Διάταγμα Παγώματος, ακύρωση ή τροποποίησή του και διορισμός παραλήπτη

14. (1) Το δικαστήριο έχει την εξουσία να εκδίδει διάταγμα παγώματος σε περίπτωση κατά την οποία-

(α) Έχει αρχίσει και δεν έχει περατωθεί ή επίκειται η έναρξη εντός της Δημοκρατίας ποινικής διαδικασίας εναντίον προσώπου για διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος, ή έχει γίνει αίτηση από το Γενικό Εισαγγελέα δυνάμει των άρθρων 28, 35 ή 36 του Νόμου αυτού˙ ή

(β) η Μονάδα κατέχει πληροφορία βάσει της οποίας δημιουργείται εύλογη υποψία ότι πρόσωπο δύναται να κατηγορηθεί για διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες˙ και

(γ) το δικαστήριο είναι ικανοποιημένο ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι-

(ii) Στην περίπτωση αίτησης δυνάμει του άρθρου 36 πληρούνται οι διατάξεις του εδαφίου (3) του ίδιου άρθρου˙ και

(ii) το αναφερόμενο στις παραγράφους (α) και (β) πρόσωπο έχει αποκομίσει οποιοδήποτε όφελος από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος.

(2) Το διάταγμα παγώματος το οποίο εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1) απαγορεύει τη συναλλαγή με οποιοδήποτε τρόπο σε ρευστοποιήσιμη περιουσία. Η απαγόρευση υπόκειται σε όρους ή εξαιρέσεις που το δικαστήριο επιβάλλει ή καθορίζει στο διάταγμα.

(3) Το διάταγμα παγώματος δύναται να επηρεάζει-

(α) Ολόκληρη τη ρευστοποιήσιμη περιουσία την οποία έχει συγκεκριμένο πρόσωπο, ανεξάρτητα αν αυτή περιγράφεται ή όχι στο διάταγμα˙ και

(β) τη ρευστοποιήσιμη εκείνη περιουσία την οποία έχει συγκεκριμένο πρόσωπο η οποία μεταβιβάστηκε σ' αυτό μετά την έκδοση του διατάγματος.

(4) Οι πρόνοιες του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται σε σχέση με περιουσία η οποία βαρύνεται με διάταγμα επιβάρυνσης το οποίο έχει εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 15.

(5) Το διάταγμα παγώματος-

(α) Εκδίδεται κατόπιν μονομερούς αίτησης (ex parte) του Γενικού Εισαγγελέα˙ και

(β) περιλαμβάνει πρόνοια για την επίδοση ειδοποίησης προς όλα τα επηρεαζόμενα από το διάταγμα πρόσωπα.

(6) Το διάταγμα παγώματος-

(α) Δύναται να ακυρωθεί ή να τροποποιηθεί αναφορικά με την περιουσία που επηρεάζεται˙

(β) ακυρώνεται μετά την περάτωση της ποινικής διαδικασίας εναντίον του κατηγορουμένου για τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται˙

(γ) ακυρώνεται αν αίτηση δυνάμει του άρθρου 35 (Επανεξέταση υπόθεσης) ή του άρθρου 36 (Αναθεώρηση υπολογισμού εσόδων) δεν υποβληθεί σε εύλογο κατά τη γνώμη του δικαστηρίου χρόνο.

(7) Το δικαστήριο δύναται οποτεδήποτε μετά την έκδοση του διατάγματος παγώματος να διορίσει παραλήπτη-

(α) Για να θέσει υπό την κατοχή και τον έλεγχό του ρευστοποιήσιμη περιουσία˙ και

(β) για να διαχειρίζεται ή άλλως πως να συναλλάσσεται σε σχέση με την εν λόγω περιουσία, σύμφωνα με τις οδηγίες του δικαστηρίου:

Νοείται ότι για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και χωρίς επηρεασμό της γενικότητάς του, το δικαστήριο δύναται να διορίσει ως παραλήπτη και τον Επίσημο Παραλήπτη, ο οποίος για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος άρθρου, δύναται να εφαρμόζει και τις σχετικές πρόνοιες και διαδικασίες που προβλέπονται στον περί Πτώχευσης Νόμο και στους κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτού, καθώς και στον περί Εταιρειών Νόμο και στους περί Εταιρειών (Εκκαθάριση) Κανονισμούς, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.

(8) Το δικαστήριο δύναται κατά το διορισμό του παραλήπτη να επιβάλει τους όρους που κρίνει αναγκαίους και να διατάξει οποιοδήποτε πρόσωπο στην κατοχή του οποίου βρίσκεται περιουσία για την οποία έχει διορίσει o παραλήπτης να την παραδώσει σε αυτόν.

(9) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και χωρίς να επηρεάζεται η γενικότητά της, η φράση "συναλλάσσεται σε σχέση με περιουσία" περιλαμβάνει-

(α) Πληρωμή έναντι χρέους με σκοπό τη μείωσή του˙ και

(β) τη μετακίνηση ή μεταφορά της περιουσίας εκτός της Δημοκρατίας.

(10) Μετά την έκδοση διατάγματος παγώματος η ρευστοποιήσιμη περιουσία δύναται να κατασχεθεί με σκοπό να παρεμποδιστεί η μετακίνηση ή μεταφορά της εκτός Κύπρου.

(11) Περιουσία η οποία κατάσχεται δυνάμει του εδαφίου (10) πιο πάνω υπόκειται στις οδηγίες του δικαστηρίου.

(12) Το Δικαστήριο δεν ασκεί τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει του άρθρου αυτού-

(α) Αν ικανοποιηθεί ότι η προώθηση της διαδικασίας ή αίτησης καθυστερεί χωρίς να υπάρχει εύλογη αιτία˙ ή

(β) αν ο Γενικός Εισαγγελέας δηλώσει ότι δε σκοπεύει να προωθήσει την εν λόγω διαδικασία ή αίτηση.