Κανόνες που διέπουν την ενώπιον της Επιτροπής διαδικασία

17.-(1) Η Επιτροπή αποφασίζει να κινήσει διαδικασία εξέτασης μιας παράβασης, εφόσον ύστερα από δέουσα προκαταρκτική έρευνα που διενεργείται από την Υπηρεσία, η Επιτροπή διαπιστώσει πιθανολογούμενη παράβαση των άρθρων 3 και/ή 6 και/ή των Άρθρων 101 ΣΛΕΕ και/ή 102 ΣΛΕΕ.

(2) Η Επιτροπή καταρτίζει γραπτή έκθεση προς ενημέρωση των επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, περί των αιτιάσεων που διατυπώνονται σε βάρος τους. Η εν λόγω έκθεση αιτιάσεων κοινοποιείται προς αυτές ή σε δεόντως εξουσιοδοτημένο πρόσωπο των εν λόγω επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, με οποιοδήποτε τρόπο με τον οποίο γίνεται κλήτευση σύμφωνα με το άρθρο 45.

(3) Σε περίπτωση που μεταβληθούν τα υφιστάμενα στοιχεία ενώπιον της Επιτροπής ή προκύψουν νέα στοιχεία, η Επιτροπή δύναται να προβεί σε τροποποίηση των αιτιάσεων που διατυπώνονται εναντίον των εμπλεκομένων επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων και στην κατάρτιση και κοινοποίηση τροποποιημένης έκθεσης αιτιάσεων προς τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων.

(4) Κατά των ενώπιον της Επιτροπής διαδικασιών για εξέταση παραβάσεων, ή για εξέταση καταγγελιών υποβαλλόμενων δυνάμει του παρόντος Νόμου, ή για οποιαδήποτε άλλη διαδικασία προβλέπεται στο παρόντα Νόμο και/ή στους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους κανονισμούς, δύνανται να παρίστανται -

(α) κατόπιν πρόσκλησης της Επιτροπής-

(i) τα πρόσωπα που υπέβαλαν την καταγγελία, αυτοπροσώπως, διά πληρεξούσιου δικηγόρου ή αυτοπροσώπως μαζί με πληρεξούσιο δικηγόρο,

(ii) τα πρόσωπα που εμπλέκονται στη διαδικασία ή/και καταγγελία ενώπιον της Επιτροπής,

(iii) οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, κατά την κρίση της Επιτροπής, θα βοηθήσει στην εξέταση της παράβασης και/ή της καταγγελίας.

(β) οποιοδήποτε μέλος του προσωπικού που υπηρετεί στην Υπηρεσία:

Νοείται ότι τα πιο πάνω εφαρμόζονται και για τις διαδικασίες οι οποίες κινούνται αυτεπάγγελτα από την Επιτροπή για παραβάσεις των άρθρων 3 και/ή 6 του παρόντος Νόμου, καθώς και των Άρθρων 101 ΣΛΕΕ και/ή 102 ΣΛΕΕ:

Νοείται περαιτέρω ότι τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο (α) αποχωρούν πριν από την έναρξη της συζήτησης της Επιτροπής για λήψη απόφασης.

(5) Στους κατά τα ανωτέρω καλουμένους να παραστούν, τάσσεται εύλογη υπό τις περιστάσεις προθεσμία, η οποία σε δικαιολογημένες περιπτώσεις δύναται να παραταθεί.

(6) Σε όλους τους κατά τα ανωτέρω παριστάμενους στην ενώπιον της Επιτροπής διαδικασία παρέχεται κάθε δυνατή ευκαιρία προς υποβολή γραπτών παρατηρήσεων επί των αιτιάσεων που διατυπώνονται σε βάρος τους και τάσσεται προς τούτο εύλογη προθεσμία, η οποία σε δικαιολογημένες περιπτώσεις δύναται να παραταθεί. Η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λάβει υπόψη γραπτές παρατηρήσεις οι οποίες υποβλήθησαν μετά την εκπνοή της ταχθείσας προθεσμίας:

Νοείται ότι οι κατά τα ανωτέρω παριστάμενοι, κατά την υποβολή γραπτών παρατηρήσεων, προσδιορίζουν σαφώς τυχόν εμπιστευτικής φύσεως πληροφορίες και/ή επιχειρηματικά απόρρητα.

(7) Σε περίπτωση που επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, προς την οποία κοινοποιήθηκε η έκθεση αιτιάσεων, παραλείψει και/ή αρνηθεί να υποβάλει οποιεσδήποτε γραπτές παρατηρήσεις αναφορικά με τις αιτιάσεις που διατυπώνονται σε βάρος της εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η Επιτροπή δύναται να προχωρήσει στην έκδοση απόφασης για τις κατ’ισχυρισμόν παραβάσεις που περιέχονται στην έκθεση αιτιάσεων.

(8) Οι ανωτέρω καλούμενοι έχουν το δικαίωμα, στο πλαίσιο της υποβαλλόμενης από αυτούς γραπτής ανάπτυξης της υπόθεσής τους, να αιτηθούν την ανάπτυξη των επιχειρημάτων τους στα πλαίσια προφορικής διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής, η δε Επιτροπή δύναται να εγκρίνει ή απορρίψει τέτοιο αίτημα. Η Επιτροπή δύναται με απόφασή της να καθορίζει τη χρονική διάρκεια της ανάπτυξης των επιχειρημάτων των καλουμένων, στα πλαίσια προφορικής διαδικασίας ενώπιόν της.

(9) Σε ό,τι αφορά την Επιτροπή, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

(α) η Επιτροπή δεν έχει υποχρέωση να κοινοποιήσει στην επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων εναντίον της οποίας στρέφεται η καταγγελία ή η αυτεπάγγελτη έρευνα, ολόκληρο το σχηματισθέντα από την Επιτροπή φάκελο επί της υπόθεσης· οφείλει όμως, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 33, να κοινοποιήσει προς αυτήν εκείνα τα έγγραφα του φακέλου πάνω στα οποία προτίθεται να στηρίξει την απόφασή της, εξαιρουμένων εκείνων των εγγράφων που αποτελούν επαγγελματικά απόρρητα. ή, εάν τα έγγραφα αυτά είναι ήδη προσιτά στην επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, να της τα υποδείξει γραπτώς, ώστε αυτή η επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων να είναι έγκαιρα ενήμερη για όλα τα έγγραφα που θα χρησιμοποιηθούν από την Επιτροπή ως αποδεικτικά στοιχεία·

(β) δεν επιτρέπεται στην Επιτροπή να στηρίξει απόφασή της πάνω σε έγγραφο που δεν κοινοποιήθηκε ή υποδείχθηκε στην επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων εναντίον της οποίας στρέφεται η καταγγελία ή η αυτεπάγγελτη έρευνα, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (α)·

(γ) κατά τη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής, εάν η Επιτροπή προτίθεται να στηρίξει την απόφασή της σε έγγραφο το οποίο δεν κοινοποίησε ή υπόδειξε στην επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων εναντίον της οποίας στρέφεται η καταγγελία ή η αυτεπάγγελτη έρευνα, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (α), η Επιτροπή έχει υποχρέωση να κοινοποιήσει το εν λόγω έγγραφο προς την εν λόγω επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων και να της δώσει εύλογο χρόνο για εξέταση του εν λόγω εγγράφου.

(δ) τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των διατάξεων του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, ο εσωτερικός Κανονισμός που διέπει τις εργασίες της Επιτροπής καθορίζεται από την ίδια την Επιτροπή.