Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια  -

«αναθέτουσες αρχές» σημαίνει το κράτος, τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης, τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου και τις ενώσεις μίας ή περισσοτέρων από αυτές τις αρχές ή ενός ή περισσοτέρων από αυτούς τους οργανισμούς δημόσιου δικαίου·

«αναθέτων φορέας» σημαίνει:

(α) αναθέτουσα αρχή ή δημόσια επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητα που αναφέρεται στα άρθρα 9 έως 13˙

(β) φορέα που δεν είναι αναθέτουσα αρχή ή δημόσια επιχείρηση, ασκεί όμως, μεταξύ των δραστηριοτήτων του, μία ή περισσότερες από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα άρθρα 9 έως 13 και απολαύει ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων χορηγούμενων από αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας˙

«ανοικτή διαδικασία» σημαίνει τη διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας κάθε ενδιαφερόμενος οικονομικός φορέας δύναται να υποβάλει προσφορά·

«Αρμόδια Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων» σημαίνει το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας

«βασικές απαιτήσεις» σημαίνει τις απαιτήσεις σχετικά με την ασφάλεια, την υγεία και άλλους τομείς γενικού συμφέροντος, στις οποίες πρέπει να ανταποκρίνονται τα έργα

«γραπτώς» σημαίνει κάθε σύνολο λέξεων ή αριθμών το οποίο δύναται να διαβάζεται, να αναπαράγεται και, στη συνέχεια, να γνωστοποιείται. Το σύνολο αυτό μπορεί να περιλαμβάνει πληροφορίες που διαβιβάζονται και αποθηκεύονται με ηλεκτρονικά μέσα·

«δημόσιες επιχειρήσεις» σημαίνει τις επιχειρήσεις, στις οποίες οι αναθέτουσες αρχές δύνανται να ασκούν άμεσα ή έμμεσα καθοριστική επιρροή, είτε επειδή έχουν κυριότητα ή χρηματοδοτική συμμετοχή, είτε λόγω των κανόνων που διέπουν την επιχείρηση. Η καθοριστική αυτή επιρροή επί της επιχείρησης εκ μέρους των αναθετουσών αρχών τεκμαίρεται, όταν οι εν λόγω αρχές, άμεσα ή έμμεσα–

(α) Κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος του καλυφθέντος  κεφαλαίου της επιχείρησης ή

(β) διαθέτουν την πλειονότητα των ψήφων, οι οποίες αντιστοιχούν στους τίτλους που έχει εκδώσει η επιχείρηση ή

(γ) μπορούν να διορίζουν περισσότερα από τα μισά μέλη του  διοικητικού, διευθυντικού ή εποπτικού οργάνου της  επιχείρησης˙

«διαγωνισμός μελετών» σημαίνει τη διαδικασία που επιτρέπει στον αναθέτοντα φορέα να αποκτά, κυρίως στους τομείς της χωροταξίας, της πολεοδομίας, της αρχιτεκτονικής, των έργων πολιτικού μηχανικού ή της επεξεργασίας δεδομένων μια μελέτη ή ένα σχέδιο που επιλέγεται από κριτική επιτροπή έπειτα από διαγωνισμό, με ή χωρίς την απονομή βραβείων·

«διαδικασία με διαπραγμάτευση» σημαίνει τη διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας οι αναθέτοντες φορείς απευθύνονται στους οικονομικούς φορείς της επιλογής τους και διαπραγματεύονται τους όρους της σύμβασης με έναν ή περισσότερους από αυτούς·

«δυναμικό σύστημα αγορών» σημαίνει μια καθ' ολοκληρίαν ηλεκτρονική διαδικασία για αγορές τρέχουσας χρήσης, των οποίων τα γενικά διαθέσιμα στην αγορά χαρακτηριστικά ικανοποιούν τις ανάγκες του αναθέτοντος φορέα. Η διαδικασία αυτή είναι περιορισμένη χρονικά και ανοικτή σε όλη τη διάρκειά της σε κάθε οικονομικό φορέα που πληρεί τα κριτήρια επιλογής και έχει υποβάλει ενδεικτική προσφορά σύμφωνη προς τα έγγραφα του διαγωνισμού·

«ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα» σημαίνει τα δικαιώματα που χορηγούνται από αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας, μέσω νομοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής διάταξης, η οποία έχει ως αποτέλεσμα να επιφυλάσσεται σε έναν ή περισσότερους φορείς η άσκηση δραστηριότητας που ορίζεται στα άρθρα 9 έως 13 και να θίγεται ουσιωδώς η δυνατότητα άλλων φορέων να ασκήσουν τη δραστηριότητα αυτή

«Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«έργο» σημαίνει το αποτέλεσμα ενός συνόλου οικοδομικών εργασιών ή εργασιών πολιτικού μηχανικού που προορίζεται να πληρεί αυτό καθαυτό μια οικονομική ή τεχνική λειτουργία·

«εργολήπτης» σημαίνει  κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή αναθέτοντα φορέα ή κοινοπραξία αυτών των προσώπων ή / και φορέων, που προσφέρει την εκτέλεση εργασιών ή / και έργων στην αγορά

«ευρωπαϊκή τεχνική έγκριση» σημαίνει την ευνοϊκή τεχνική εκτίμηση της καταλληλότητας ενός προϊόντος για συγκεκριμένη χρήση, με γνώμονα την ικανοποίηση των βασικών απαιτήσεων κατασκευής, με βάση τα εγγενή χαρακτηριστικά του προϊόντος και τους όρους εφαρμογής και χρήσης που έχουν τεθεί και χορηγείται από οργανισμό που είναι εξουσιοδοτημένος για το σκοπό αυτό από κράτος μέλος

«ηλεκτρονικό μέσο» σημαίνει ένα μέσο που χρησιμοποιεί ηλεκτρονικό εξοπλισμό επεξεργασίας (συμπεριλαμβανομένης της ψηφιακής συμπίεσης) και αποθήκευσης δεδομένων, τα οποία εκπέμπονται, διακινούνται  και παραλαμβάνονται με ενσύρματη μετάδοση, με ραδιοκύματα, με οπτικά μέσα ή με άλλα ηλεκτρομαγνητικά μέσα·

«ηλεκτρονικός πλειστηριασμός» σημαίνει μια επαναληπτική διαδικασία που βασίζεται σε έναν ηλεκτρονικό μηχανισμό παρουσίασης νέων, μειωμένων τιμών ή / και νέων αξιών που αφορούν ορισμένα στοιχεία των προσφορών, η οποία διεξάγεται έπειτα από προκαταρκτική πλήρη αξιολόγηση των προσφορών, επιτρέποντας την ταξινόμησή τους με βάση αυτόματη επεξεργασία:

Νοείται ότι, ορισμένες συμβάσεις υπηρεσιών ή έργων που έχουν ως αντικείμενο υπηρεσίες πνευματικού δημιουργού, όπως ο σχεδιασμός έργων, δε δύναται να αποτελούν αντικείμενο ηλεκτρονικών πλειστηριασμών

«ημέρα», τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 49, σημαίνει ημερολογιακή ημέρα, εκτός εάν άλλως καθορίζεται στα έγγραφα του διαγωνισμού

«Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71 του Συμβουλίου της 3ης Ιουνίου 1971 περί καθορισμού των κανόνων που εφαρμόζονται στις προθεσμίες, ημερομηνίες και διορίες

«κεντρική αρχή αγορών» σημαίνει μια αναθέτουσα αρχή, κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον παρόντα Νόμο ή από τον περί του Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Δημοσίων Συμβάσεων Προμηθειών, Έργων και Υπηρεσιών και για Συναφή θέματα Νόμο, η οποία -

(α)  Αποκτά προϊόντα ή / και υπηρεσίες που προορίζονται για αναθέτοντες φορείς, ή

(β)  αναθέτει συμβάσεις ή συνάπτει συμφωνίες - πλαίσιο για έργα, προϊόντα ή υπηρεσίες που προορίζονται για αναθέτοντες φορείς·

«κεντρική ταξινόμηση προϊόντων» ή «ονοματολογία CPC (Central Product Classification)» σημαίνει τη Διεθνή Ταξινόμηση Προϊόντων των Ηνωμένων Εθνών·

«κλειστή διαδικασία» σημαίνει τη διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας κάθε οικονομικός φορέας δύναται να ζητήσει να συμμετάσχει, αλλά στο πλαίσιο της οποίας μόνο οι οικονομικοί φορείς που έχουν προσκληθεί από τον αναθέτοντα φορέα δύνανται να υποβάλλουν προσφορά·

«κοινή τεχνική προδιαγραφή» σημαίνει την τεχνική προδιαγραφή που έχει εκπονηθεί σύμφωνα με διαδικασία αναγνωρισμένη από τα κράτη μέλη για σκοπούς ομοιόμορφης εφαρμογής της και έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«κοινό λεξιλόγιο για τις δημόσιες συμβάσεις» ή «ονοματολογία CPV (Common Procurement Vocabulary)» σημαίνει την ονοματολογία αναφοράς που εφαρμόζεται στις δημόσιες συμβάσεις και η οποία υιοθετήθηκε με  τον Κανονισμό 2195/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 5ης  Νοεμβρίου  του  2002 περί του κοινού λεξιλογίου για τις δημόσιες συμβάσεις (CPV),  όπως έχει  τροποποιηθεί  τελευταία με  τον  Κανονισμό 2151/2003 της Επιτροπής, της 16ης Δεκεμβρίου 2003, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2195/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί κοινού λεξιλογίου για τις δημόσιες συμβάσεις (CPV), εξασφαλίζοντας την αντιστοιχία με τις άλλες υπάρχουσες ονοματολογίες:

Νοείται ότι, σε περίπτωση διιστάμενων ερμηνειών ως προς το πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου, λόγω ενδεχόμενων διαφορών μεταξύ της ονοματολογίας CPV και της ονοματολογίας NACE που χρησιμοποιείται στο Παράρτημα IIΙ ή μεταξύ της ονοματολογίας CPV και της ονοματολογίας CPC που χρησιμοποιείται στο Παράρτημα VIIΙ Α και Β, υπερισχύει αντίστοιχα η ονοματολογία NACE ή η ονοματολογία CPC·

«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος που είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

«Οδηγία 2004/17/ΕΚ» σημαίνει την Οδηγία 2004/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 31ης Μαρτίου 2004 περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών, όπως αυτή τροποποιήθηκε τελευταία με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2083/2005 της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 2005, περί τροποποίησης των οδηγιών 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα κατώτατα όρια εφαρμογής κατά τη διαδικασία συνάψεως δημόσιων συμβάσεων

«οικονομικό έτος» σημαίνει την περίοδο των δώδεκα (12) μηνών για την οποία ο αναθέτων φορέας ετοιμάζει τους ετήσιους λογαριασμούς του

«οικονομικός φορέας» σημαίνει τον εργολήπτη και/ή τον προμηθευτή και/ή τον παρέχοντα υπηρεσίες

«ονοματολογία NACE (Nomenclature statistique des Activits conomiques dans la Communaut Europenne)» σημαίνει τη στατιστική ονοματολογία των οικονομικών δραστηριοτήτων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα που θεσπίστηκε με τον Κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3037/90 του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 1990, για τη στατιστική ονοματολογία των οικονομικών δραστηριοτήτων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 29/2002 της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 2001, για την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3037/90 του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 1990, για τη στατιστική ονοματολογία των οικονομικών δραστηριοτήτων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα

«οργανισμός δημοσίου δικαίου» σημαίνει κάθε οργανισμό -

(α) Ο οποίος έχει συσταθεί με συγκεκριμένο σκοπό την κάλυψη αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν εμπίπτουν στο βιομηχανικό ή εμπορικό τομέα,

(β) ο οποίος έχει νομική προσωπικότητα, και

(β) ο οποίος έχει νομική προσωπικότητα, και

«παρέχων υπηρεσίες» σημαίνει  κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή αναθέτοντα φορέα ή κοινοπραξία αυτών των προσώπων ή / και φορέων, που προσφέρει την παροχή υπηρεσιών στην αγορά

«προμηθευτής» σημαίνει  κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή αναθέτοντα φορέα ή κοινοπραξία αυτών των προσώπων ή / και φορέων, που προσφέρει την προμήθεια προϊόντων στην αγορά

«προσφέρων» σημαίνει τον οικονομικό φορέα που έχει υποβάλει προσφορά·

(α) διεθνές πρότυπο, που σημαίνει πρότυπο εγκεκριμένο από διεθνή οργανισμό τυποποίησης που έχει τεθεί στη διάθεση του κοινού˙

(β) ευρωπαϊκό πρότυπο, που σημαίνει πρότυπο εγκεκριμένο από ευρωπαϊκό οργανισμό τυποποίησης που έχει τεθεί στη διάθεση του κοινού˙

(γ) εθνικό πρότυπο, που σημαίνει πρότυπο εγκεκριμένο από εθνικό οργανισμό τυποποίησης που έχει τεθεί στη διάθεση του κοινού˙

«συμβάσεις» σημαίνει συμβάσεις εξ επαχθούς αιτίας, οι οποίες συνάπτονται γραπτώς μεταξύ ενός ή περισσοτέρων οικονομικών φορέων και ενός ή περισσοτέρων αναθετόντων φορέων·

«συμβάσεις έργων» σημαίνει τις συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο είτε την εκτέλεση είτε ταυτόχρονα τη μελέτη και την εκτέλεση εργασιών που αφορούν μία από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο Παράρτημα ΙΙI ή ενός έργου, είτε ακόμη την πραγματοποίηση, με οποιαδήποτε μέσα, ενός έργου, το οποίο ανταποκρίνεται στις επακριβώς οριζόμενες από τον αναθέτοντα φορέα ανάγκες

«συμβάσεις προμηθειών» σημαίνει συμβάσεις, πλην των αναφερομένων στην ερμηνεία του όρου «συμβάσεις έργων», οι οποίες έχουν ως αντικείμενο την αγορά, τη χρηματοδοτική μίσθωση, τη μίσθωση ή τη μίσθωση – πώληση (hire purchase), με ή χωρίς δικαίωμα αγοράς, προϊόντων:

Νοείται ότι, σύμβαση, η οποία έχει ως αντικείμενο την προμήθεια προϊόντων και περιλαμβάνει, παρεμπιπτόντως, εργασίες τοποθέτησης και εγκατάστασης, θεωρείται ως σύμβαση προμηθειών·

«συμβάσεις υπηρεσιών» σημαίνει συμβάσεις, πλην των συμβάσεων έργων ή προμηθειών, που έχουν ως αντικείμενο την παροχή των υπηρεσιών που αναφέρονται στο Παράρτημα VΙΙΙ:

Νοείται ότι, σύμβαση, η οποία έχει ως αντικείμενο ταυτόχρονα προϊόντα και υπηρεσίες που αναφέρονται στο Παράρτημα VΙΙΙ, θεωρείται ως σύμβαση υπηρεσιών, εφόσον η αξία των συγκεκριμένων υπηρεσιών υπερβαίνει την αξία των προϊόντων που περιλαμβάνονται στη σύμβαση:

Νοείται, περαιτέρω, ότι, σύμβαση, η οποία έχει ως αντικείμενο υπηρεσίες που αναφέρονται στο Παράρτημα VΙΙΙ και περιλαμβάνει δραστηριότητες που αναφέρονται στο Παράρτημα IΙΙ, αλλά μόνο παρεμπιπτόντως σε σχέση με το κύριο αντικείμενο της σύμβασης, θεωρείται ως σύμβαση υπηρεσιών·

«σύμβαση παραχώρησης έργων» σημαίνει μια σύμβαση, η οποία παρουσιάζει τα ίδια χαρακτηριστικά με μια σύμβαση έργων, εκτός από το γεγονός ότι το εργολαβικό αντάλλαγμα συνίσταται είτε αποκλειστικά στο δικαίωμα εκμετάλλευσης του έργου, είτε στο δικαίωμα αυτό σε συνδυασμό με καταβολή αμοιβής·

«σύμβαση παραχώρησης υπηρεσιών» σημαίνει μια σύμβαση, η οποία παρουσιάζει τα ίδια χαρακτηριστικά με μια σύμβαση υπηρεσιών, εκτός από το γεγονός ότι το αντάλλαγμα συνίσταται είτε αποκλειστικά στο δικαίωμα εκμετάλλευσης της υπηρεσίας, είτε στο δικαίωμα αυτό σε συνδυασμό με καταβολή αμοιβής·

«συμφωνία-πλαίσιο» σημαίνει μια συμφωνία που συνάπτεται μεταξύ ενός ή περισσοτέρων αναθετόντων φορέων και ενός ή περισσοτέρων οικονομικών φορέων, η οποία αποσκοπεί στον καθορισμό των όρων που διέπουν τις συμβάσεις που πρόκειται να συναφθούν κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου, ιδιαίτερα όσον αφορά τις τιμές και, ενδεχομένως, τις προβλεπόμενες ποσότητες·

«Συμφωνία» σημαίνει τη Συμφωνία περί Δημόσιων Συμβάσεων που συνήφθη στο πλαίσιο των πολυμερών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης (1986 έως 1994) και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ)

«συνδεδεμένη επιχείρηση» σημαίνει:

(α) Κάθε επιχείρηση, της οποίας οι ετήσιοι λογαριασμοί έχουν ενοποιηθεί με τους λογαριασμούς του αναθέτοντος φορέα σύμφωνα με τις απαιτήσεις της έβδομης οδηγίας 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1983, βασιζόμενη στο άρθρο 54, εδάφιο (3) παράγραφος (ζ) της Συνθήκης για τους ενοποιημένους λογαριασμούς, ή

(β) κάθε επιχείρηση επί της οποίας ο αναθέτων φορέας, στην περίπτωση που αυτός δεν εμπίπτει στον παρόντα Νόμο,  μπορεί να ασκεί, άμεσα ή έμμεσα, κυρίαρχη επιρροή, κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το παρόν άρθρο υπό τον ορισμό του όρου «δημόσιες επιχειρήσεις», ή

(γ) κάθε επιχείρηση η οποία μπορεί να ασκεί κυρίαρχη επιρροή  επί του αναθέτοντος φορέα, ή

(δ) κάθε επιχείρηση η οποία υπόκειται, από κοινού με τον αναθέτοντα φορέα, στην κυρίαρχη επιρροή μιας άλλης επιχείρησης λόγω της ιδιοκτησίας, χρηματοδοτικής συμμετοχής ή των κανόνων που τη διέπουν˙

«Συνθήκη» σημαίνει τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής  Κοινότητας

«τεχνικές προδιαγραφές» σημαίνει -

(α) Για τις συμβάσεις έργων, όλες τις τεχνικές απαιτήσεις που περιέχονται στα έγγραφα του διαγωνισμού και καθορίζουν τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά, ενός υλικού, ενός προϊόντος ή μιας προμήθειας ειδών και οι οποίες επιτρέπουν τον αντικειμενικό προσδιορισμό αυτών, έτσι ώστε να ανταποκρίνονται στη χρήση για την οποία προορίζονται από τον αναθέτοντα φορέα. Τα χαρακτηριστικά αυτά περιλαμβάνουν τα επίπεδα της περιβαλλοντικής επίδοσης, το σχεδιασμό για όλες τις χρήσεις, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας πρόσβασης για τα άτομα με ειδικές ανάγκες, την αξιολόγηση της συμμόρφωσης, την καταλληλότητα, την ασφάλεια ή τις διαστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών σχετικά με τη διασφάλιση της ποιότητα-ς, την ορολογία, τα σύμβολα, τις δοκιμές και μεθόδους δοκιμών, τη συσκευασία, τη σήμανση και τις ετικέτες, καθώς και τις διαδικασίες και μεθόδους παραγωγής. Περιλαμβάνουν, επίσης, τους κανόνες σχεδιασμού και υπολογισμού των έργων, καθώς και τις κατασκευαστικές τεχνικές ή μεθόδους και κάθε άλλο όρο τεχνικού χαρακτήρα που ο αναθέτων φορέας είναι σε θέση να καθορίσει, μέσω γενικών ή ειδικών κανονιστικών διατάξεων, σχετικά με τα ολοκληρωμένα έργα, καθώς και με τα υλικά ή τα στοιχεία που αποτελούν τα έργα αυτά˙

(β) για τις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών και  προμηθειών, τις προδιαγραφές που περιέχονται, ιδίως, στα έγγραφα διαγωνισμού και μπορούν να προσδιορίζουν τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας, όπως τα επίπεδα ποιότητας, τα επίπεδα της περιβαλλοντικής επίδοσης, το σχεδιασμό για όλες τις χρήσεις, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας πρόσβασης για άτομα με ειδικές ανάγκες, και την αξιολόγηση της συμμόρφωσης, της καταλληλότητας, της χρήσης του προϊόντος, της ασφάλειας ή των διαστάσεών του, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων που ισχύουν για το προϊόν όσον αφορά την ονομασία πώλησης, την ορολογία, τα σύμβολα, τις δοκιμές και τις μεθόδους δοκιμών, τη συσκευασία, τη σήμανση και την τοποθέτηση ετικετών, τις οδηγίες για τους χρήστες, τις διαδικασίες και μεθόδους παραγωγής, καθώς και τις διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης˙

«τεχνικό πλαίσιο αναφοράς» σημαίνει κάθε προϊόν, το οποίο εκπονείται από τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης, πλην των επίσημων προτύπων, σύμφωνα με διαδικασίες προσαρμοσμένες στην εξέλιξη των αναγκών της αγοράς

«τρίτη χώρα» σημαίνει χώρα που δεν είναι κράτος μέλος

«υποψήφιος» σημαίνει τον οικονομικό φορέα που έχει ζητήσει να του αποσταλεί πρόσκληση συμμετοχής σε κλειστή διαδικασία ή διαδικασία με διαπραγμάτευση.