκδόθηκε κατ’ αυτού διάταγμα διορισμού συνδίκου ή αν ήλθε σε συμβιβασμό με τους πιστωτές του·

(ii) εάν κατά τους κρατούντες στη Δημοκρατία νόμους κηρύχτηκε σε κατάσταση φρενοβλάβειας ή άνοιας·

(iii) εάν καταδικάστηκε για ποινικό αδίκημα ατιμωτικό ή που ενέχει ηθική αισχρότητα·

(iv) εάν λόγω φυσικής αναπηρίας ή ασθένειας αδυνατεί να εκτελέσει τα καθήκοντά του·

(v) εάν διατήρησε ή απόκτησε οικονομικό ή άλλο συμφέρον δυνάμενο να επηρεάσει το αμερόληπτο της κρίσης του και δεν υπέβαλε την παραίτησή του·

(vi) εάν καταχράστηκε τη θέση του κατά τρόπο ώστε τυχόν συνέχιση της θητείας του να αποβεί επιβλαβής για το δημόσιο συμφέρον·

(vii) ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής, σε περίπτωση αδικαιολόγητης αποχής από την άσκηση των καθηκόντων του και ιδιαίτερα ύστερα από αδικαιολόγητη απουσία από τις συνεδρίες της Επιτροπής για τρεις συνεχείς φορές.

(β) Πριν κηρύξει έκπτωτο οποιοδήποτε πρόσωπο δυνάμει της παραγράφου (α), το Υπουργικό Συμβούλιο παρέχει την ευκαιρία στο πρόσωπο αυτό να του υποβάλει τις απόψεις του.

Στην προκειμένη περίπτωση, εφαρμόζονται τα εδάφια (3), (4) και (6) του άρθρου 43 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999.