Καθήκοντα και εξουσίες διερεύνησης σχετικά με πράξεις της Αστυνομίας

5.(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου,  η Αρχή έχει καθήκον και εξουσία να διερευνά με τον τρόπο και  τις διαδικασίες που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο ισχυρισμούς και παράπονα που αφορούν πράξεις μελών της Αστυνομίας, που αναφέρονται στο εδάφιο (2), και να ενεργεί σχετικά διά μελών της, όπως προβλέπεται στον παρόντα Νόμο.

(2) Η Αρχή έχει καθήκον και εξουσία διερεύνησης ισχυρισμών και παραπόνων, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (1), που αφορούν πράξεις:

(α) διαφθοράς ή δωροδοκίας ή αθέμιτου πλουτισμού ή διαπλοκής του μέλους της Αστυνομίας με εξωγενείς παράγοντες ή με  οικονομικά ή άλλα συμφέροντα ή που, κατά τα διαλαμβανόμενα, σε οποιοδήποτε εκάστοτε σε ισχύ νόμο ή κανονισμούς ή σε οποιαδήποτε εκάστοτε κυρωθείσα από τη Δημοκρατία διεθνή σύμβαση ή τον κυρωτικό αυτής νόμο δεν επιτρέπονται ή απαγορεύονται, είτε ως πράξεις διαφθοράς ή δωροδοκίας ή αθέμιτου πλουτισμού είτε λόγω διαπλοκής του μέλους της Αστυνομίας με εξωγενείς παράγοντες ή με  οικονομικά ή άλλα συμφέροντα,

(β) οι οποίες παραβιάζουν ανθρώπινα δικαιώματα που προβλέπονται στο Σύνταγμα ή σε οποιοδήποτε εκάστοτε σε ισχύ νόμο ή κανονισμούς, ή σε οποιαδήποτε εκάστοτε κυρωθείσα από τη Δημοκρατία διεθνή σύμβαση ή τον κυρωτικό αυτής νόμο και συνιστούν ποινικά αδικήματα δυνάμει οποιουδήποτε εκάστοτε σε ισχύ νόμου ή κανονισμών.

(γ) οι οποίες συνιστούν ευνοιοκρατική μεταχείριση ή συμπεριφορά κατά την εκτέλεση του καθήκοντος και τείνουν να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην Αστυνομία ή να δυσφημίσουν το κύρος της:

Νοείται ότι, όσον αφορά πράξεις που εμπίπτουν στις διατάξεις της παραγράφου (α), η Αρχή δύναται να μην προβεί σε διερεύνηση των σχετικών ισχυρισμών ή παραπόνων και να παραπέμψει το θέμα στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή στον Αρχηγό Αστυνομίας ή και στους δύο, ανάλογα με το κατά πόσο η πράξη δυνατόν να συνιστά ποινικό ή πειθαρχικό αδίκημα ή και τα δύο, σε περίπτωση που κρίνει ότι πρόκειται για πράξη ήσσονος σημασίας και η διερεύνηση δεν της είχε ανατεθεί από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή τον Υπουργό κατά τα διαλαμβανόμενα στα εδάφια (4) και (5) του παρόντος άρθρου.

(3) Το καθήκον και εξουσία της Αρχής, όπως αναφέρεται στα εδάφια(1) και (2), ασκείται σε σχέση με ισχυρισμούς και παράπονα που περιέρχονται σε γνώση της με οποιοδήποτε τρόπο ή κατόπιν γραπτού αιτήματος οποιουδήποτε προσώπου ή  γραπτής ανάθεσης για διερεύνηση από τον Υπουργό, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (4), ή από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (5), όσον αφορά ισχυρισμούς και παράπονα που αφορούν πράξεις που συνιστούν ποινικό αδίκημα.

(4) Ο Υπουργός δύναται να αναθέτει γραπτώς στην Αρχή τη διερεύνηση, κατά τα διαλαμβανόμενα και σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, παραπόνων που του υποβάλλονται γραπτώς ή ισχυρισμών που περιέρχονται σε γνώση του με οποιοδήποτε τρόπο για οποιαδήποτε πράξη μέλους της Αστυνομίας που εμπίπτει στις διατάξεις του εδαφίου (2).

(5) Χωρίς επηρεασμό της εξουσίας που του εκχωρήθηκε να διορίζει ποινικούς ανακριτές δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 4 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται σε περίπτωση παραπόνου που του υποβάλλεται ή ισχυρισμού που περιέρχεται σε γνώση του με οποιοδήποτε τρόπο για πράξη μέλους της Αστυνομίας που εμπίπτει στις διατάξεις του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου και συνιστά ποινικό αδίκημα να αναθέτει γραπτώς στην Αρχή τη διερεύνησή του, κατά τα διαλαμβανόμενα και σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(6) Για τη διερεύνηση ισχυρισμών και παραπόνων δυνάμει του παρόντος Νόμου, δεν απαιτείται όπως κατονομάζεται στο παράπονο ή στον ισχυρισμό  συγκεκριμένο μέλος της Αστυνομίας ως υπεύθυνο ή εμπλεκόμενο στις πράξεις που αφορά ο ισχυρισμός ή το παράπονο .

(7) Η  Αρχή δε διερευνά ανώνυμα παράπονα και ισχυρισμούς.