Διορισμός, παύση, παραίτηση κ.λπ. μελών της Αρχής.

4.(1) Ως μέλη της Αρχής διορίζονται άτομα εγνωσμένου κύρους και ήθους, από τα οποία δύο τουλάχιστον πρέπει να είναι νομομαθείς ανώτατου επαγγελματικού και ηθικού επιπέδου. Ένα από τα μέλη δυνατόν να είναι πρώην Ανώτερος Αξιωματικός της Αστυνομίας, το οποίο για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου στο εξής θα καλείται «μέλος της Αρχής που προέρχεται από την Αστυνομία».

(2) Ένα από τα μέλη, εκτός εκείνου που δυνατόν να  προέρχεται από την Αστυνομία, διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο ως πρόεδρος της Αρχής και ένα άλλο, επίσης εκτός εκείνου που δυνατόν να  προέρχεται από την Αστυνομία, εκλέγεται από τα μέλη της Αρχής ως αντιπρόεδρος.

(3) Πριν από την ανάληψη καθηκόντων τους, ο πρόεδρος και τα μέλη της Αρχής δίδουν διαβεβαίωση ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι θα εκτελούν πιστά τα καθήκοντά τους.

(4) Σε περίπτωση που ισχυρισμός ή παράπονο αφορά πράξη του Αρχηγού ή του Υπαρχηγού της Αστυνομίας η οποία εμπίπτει στις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 5, η διεξαγωγή ανάκρισης για διερεύνηση του ισχυρισμού ή παραπόνου δυνάμει του παρόντος Νόμου δε δύναται να ανατεθεί σε μέλος της Αρχής που προέρχεται από την Αστυνομία ή σε πρόσωπο που διορίζεται ως ανακριτής από την Αρχή ούτε και δύναται μέλος της Αρχής που προέρχεται από την Αστυνομία ή σε πρόσωπο που διορίζεται ως ανακριτής από την Αρχή να μετέχει σε οποιαδήποτε συνεδρία της Αρχής που αφορά την ανάθεση της διεξαγωγής της ανάκρισης ή σε συνεδρία της για μελέτη και ενέργειες, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 16, του υλικού, των εγγράφων και της έκθεσης της ανάκρισης που διεξήχθη.

(5) Κανένα μέλος της Αρχής δε δύναται να παυθεί προ της λήξης της χρονικής περιόδου για την οποία έχει διοριστεί παρά μόνο από το Υπουργικό Συμβούλιο και μόνο για οποιοδήποτε των πιο κάτω ειδικών λόγων -

(α) Λόγω πνευματικής ή σωματικής ανικανότητας ή αναπηρίας ή οποιασδήποτε άλλης ασθένειας που καθιστά το μέλος της Αρχής ανίκανο να εκπληρώσει επαρκώς τα καθήκοντά του για μακρά χρονική περίοδο ή για το υπόλοιπο της θητείας του,

(β) λόγω συστηματικής απουσίας ή αμέλειας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

(6) Οποιοδήποτε μέλος της Αρχής παύει να είναι μέλος αυτής, αν υποβάλει γραπτώς προς το Υπουργικό Συμβούλιο την παραίτησή του:

Νοείται ότι η παραίτηση δεν υπόκειται σε ανάκληση και επενεργεί αμέσως χωρίς να απαιτείται αποδοχή της από το Υπουργικό Συμβούλιο.

(7) Σε περίπτωση παύσης ή παραίτησης του προέδρου της Αρχής δυνάμει των εδαφίων (5) και (6), το Υπουργικό Συμβούλιο προβαίνει άμεσα σε διορισμό άλλου προσώπου ως προέδρου της Αρχής για την εναπομείνασα θητεία αυτού τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2).

(8) Στα μέλη της Αρχής, εξαιρουμένου οποιουδήποτε μέλους που είναι δημόσιος υπάλληλος, καταβάλλεται αποζημίωση, όπως αυτή καθορίζεται κατά καιρούς από το Υπουργικό Συμβούλιο, και καταβάλλεται επίσης πρόσθετα σε κάθε μέλος της Αρχής που διεξάγει ανάκριση ή εκτελεί οποιαδήποτε άλλη αναγκαία εργασία δυνάμει του παρόντος Νόμου αποζημίωση με βάση τις ώρες εργασίας, η οποία υπολογίζεται στην αρχική βαθμίδα της μισθολογικής κλίμακας Α15 της δημόσιας υπηρεσίας:

Νοείται ότι η αποζημίωση με βάση τις ώρες εργασίας, που αναφέρεται πιο πάνω, καταβάλλεται και όταν το μέλος της Αρχής που διεξάγει ανάκριση είναι δημόσιος υπάλληλος:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε οποιοδήποτε πρόσωπο στο οποίο ανατέθηκε ανάκριση από την Αρχή, καταβάλλεται αποζημίωση με βάση τις ώρες εργασίας, η οποία υπολογίζεται στην αρχική βαθμίδα της μισθολογικής κλίμακας Α13 της δημόσιας υπηρεσίας.

(9) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να  παρατείνει τη θητεία των μελών της Αρχής μέχρι τρεις μήνες μόνο σε περίπτωση που αυτό κρίνεται αναγκαίο για την ολοκλήρωση διαδικασιών που άρχισαν δυνάμει του παρόντος Νόμου.