Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -

«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·

«δημοσιοποίηση» σημαίνει τη δημοσιοποίηση ρυθμιζόμενων πληροφοριών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 37·

«διαχείριση χαρτοφυλακίου» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο εδάφιο (1), του άρθρου 2 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου του 2007·

«Διεθνή Πρότυπα Ελέγχου» σημαίνει τα εκάστοτε εν ισχύι Διεθνή Πρότυπα Ελέγχου (International Standards on Auditing (ISA)) καθώς και τα συναφή κείμενα, τα οποία εκδίδονται από το International Auditing and Assurance Board (IAASB)·

«Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης» σημαίνει τα εκάστοτε εν ισχύι Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης (IFRS) και διερμηνείες που εκδίδονται από το Συμβούλιο Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (International Accounting Standards Board (IASB)) και περιλαμβάνουν τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (IAS)·

«δικαστήριο» σημαίνει δικαστήριο αρμόδιας δικαιοδοσίας·

«ειδικός διαπραγματευτής» (market maker) σημαίνει πρόσωπο, που δραστηριοποιείται στις χρηματοοικονομικές αγορές σε συνεχή βάση και αναλαμβάνει να συναλλάσσεται για ίδιο λογαριασμό, αγοράζοντας και πουλώντας χρηματοοικονομικά μέσα έναντι ιδίων κεφαλαίων, σε τιμές που καθορίζει ο ίδιος·

«εκδότης» σημαίνει -

(α) Το νομικό πρόσωπο ιδιωτικού ή δημόσιου δικαίου, περιλαμβανομένου του κράτους, του οποίου κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά·

(β) αναφορικά με αποθετήρια έγγραφα κινητών αξιών, το νομικό πρόσωπο που εξέδωσε τις αντιπροσωπευόμενες στο έγγραφο αυτό κινητές αξίες·

«ελεγκτής» στην περίπτωση της Δημοκρατίας, έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο εδάφιο (1), του άρθρου 2 του περί Εταιρειών Νόμου και, στην περίπτωση άλλου κράτους μέλους, σημαίνει το πρόσωπο που έχει τα απαιτούμενα προσόντα νόμιμου ελεγκτή, σύμφωνα με τη νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους που στοχεύει στην εναρμόνιση με την οδηγία 2006/43/ΕΚ·

«ελεγχόμενη επιχείρηση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο άρθρο 3·

«Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς» σημαίνει το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, που συστάθηκε και λειτουργεί δυνάμει του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου.

«επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών» ή «ΕΠΕΥ» στην περίπτωση της Δημοκρατίας, έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο εδάφιο (1) του άρθρου 2 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου και, στην περίπτωση άλλου κράτους μέλους, σημαίνει την επιχείρηση επενδύσεων, που δραστηριοποιείται σύμφωνα με τη νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους που στοχεύει στην εναρμόνιση με την οδηγία 2004/39/ΕΚ·

«εταιρεία διαχείρισης» στην περίπτωση της Δημοκρατίας, έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο άρθρο 41 του περί των Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (ΟΣΕΚΑ) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου και, στην περίπτωση άλλου κράτους μέλους, σημαίνει την εταιρεία που δραστηριοποιείται, σύμφωνα με τη νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους που στοχεύει στην εναρμόνιση με την οδηγία 85/611/ΕΟΚ·

«ετήσιο δελτίο» στην περίπτωση της Δημοκρατίας, έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο άρθρο 2 του περί Δημόσιας Προσφοράς και Ενημερωτικού Δελτίου Νόμου του 2005 και, στην περίπτωση άλλου κράτους μέλους, το ενημερωτικό δελτίο που καταρτίζεται σύμφωνα με τη νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους που στοχεύει στην εναρμόνιση με την οδηγία 2003/71/ΕΚ·

«Ευρωπαϊκή Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων·

Επίσημη Εφημερίδα της Ε.Ε.:L 243, 11.9.2002, σ.1.

«Κανονισμός 1606/2002» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο “Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Ιουλίου 2002 για την εφαρμογή των διεθνών λογιστικών προτύπων”, όπως εκάστοτε τροποποιείται·

«Κεντρική Τράπεζα» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, η οποία ιδρύθηκε δυνάμει του άρθρου 3 των περί της Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου Νόμων του 1963 μέχρι 2001 και λειτουργεί δυνάμει των περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμων του 2002 έως 2007·

«κινητές αξίες» σημαίνει τις κατηγορίες κινητών αξιών που επιδέχονται διαπραγμάτευσης στην κεφαλαιαγορά, εξαιρουμένων -

(α) Των μέσων πληρωμής (instruments of payment), και

(β) των μέσων χρηματαγοράς (money market instruments) διάρκειας μικρότερης των δώδεκα μηνών,

και περιλαμβάνει -

(αα) Μετοχές εταιρειών και άλλους τίτλους ισοδύναμους με μετοχές εταιρειών, συνεταιρισμών και άλλων οντοτήτων, καθώς και αποθετήρια έγγραφα μετοχών,

(ββ) ομόλογα ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους καθώς και αποθετήρια έγγραφα τέτοιων κινητών αξιών,

(γγ) κάθε άλλη κινητή αξία, η οποία είτε παρέχει δικαίωμα αγοράς ή πώλησης παρόμοιων μεταβιβάσιμων κινητών αξιών είτε επιδέχεται διακανονισμού με ρευστά διαθέσιμα, που προσδιορίζεται κατόπιν αναφοράς προς κινητές αξίες, νομίσματα, επιτόκια, αποδόσεις, αξίες εμπορευμάτων ή άλλους δείκτες ή μεγέθη·

«κινητές αξίες εκδιδόμενες συνεχώς ή κατ’ επανάληψη» σημαίνει τους χρεωστικούς τίτλους του ίδιου εκδότη συνεχούς ροής ή τουλάχιστον δύο ξεχωριστές εκδόσεις κινητών αξιών παρόμοιου είδους ή/ και κατηγορίας·

«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλο κράτος που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, η οποία υπογράφηκε στο Οπόρτο την 2α Μαϊου 1992, και προσαρμόστηκε από το Πρωτόκολλο το οποίο υπογράφηκε στις Βρυξέλλες την 17η Μαϊου 1993, όπως η Συμφωνία αυτή περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται·

«κράτος μέλος καταγωγής» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο άρθρο 5·

«κράτος μέλος υποδοχής» σημαίνει το κράτος μέλος, στο οποίο οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, εφόσον αυτό είναι διαφορετικό από το κράτος μέλος καταγωγής·

«μερίδια οργανισμού συλλογικών επενδύσεων» σημαίνει τις κινητές αξίες που εκδίδει οργανισμός συλλογικών επενδύσεων, ως παραστατικά των δικαιωμάτων των συμμετεχόντων επί των περιουσιακών στοιχείων του οργανισμού αυτού·

«μέσα χρηματαγοράς» σημαίνει τις κατηγορίες μέσων που αποτελούν αντικείμενο συνήθους διαπραγμάτευσης στη χρηματαγορά, όπως έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου, τίτλοι παρακαταθήκης και εμπορικά γραμμάτια, εξαιρουμένων των μέσων πληρωμής·

«μέτοχος» σημαίνει πρόσωπο, ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, το οποίο κατέχει άμεσα ή έμμεσα -

(α) Μετοχές εκδότη, στο όνομά του και για λογαριασμό του,

(β) μετοχές εκδότη, στο όνομά του, αλλά για λογαριασμό άλλου προσώπου,

(γ) αποθετήρια έγγραφα, εφόσον ο κομιστής των αποθετηρίων εγγράφων θεωρείται ως ο κάτοχος των μετοχών που εκπροσωπούνται από το αποθετήριο έγγραφο·

«μητρική εταιρεία» στην περίπτωση της Δημοκρατίας, έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο άρθρο 148 του περί Εταιρειών Νόμου και, στην περίπτωση άλλου κράτους μέλους, σημαίνει την εταιρεία που πληροί τις προϋποθέσεις της νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους που στοχεύει στην εναρμόνιση με την οδηγία 83/349/ΕΟΚ·

«Οδηγία» σημαίνει την κανονιστικού περιεχομένου οδηγία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση του παρόντος Νόμου και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας·

«οδηγία 78/660/ΕΟΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο “τέταρτη οδηγία 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 25ης Ιουλίου 1978 βασιζόμενη στο άρθρο 54, παράγραφος 3, περίπτωση ζ) της συνθήκης περί των ετησίων λογαριασμών εταιριών ορισμένων μορφών”, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2006/99/ΕΚ και όπως περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται·

«οδηγία 83/349/ΕΟΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο “έβδομη οδηγία του Συμβουλίου 83/349/ΕΟΚ της 13ης Ιουνίου 1983 βασιζόμενη στο άρθρο 54 παράγραφος 3 περίπτωση ζ) της συνθήκης για τους ενοποιημένους λογαριασμούς”, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2006/99/ΕΚ και όπως περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται·

«οδηγία 85/611/ΕΟΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο “οδηγία του Συμβουλίου της 20ης Δεκεμβρίου 1985 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ)”, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2005/1/ΕΚ και όπως περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται·

«οδηγία 2000/12/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο “οδηγία 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ης Μαρτίου 2000 σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων”, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2006/29/ΕΚ και όπως περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται·

«οδηγία 2003/71/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο “οδηγία 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Νοεμβρίου 2003 σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση και την τροποποίηση της οδηγία 2001/34/ΕΚ” όπως εκάστοτε τροποποιείται·

«οδηγία 2004/39/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο “οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Απριλίου 2004 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου”, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2006/31/ΕΚ και όπως περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται·

«οδηγία 2004/109/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο “Οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 2004 για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ” όπως εκάστοτε τροποποιείται·

«οδηγία 2006/43/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο “οδηγία 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 2006 για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών, για την τροποποίηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 84/253/ΕΟΚ του Συμβουλίου”, όπως εκάστοτε τροποποιείται·

«οδηγία 2006/49/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο “οδηγία 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2006 για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων”, όπως εκάστοτε τροποποιείται·

«οργανισμός συλλογικών επενδύσεων πλην των οργανισμών κλειστού τύπου» σημαίνει τα εμπιστεύματα (unit trusts) και τις εταιρείες επενδύσεων -

(α) Των οποίων αντικείμενο είναι η συλλογική επένδυση κεφαλαίων που συγκεντρώνονται από το κοινό και των οποίων η λειτουργία βασίζεται στην αρχή της διασποράς του κινδύνου, και

(β) τα μερίδια των οποίων, κατ’ αίτηση του κατόχου αυτών των μεριδίων, επαναγοράζονται ή εξαργυρώνονται, άμεσα ή έμμεσα, από τα περιουσιακά στοιχεία του οργανισμού αυτού·

«πιστωτικό ίδρυμα» σημαίνει -

(α) Στην περίπτωση της Δημοκρατίας, τράπεζα και/ ή συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα,

(β) στην περίπτωση άλλου κράτους μέλους, πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί, σύμφωνα με τη νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους που στοχεύει στην εναρμόνιση με την οδηγία 2000/12/ΕΚ,

(γ) στην περίπτωση τρίτης χώρας, πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας, δυνάμει αντίστοιχης νομοθεσίας της οικείας τρίτης χώρας·

«ρυθμιζόμενες πληροφορίες» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο άρθρο 6·

«ρυθμιζόμενη αγορά» ή «οργανωμένη αγορά» στην περίπτωση της Δημοκρατίας έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο εδάφιο (1), του άρθρου 2 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου και, στην περίπτωση άλλου κράτους μέλους, σημαίνει την αγορά σύμφωνα με τη νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους που στοχεύει στην εναρμόνιση με την οδηγία 2004/39/ΕΚ·

«συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο άρθρο 2 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου.

«τράπεζα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο άρθρο 2 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου.

«τρίτη χώρα» σημαίνει χώρα που δεν είναι κράτος μέλος·

«χρεωστικοί τίτλοι» σημαίνει τα ομόλογα ή άλλες μορφές μεταβιβάσιμων τιτλοποιημένων χρεών, εξαιρουμένων των κινητών αξιών -

(α) Οι οποίες ισοδυναμούν με μετοχές εταιρειών, ή

(β) οι οποίες, αν μετατραπούν ή αν εξασκηθούν τα δικαιώματα που παρέχονται από αυτές, δίδουν το δικαίωμα να αποκτηθούν μετοχές ή άλλες κινητές αξίες ισοδύναμες με μετοχές·

«Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου» σημαίνει το Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, που έχει συσταθεί δυνάμει του άρθρου 3 του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου.

«χρηματοοικονομικά μέσα» σημαίνει τις κινητές αξίες, τα συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίου και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου, που αναφέρεται στο Μέρος ΙΙΙ του Τρίτου Παραρτήματος του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου.