Ερμηνεία

2. (1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, εκτός αν προκύπτει από το κείμενο διαφορετική έννοια:

"αδίκημα διακίνησης ναρκωτικών" σημαίνει οποιοδήποτε αδίκημα το οποίο διαπράττεται κατά παράβαση-

(α) Tων άρθρων 4, 5, 5Α, 6, 7, 7Α, 9, 10, 12, 20, 21, 22, 25 και 26 του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου,

(β) του άρθρου 100 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου,

(γ) των παραγράφων (γ) και (δ) του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα σε σχέση με τη διάπραξη οποιουδήποτε από τα αδικήματα που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) πιο πάνω,

(δ) του άρθρου 370 του Ποινικού Κώδικα σε σχέση με τη διάπραξη οποιουδήποτε από τα αδικήματα που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) πιο πάνω και

(ε) του άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα σε σχέση με τη διάπραξη οποιουδήποτε από τα αδικήματα που αναφέρονται στην παράγραφο (α) πιο πάνω.

"αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες" σημαίνει τα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 4˙

"αδικήματα χρηματοδότησης της τρομοκρατίας" [Διαγράφηκε]˙

"ακίνητη ιδιοκτησία ή περιουσία" έχει την έννοια την οποία δίνει στον όρο αυτό ο περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμος˙

"άλλες δραστηριότητες" [Διαγράφηκε]·

"ανώτερο διοικητικό στέλεχος" σημαίνει στέλεχος ή υπάλληλο οντότητας με επαρκείς γνώσεις της έκθεσης της οντότητας στον κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, το οποίο είναι σε ανώτερη βαθμίδα στην ιεραρχία για τη λήψη αποφάσεων που επηρεάζουν την έκθεση σε κίνδυνο, ανεξαρτήτως του εάν το εν λόγω πρόσωπο είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου της οντότητας·

"γενεσιουργά αδικήματα" σημαίνει τα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 5·

"Γενικός Εισαγγελέας" σημαίνει το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας·

"δέσμευση" σημαίνει  προσωρινή απαγόρευση της μεταβίβασης, της καταστροφής, της μετατροπής, της διάθεσης ή της μετακίνησης περιουσίας ή την προσωρινή ανάληψη της φύλαξης ή του ελέγχου της περιουσίας·

"δήμευση" σημαίνει οριστική αποστέρηση της περιουσίας την οποία διατάσσει δικαστήριο σε σχέση με ποινικό αδίκημα·

"Δημοκρατία" σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·«“δικαιούχος σε ΠΥΚΣ” σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, μεμονωμένα ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα, κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, σε ΠΥΚΣ-

"δικαιούχος σε ΠΥΚΣ" σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, μεμονωμένα ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα, κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, σε ΠΥΚΣ-

(α) ειδική συμμετοχή, ή

(β) συμμετοχή βάσει της οποίας η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια του είκοσι τοις εκατό (20%), του τριάντα τοις εκατό (30%) ή του πενήντα τοις εκατό (50%), ή

(γ) συμμετοχή βάσει της οποίας ο ΠΥΚΣ καθίσταται θυγατρική επιχείρηση του εν λόγω προσώπου·

"δικαστήριο" σημαίνει κακουργιοδικείο ή επαρχιακό δικαστήριο κατά την άσκηση της ποινικής του δικαιοδοσίας·

"διοικητικό συμβούλιο" σημαίνει το συμβούλιο, την επιτροπή, ή/και το όργανο οντότητας, που έχει την εξουσία καθορισμού της στρατηγικής, των στόχων και της γενικής κατεύθυνσης της οντότητας αυτής και επιβλέπει και παρακολουθεί τη διαδικασία λήψης αποφάσεων αναφορικά με τη διοίκηση, περιλαμβανομένου προσώπου που πραγματικά διευθύνει τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της εν λόγω οντότητας·

"ειδική συμμετοχή" σημαίνει άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε ΠΥΚΣ η οποία-

(α) αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το δέκα τοις εκατό (10%) του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων του ΠΥΚΣ, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 28, 29 και 30 του περί των Προϋποθέσεων Διαφάνειας (Κινητές Αξίες προς Διαπραγμάτευση σε Ρυθμιζόμενη Αγορά) Νόμου, λαμβανομένων υπόψη των όρων για την άθροισή τους που προβλέπονται στα άρθρα 34 και 35 του εν λόγω νόμου, ή

(β) επιτρέπει την άσκηση σημαντικής επιρροής στη διοίκηση του ΠΥΚΣ, στον οποίο υφίσταται η εν λόγω συμμετοχή·

"εικονική τράπεζα" σημαίνει πιστωτικό ή χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή ίδρυμα ασχολούμενο με δραστηριότητες ανάλογες με αυτές που διενεργούνται από πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, το οποίο έχει συσταθεί εντός ζώνης δικαιοδοσίας στην οποία δεν έχει φυσική παρουσία και άρα πραγματική έδρα και διοίκηση και το οποίο δεν συνδέεται με ρυθμιζόμενο χρηματοπιστωτικό όμιλο·

"εκδότης ηλεκτρονικού χρήματος" έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Ηλεκτρονικού Χρήματος Νόμου·

"εμπίστευμα" σημαίνει γραπτή νομική διευθέτηση με την οποία ο εμπιστευματοπάροχος μεταβιβάζει περιουσία σε έναν ή περισσότερους εμπιστευματοδόχους/επιτρόπους οι οποίοι την κατέχουν προς όφελος ενός ή περισσοτέρων άλλων προσώπων/δικαιούχων·

"εμπίστευμα μονάδων" (unit trusts) σημαίνει εμπίστευμα που δημιουργείται με σκοπό ή που έχει ως αποτέλεσμα την παροχή σε πρόσωπα που έχουν διαθέσιμα κεφάλαια για επενδυτικές διευκολύνσεις του δικαιώματος να συμμετέχουν ως δικαιούχοι με βάση το εμπίστευμα σε κέρδη ή εισοδήματα τα οποία προκύπτουν από την απόκτηση, διαχείριση ή διάθεση οποιασδήποτε περιουσίας˙

"Επιτροπή" σημαίνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή·

“Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς” σημαίνει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου που προβλέπεται στο άρθρο 4 του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμου∙

"επιχειρηματική σχέση" σημαίνει επιχειρηματική, επαγγελματική ή εμπορική σχέση μεταξύ του πελάτη και της υπόχρεης οντότητας, η οποία συνδέεται με τις επαγγελματικές δραστηριότητες της υπόχρεης οντότητας και αναμένεται από την υπόχρεη οντότητα, κατά τον χρόνο σύναψης της επαφής, ότι θα έχει κάποια διάρκεια·

"Εποπτικές Αρχές" σημαίνει τις Αρχές οι οποίες εγκαθιδρύονται δυνάμει του άρθρου 59˙

"έσοδο" σημαίνει οποιασδήποτε μορφής περιουσία ή οικονομικό όφελος, που προήλθε άμεσα ή έμμεσα από παράνομες δραστηριότητες και περιλαμβάνει κάθε μεταγενέστερη επανεπένδυση ή μετατροπή άμεσων προϊόντων και κάθε σημαντικό όφελος·

"Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές" ή "ΕΕΑ" σημαίνει-

(α) Την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, που συστάθηκε δυνάμει των διατάξεων της πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής”,

(β) την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, που συστάθηκε δυνάμει των διατάξεων της πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής”,

(γ) και την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) που συστάθηκε δυνάμει των διατάξεων της πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ”·

"ηλεκτρονικό χρήμα" έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του περί Ηλεκτρονικού Χρήματος Νόμου, εξαιρουμένης της νομισματικής αξίας όπως αναφέρεται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 3 του εν λόγω νόμου·

"καθορισμένα αδικήματα" σημαίνει τα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 3·

"Κανονισμός (ΕΕ) 2015/847" σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) 2015/847 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, περί στοιχείων που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών και περί κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1781/2006»·

"Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679" σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων)»·

"κινητή περιουσία ή κινητά" σημαίνει οποιαδήποτε περιουσία δεν είναι ακίνητη·

"κράτος μέλος"  σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

"κρυπτοπεριουσιακό στοιχείο" σημαίνει ψηφιακή αναπαράσταση αξίας, η οποία δεν εκδίδεται από κεντρική τράπεζα ή δημόσια αρχή ούτε έχει την εγγύησή τους, δεν συνδέεται κατ’ ανάγκη με νομίμως κυκλοφορούν νόμισμα και δεν διαθέτει το νομικό καθεστώς νομίσματος ή χρήματος, ωστόσο γίνεται αποδεκτή από πρόσωπα ως μέσο συναλλαγής ή επένδυση, δύναται να μεταφέρεται, να αποθηκεύεται ή να διακινείται ηλεκτρονικά και δεν είναι-

(α) παραστατικό νόμισμα (fiat currency), ή

(β) ηλεκτρονικό χρήμα, ή

(γ) χρηματοοικονομικά μέσα  όπως αυτά προσδιορίζονται στο Μέρος ΙΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου·

"κυβερνητικά ομόλογα" (government stocks) περιλαμβάνει ομόλογα ανάπτυξης, βραχυπρόθεσμα κρατικά άτοκα ομόλογα, πιστοποιητικά αποταμίευσης και οποιοδήποτε άλλο τύπο αξιόγραφου το οποίο εκδίδεται στο όνομα συγκεκριμένου προσώπου, αλλά δεν περιλαμβάνει αξιόγραφο ταμιευτηρίου ή άλλο αξιόγραφο που δεν εκδίδεται στο όνομα του κομιστή˙

"μεμονωμένη συναλλαγή" σημαίνει οποιαδήποτε συναλλαγή εκτός από συναλλαγή η οποία διεξάγεται κατά τη διάρκεια επιχειρηματικής σχέσης·

"μέρισμα" περιλαμβάνει τόκους, κάθε μορφής εισόδημα προερχόμενο από αξιόγραφα και οποιοδήποτε εισόδημα προερχόμενο από διανομή κερδών σε σχέση με μονάδες σε εμπίστευμα μονάδων˙

"μέσα" σημαίνει οποιαδήποτε περιουσία η οποία έχει χρησιμοποιηθεί ή σκοπός της είναι να χρησιμοποιηθεί ολικά ή μερικά για τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος˙

"μεταφορά κρυπτοπεριουσιακών στοιχείων" σημαίνει τη διενέργεια συναλλαγής εκ μέρους άλλου προσώπου, με την οποία μεταφέρεται κρυπτοπεριουσιακό στοιχείο από μια διεύθυνση ή ένα λογαριασμό σε άλλη διεύθυνση ή άλλο λογαριασμό·

"Μονάδα" σημαίνει τη Μονάδα Καταπολέμησης Αδικημάτων Συγκάλυψης η οποία εγκαθιδρύεται δυνάμει του άρθρου 54˙

"νομικό πρόσωπο" σημαίνει οποιαδήποτε οντότητα έχει νομική προσωπικότητα, εξαιρουμένων των κρατών ή των δημόσιων οργανισμών που ασκούν κρατική εξουσία και των δημόσιων διεθνών οργανισμών·

"νομίμως κυκλοφορούν χρήμα" σημαίνει νόμισμα που εκδόθηκε και έχει τεθεί σε κυκλοφορία-

(α) δυνάμει των διατάξεων του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου,

(β) από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή, δυνάμει εξουσίας που παραχωρείται, από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ή

(γ) σε οποιοδήποτε άλλο κράτος, από εκδοτική αρχή, η οποία έχει νόμιμη εξουσία να εκδίδει χαρτονομίσματα, τραπεζογραμμάτια ή κέρματα·

"νόμισμα" σημαίνει κέρμα ή χαρτονόμισμα, περιλαμβανομένου τραπεζογραμματίου, που είναι νομίμως κυκλοφορούν χρήμα στη Δημοκρατία ή σε άλλο κράτος, είτε αυτό τέθηκε σε κυκλοφορία, είτε προορίζεται να τεθεί σε κυκλοφορία και περιλαμβάνει κέρμα ή χαρτονόμισμα που έπαυσε να θεωρείται νομίμως κυκλοφορούν χρήμα στη Δημοκρατία ή οποιοδήποτε κράτος, αλλά γίνεται δεκτό για ανταλλαγή με νομίμως κυκλοφορούν χρήμα από την Κεντρική Τράπεζα ή την εκδοτική αρχή του εκδίδοντος κράτους·

"Οδηγία της E.E." σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Οδηγία 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ης Μαΐου 2015 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής”·

"Οδηγία 2013/34/EΕ" σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Οδηγία 2013/34/EΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/EOK και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου”·

"Οδηγία 2017/1132" σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία (Ε.Ε.) 2017/1132 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, σχετικά με ορισμένες πτυχές του εταιρικού δικαίου»·

"όμιλος" σημαίνει όμιλο επιχειρήσεων που αποτελείται από μία μητρική επιχείρηση, τις θυγατρικές της και τις οντότητες στις οποίες η μητρική επιχείρηση ή οι θυγατρικές της διαθέτουν συμμετοχή, καθώς και επιχειρήσεις που συνδέονται μεταξύ τους με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 22 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ·

"ομόλογα" περιλαμβάνει μετοχές (shares), χρεόγραφα εταιρειών (debentures) και άλλα αξιόγραφα νομικού προσώπου, ανεξάρτητα αν αυτά συνιστούν ή όχι επιβάρυνση επί των περιουσιακών στοιχείων του εν λόγω νομικού προσώπου·

"παράνομες δραστηριότητες" σημαίνει τα αναφερόμενα στο άρθρο 5 γενεσιουργά αδικήματα·

"παραστατικό νόμισμα" σημαίνει νομίμως κυκλοφορούν χρήμα·

"παρεμφερής νομική διευθέτηση" σημαίνει νομική διευθέτηση η οποία έχει δομή ή λειτουργίες παρεμφερείς του εμπιστεύματος και περιλαμβάνεται στον κατάλογο που δημοσιεύει η Επιτροπή δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (10) του άρθρου 31 της Οδηγίας της Ε.Ε.·

"πάροχος υπηρεσιών πληρωμών" έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Υπηρεσιών Πληρωμών Νόμου·

"Πάροχος Υπηρεσιών που αφορούν Κρυπτοπεριουσιακά Στοιχεία" ή "ΠΥΚΣ" σημαίνει πρόσωπο που παρέχει ή ασκεί μια ή περισσότερες από τις πιο κάτω υπηρεσίες ή δραστηριότητες σε άλλο πρόσωπο ή εκ μέρους άλλου προσώπου, οι οποίες δεν εμπίπτουν στις υπηρεσίες ή δραστηριότητες των υπόχρεων οντοτήτων που αναφέρονται στις παραγράφους (α) έως (θ) του άρθρου 2Α:

(α) Aνταλλαγή μεταξύ κρυπτοπεριουσιακών στοιχείων και παραστατικών νομισμάτων·

(β) ανταλλαγή μεταξύ κρυπτοπεριουσιακών στοιχείων·

(γ) διαχείριση, μεταβίβαση, μεταφορά, διακράτηση, ή/και φύλαξη, συμπεριλαμβανομένης και της θεματοφυλακής, κρυπτοπεριουσιακών στοιχείων ή κρυπτογραφικών κλειδιών ή μέσων που επιτρέπουν άσκηση ελέγχου σε κρυπτοπεριουσιακά στοιχεία·

(δ) προσφορά ή/και πώληση κρυπτοπεριουσιακών στοιχείων, περιλαμβανομένης και της αρχικής προσφοράς· και

(ε) συμμετοχή ή/και παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών σχετικά με τη διανομή, προσφορά ή/και πώληση  κρυπτοπεριουσιακών στοιχείων, περιλαμβανομένης και της αρχικής προσφοράς·

"πελάτης" σημαίνει πρόσωπο το οποίο επιδιώκει να συνάψει επιχειρηματική σχέση ή να διεξαγάγει μεμονωμένη συναλλαγή με υπόχρεη οντότητα στην ή από τη Δημοκρατία·

"περάτωση ποινικής διαδικασίας" μαζί με τις φραστικές παραλλαγές του όρου σημαίνει-

(α) Την ανάκληση του κατηγορητηρίου δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 91 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου·

(β) την αναστολή της δίωξης δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 154 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου·

(γ) την αθώωση του κατηγορουμένου είτε από το πρωτόδικο δικαστήριο είτε από το Ανώτατο Δικαστήριο κατόπιν έφεσης·

(δ) την απονομή χάριτος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας·

(ε) την επιβολή ποινής για διάπραξη καθορισμένου αδικήματος χωρίς να εκδοθεί διάταγμα δήμευσης· ή

(στ) την πλήρη συμμόρφωση προς διάταγμα δήμευσης είτε με την πληρωμή του οφειλόμενου ποσού είτε με την έκτιση ποινής φυλάκισης αντί της πληρωμής του ποσού.

"περιουσία" σημαίνει περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, ακίνητη περιουσία, κινητή περιουσία η οποία περιλαμβάνει χρήματα, υλικά ή άυλα στοιχεία, κρυπτοπεριουσιακά στοιχεία, ηλεκτρονικό χρήμα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή πράξεις με οποιαδήποτε μορφή, συμπεριλαμβανομένης της ηλεκτρονικής ή ψηφιακής, που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων·

"πιστωτικό ίδρυμα" έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το σημείο 1) της παραγράφου 1 του άρθρου 4  της πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Κανονισμός  (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκου Κοινοβουλιου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012” και περιλαμβάνει πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο χορηγήθηκε άδεια λειτουργίας αδειοδοτημένου πιστωτικού ιδρύματος (ΑΠΙ) δυνάμει των διατάξεων του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί στη Δημοκρατία δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 10Α του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου·

"πληροφορία" σημαίνει κάθε μορφής γραπτή ή προφορική πληροφορία ή έγγραφα και περιλαμβάνει πληροφορία που δυνατό να είναι καταχωρημένη σε ηλεκτρονικό υπολογιστή·

"ποινική διαδικασία" σημαίνει οποιαδήποτε ποινική διαδικασία με την έννοια που δίνει στον όρο αυτό ο περί Δικαστηρίων Νόμος·

"πολιτική διαδικασία" σημαίνει οποιαδήποτε διαδικασία αστικής φύσεως που δεν είναι ποινική·

"πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα" σημαίνει φυσικό πρόσωπο στο οποίο έχει ή είχε ανατεθεί σημαντικό δημόσιο λειτούργημα στη Δημοκρατία ή σε άλλη χώρα, άμεσο στενό συγγενή τέτοιου προσώπου, καθώς και πρόσωπο γνωστό ως στενός συνεργάτης τέτοιου προσώπου:

Νοείται ότι, για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού, "σημαντικό δημόσιο λειτούργημα"  σημαίνει οποιοδήποτε από τα πιο κάτω δημόσια λειτουργήματα:

(α) Αρχηγός κράτους, αρχηγός κυβέρνησης, υπουργός, αναπληρωτής υπουργός και υφυπουργός·

(β) μέλος κοινοβουλίου ή παρόμοιου νομοθετικού σώματος ·

(γ) μέλος διοικητικού οργάνου πολιτικού κόμματος·

(δ) μέλος ανώτατου δικαστηρίου, συνταγματικού δικαστηρίου ή άλλου δικαιοδοτικού οργάνου υψηλού επιπέδου του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε περαιτέρω ένδικα μέσα, πλην εξαιρετικών περιστάσεων·

(ε) μέλος ελεγκτικού συνεδρίου και διοικητικού συμβουλίου κεντρικής τράπεζας·

(στ) πρέσβης, επιτετραμμένος και υψηλόβαθμος αξιωματικός των ενόπλων δυνάμεων και των δυνάμεων ασφάλειας·

(ζ) μέλος διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου κρατικής επιχείρησης·

(η) διευθυντής, αναπληρωτής διευθυντής και μέλος διοικητικού συμβουλίου ή πρόσωπο που κατέχει ισοδύναμη θέση σε διεθνή οργανισμό·

(θ) δήμαρχος:

Νοείται περαιτέρω ότι τα πιο πάνω αναφερόμενα δημόσια λειτουργήματα  δεν περιλαμβάνουν πρόσωπο που κατέχει ενδιάμεση ή χαμηλή θέση της υπαλληλικής ιεραρχίας:

Νοείται έτι περαιτέρω ότι «στενός συγγενής πολιτικώς εκτεθειμένου προσώπου» περιλαμβάνει τα ακόλουθα πρόσωπα:

(α) Σύζυγο, ή πρόσωπο εξομοιούμενο με σύζυγο  πολιτικώς εκτεθειμένου  προσώπου·

(β) τέκνο πολιτικώς εκτεθειμένου προσώπου και σύζυγό του ή πρόσωπο  εξομοιούμενο με σύζυγο τέκνου πολιτικώς εκτεθειμένου προσώπου·

(γ) γονείς πολιτικώς εκτεθειμένου προσώπου·

Νοείται έτι έτι περαιτέρω ότι «πρόσωπο που είναι γνωστό ως στενός συνεργάτης πολιτικώς εκτεθειμένου προσώπου» σημαίνει φυσικό πρόσωπο -

(α)  το οποίο είναι γνωστό ότι είναι από κοινού πραγματικός δικαιούχος  νομικής οντότητας ή νομικής διευθέτησης ή ότι συνδέεται με οποιαδήποτε άλλη στενή επιχειρηματική σχέση με πολιτικώς εκτεθειμένο πρόσωπο·

(β) που είναι ο μοναδικός πραγματικός δικαιούχος νομικής οντότητας ή   νομικής διευθέτησης που είναι γνωστό ότι συστάθηκαν προς de facto όφελος πολιτικώς εκτεθειμένου προσώπου·

"πραγματικός δικαιούχος" σημαίνει φυσικό πρόσωπο, το οποίο έχει την τελική κατοχή ή έλεγχο στον πελάτη ή/και το φυσικό πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου διεξάγεται συναλλαγή ή δραστηριότητα και περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα πρόσωπα:

(α) όσον αφορά  νομικό πρόσωπο -

(i) το φυσικό πρόσωπο που έχει το τελικό ιδιοκτησιακό καθεστώς ή τον τελικό έλεγχο του νομικού προσώπου, άμεσα ή έμμεσα σε επαρκές ποσοστό των μετοχών ή των δικαιωμάτων ψήφου ή του ιδιοκτησιακού δικαιώματος του εν λόγω νομικού προσώπου, μεταξύ άλλων, μέσω μετοχών στον κομιστή ή μέσω ελέγχου με άλλα μέσα, εκτός από εισηγμένη εταιρεία σε ρυθμιζόμενη αγορά, η οποία υπόκειται σε απαιτήσεις γνωστοποίησης κατά τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή υπόκειται σε ισοδύναμα διεθνή πρότυπα τα οποία εξασφαλίζουν επαρκή διαφάνεια των πληροφοριών σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο:

Νοείται ότι -

(α) ένδειξη άμεσης ιδιοκτησίας αποτελεί συμμετοχή είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) συν μια (1) μετοχή ή ιδιοκτησιακό δικαίωμα άνω του είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) στον πελάτη που κατέχεται από φυσικό πρόσωπο, και

(β) ένδειξη έμμεσης ιδιοκτησίας αποτελεί συμμετοχή  είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) συν μια (1) μετοχή ή ιδιοκτησιακό δικαίωμα άνω του είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) στον πελάτη που κατέχεται από νομικό πρόσωπο, το οποίο βρίσκεται υπό τον έλεγχο φυσικού προσώπου ή προσώπων ή από πολλά νομικά πρόσωπα τα οποία βρίσκονται υπό τον έλεγχο του ίδιου φυσικού προσώπου ή προσώπων:

Νοείται περαιτέρω ότι ο έλεγχος με άλλα μέσα  μπορεί να εξακριβωθεί μεταξύ άλλων με βάση τα  κριτήρια που προβλέπονται στην παράγραφο (β)  του εδαφίου (1) του άρθρου 142 και στο άρθρο 148 του περί Εταιρειών Νόμου·

(ii) το φυσικό πρόσωπο που κατέχει θέση ανώτατου διοικητικού στελέχους σε περίπτωση που, αφού εξαντληθούν όλα τα δυνατά μέσα και υπό τον όρο ότι δεν υπάρχουν βάσιμες υποψίες, δεν προσδιοριστεί πρόσωπο δυνάμει των διατάξεων της υποπαραγράφου (i) της παρούσας παραγράφου  ή εάν υπάρχει αμφιβολία ότι το πρόσωπο που προσδιορίστηκε είναι ο πραγματικός δικαιούχος:

Νοείται ότι υπόχρεη οντότητα τηρεί αρχείο προς τεκμηρίωση των δράσεων που αναλήφθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις των υποπαραγράφων (i) και (ii)·

(β) όσον αφορά τα  εμπιστεύματα (trusts) -

(i) ο εμπιστευματοπάροχος (settlor),

(ii) ο εμπιστευματοδόχος ή επίτροπος (trustee),

(iii) ο προστάτης (protector), εάν υπάρχει,

(iv) ο δικαιούχος ή, όταν το πρόσωπο που αποτελεί δικαιούχο της νομικής διευθέτησης ή της νομικής οντότητας δεν έχει προσδιοριστεί ακόμη, η κατηγορία προσώπων προς το συμφέρον της οποίας έχει κυρίως συσταθεί ή λειτουργεί η νομική διευθέτηση ή η νομική οντότητα,

(v) οποιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο ασκεί τον τελικό έλεγχο του εμπιστεύματος μέσω άμεσης ή έμμεσης ιδιοκτησίας ή με άλλα μέσα· και

(γ) όσον αφορά νομικές οντότητες, όπως τα ιδρύματα, και νομικές διευθετήσεις παρεμφερείς με τα εμπιστεύματα (trusts), συμπεριλαμβάνεται το φυσικό πρόσωπο που κατέχει αντίστοιχη ή ανάλογη θέση με πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο (β)·

"προϊόν αδικήματος" σημαίνει οποιοδήποτε οικονομικό πλεονέκτημα προερχόμενο άμεσα ή έμμεσα από καθορισμένο αδίκημα το οποίο ενδέχεται να συνίσταται σε κάθε μορφής περιουσία και περιλαμβάνει κάθε μεταγενέστερη επανεπένδυση ή μετατροπή άμεσων προϊόντων και κάθε σημαντικό όφελος·

"πρόσωπο" σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο·

"πρόσωπα που κατέχουν διοικητική θέση"  σημαίνει τα φυσικά πρόσωπα που αποτελούν το διοικητικό συμβούλιο μιας υπόχρεης οντότητας ή/και που εκτελούν τις εκτελεστικές λειτουργίες σε αυτήν, τα οποία είναι υπεύθυνα και υπόλογα απέναντι στο διοικητικό συμβούλιο για την καθημερινή διαχείρισή της·

"Συμβουλευτική Αρχή" σημαίνει τη Συμβουλευτική Αρχή Καταπολέμησης Αδικημάτων Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας η οποία εγκαθιδρύεται δυνάμει του άρθρου 56·

"σχέση ανταπόκρισης" σημαίνει -

(α) την παροχή τραπεζικών υπηρεσιών από μια τράπεζα  («ανταποκριτής») σε άλλη τράπεζα («πελάτης»), συμπεριλαμβανομένης της παροχής τρεχούμενου ή άλλου λογαριασμού υποχρεώσεως και συναφών υπηρεσιών, και περιλαμβάνει τη διαχείριση των ταμειακών διαθεσίμων, τις διεθνείς μεταφορές χρηματικών ποσών, το συμψηφισμό επιταγών, τους λογαριασμούς πλάγιας πρόσβασης και τις υπηρεσίες ξένου συναλλάγματος, και

(β) τις σχέσεις μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες παρέχονται παρόμοιες υπηρεσίες από ίδρυμα-ανταποκριτή σε ίδρυμα-πελάτη, συμπεριλαμβανομένων των καθιερωμένων σχέσεων για συναλλαγές τίτλων ή μεταφορές χρηματικών ποσών·

"Τμήμα Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών" έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις του περί της Εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ) Αριθ. 910/2014, σχετικά με την Ηλεκτρονική Ταυτοποίηση και τις Υπηρεσίες Εμπιστοσύνης για τις Ηλεκτρονικές Συναλλαγές στην Εσωτερική Αγορά, Νόμο·

"τρίτη χώρα" σημαίνει χώρα που δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης ή συμβαλλόμενο μέρος στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, η οποία υπογράφηκε στο Οπόρτο την 2α Μαϊου 1992 και προσαρμόστηκε από το Πρωτόκολλο, το οποίο υπογράφηκε στις Βρυξέλλες την 17η Μαϊου 1993, όπως η Συμφωνία αυτή περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται·

"τρίτη χώρα υψηλού κινδύνου" σημαίνει τρίτη χώρα, που επισημαίνεται από την Επιτροπή δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (2) του άρθρου 9 της Οδηγίας της Ε.Ε. μέσω της έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, η οποία παρουσιάζει στρατηγικές ανεπάρκειες στο εθνικό της σύστημα καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι οποίες θεωρούνται ως σημαντικές απειλές για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και τρίτη χώρα, η οποία κατατάσσεται από τις υπόχρεες οντότητες ως υψηλού κινδύνου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο άρθρο 58Α εκτίμηση κινδύνου·

"Υπηρεσία Ανάκτησης Περιουσιακών Στοιχείων" έχει την έννοια της  υπηρεσίας ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων όπως αυτή ορίζεται στην Απόφαση 2007/845/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 6ης Δεκεμβρίου 2007 σχετικά με τη συνεργασία των υπηρεσιών  ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων στα κράτη μέλη προς ανίχνευση και εντοπισμό προϊόντων εγκλήματος ή άλλων συναφών περιουσιακών στοιχείων·

"υπηρεσίες τυχερών παιχνιδιών" σημαίνει υπηρεσίες χρηματικού στοιχήματος σε τυχερά παιχνίδια συμπεριλαμβανομένων εκείνων με κάποιο στοιχείο δεξιότητας, όπως λαχεία, παιχνίδια καζίνο, παιχνίδια πόκερ και πράξεις στοιχήματος που προσφέρονται σε συγκεκριμένο χώρο ή με οποιοδήποτε μέσο εξ αποστάσεως, με ηλεκτρονικά μέσα ή με κάθε άλλη τεχνολογία διευκόλυνσης της επικοινωνίας, και ύστερα από ατομικό αίτημα του αποδέκτη των υπηρεσιών·

"υπόχρεη οντότητα" σημαίνει οποιαδήποτε από τις αναφερόμενες στο άρθρο 2Α οντότητες·

"χρηματοδότηση της τρομοκρατίας" σημαίνει παροχή ή συγκέντρωση κεφαλαίων καθ’ οιονδήποτε τρόπο, άμεσα ή έμμεσα, με την πρόθεση να χρησιμοποιηθούν ή εν γνώσει του γεγονότος ότι θα χρησιμοποιηθούν, στο σύνολό τους ή εν μέρει, για τη διάπραξη αδικήματος κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 4 του περί της Διεθνούς Σύμβασης για την Καταπολέμηση της Τρομοκρατίας (Κυρωτικός και Άλλες Διατάξεις) Νόμου, και από τα άρθρα 5 έως 13 του περί της Καταπολέμησης της Τρομοκρατίας Νόμου·

"Χρηματοοικονομικές δραστηριότητες" [Διαγράφηκε]·

"Χρηματοοικονομικές Υπηρεσίες σχετικά με τη διανομή, προσφορά ή/και πώληση κρυπτοπεριουσιακών στοιχείων"  σημαίνει τις ακόλουθες υπηρεσίες και δραστηριότητες σε σχέση με κρυπτοπεριουσιακά στοιχεία:

(α) και διαβίβαση εντολών·

(β) εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών·

(γ) διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό·

(δ) διαχείριση χαρτοφυλακίου·

(ε) παροχή επενδυτικών συμβουλών·

(στ) αναδοχή ή/και διάθεση κρυπτοπεριουσιακών στοιχείων με δέσμευση ανάληψης·

(ζ) διάθεση κρυπτοπεριουσιακών στοιχείων χωρίς δέσμευση ανάληψης·

(η) λειτουργία πολυμερούς συστήματος στο οποίο πλείονα ενδιαφερόμενα πρόσωπα για αγορά και πώληση κρυπτοπεριουσιακών στοιχείων δύνανται να αλληλεπιδρούν κατά τρόπο που καταλήγει σε συναλλαγή·

"χρηματοπιστωτικός οργανισμός" σημαίνει -

(α) επιχείρηση, εκτός από πιστωτικό ίδρυμα, η οποία ασκεί μια τουλάχιστον από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα σημεία 2 έως 12, 14 και 15 του Παραρτήματος IV του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων των ανταλλακτηρίων συναλλάγματος (bureaux de change),

(α1) εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων η οποία αδειοδοτείται δυνάμει των διατάξεων του περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και για Συναφή Θέματα Νόμου,

(β) ασφαλιστική ή/και αντασφαλιστική επιχείρηση κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμου, στον βαθμό που ασκεί δραστηριότητες ασφάλισης ζωής οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω νόμου,

(γ) Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών ή ΕΠΕΥ κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το εδάφιο (1) του άρθρου (2) του περί  Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου,

(δ) οργανισμό συλλογικών επενδύσεων που διαθέτει μερίδια ή μετοχές του,

(ε) ασφαλιστικό ή/και αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή, κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 356 του περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμου όταν δραστηριοποιείται στον τομέα της ασφάλισης ζωής και άλλων υπηρεσιών με επενδυτικό σκοπό,

(στ) υποκατάστημα οποιουδήποτε εκ των αναφερόμενων στις παραγράφους (α) έως (ε) χρηματοπιστωτικών οργανισμών όταν βρίσκονται στη Δημοκρατία, ανεξαρτήτως του εάν η έδρα τους βρίσκεται σε κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα·

"Χώρες Eυρωπαϊκού Oικονομικού Xώρου" σημαίνει Κράτος Μέλος της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης ή άλλο Κράτος που είναι συμβαλλόμενο μέρος στην συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο η οποία υπογράφηκε στο Πόρτο στις 2 Μαΐου 1992 και προσαρμόστηκε από το Πρωτόκολλο το οποίο υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 17 Μαΐου 1993 ως η συμφωνία αυτή περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται·

(2) Οι λέξεις και οι φράσεις που εκτίθενται στην πρώτη στήλη ερμηνεύονται στα άρθρα του παρόντος Νόμου τα οποία εκτίθενται στη δεύτερη στήλη:

Αξία δωρεάς 13
Αξία περιουσίας 13
Απαγορευμένη δωρέα 13
Διάταγμα αποκάλυψης πληροφοριών 45
Διάταγμα εξωτερικού 37
Διάταγμα επιβάρυνσης 15
Διάταγμα δήμευσης 8
Διάταγμα κατακράτησης 32
Διάταγμα παγοποίησης 14
Διάταγμα πώλησης ομολόγων 18
Επιβαρυντικό διάταγμα ή διάταγμα επιβάρυνσης 15
Έσοδα από τη διάπραξη καθορισμένου αδικήματος 7
Εταιρεία 21
Έφεση 37
Οικογένεια του κατηγορούμενου 50
Οικονομική κατάσταση του κατηγορούμενου 50
Παρέμβαση σε σχέση με την περιουσία 14
Πληροφορία 44
Προβαίνει σε δωρεά 13
Προνομιούχα χρέη 13
Προνομιούχα πληροφορία 44
Ρευστοποιήσιμη περιουσία 13
Χρηματική ποινή 8(2)


(3) Κάθε αναφορά στον παρόντα Νόμο σε αδικήματα περιλαμβάνει και αδικήματα που διαπράχθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, αλλά τα δικαστήρια δεν έχουν υποχρέωση να ασκήσουν οποιαδήποτε από τις εξουσίες που παρέχονται σ’ αυτά από τον παρόντα Νόμο σε σχέση με ποινική υπόθεση για διάπραξη καθορισμένου αδικήματος η οποία καταχωρήθηκε πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου.