ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

(Άρθρο 103)

 

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗ ΔΗΜΕΥΣΗ

Δηλοποίηση Κατάσχεσης

 

1. Ο Διευθυντής ή εξουσιοδοτημένος λειτουργός επιδίδει δηλοποίηση για κάθε κατάσχεση εμπορεύματος ως υποκειμένου εις δήμευση σε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, με βάση τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ήταν ή εύλογα μπορούσε να θεωρηθεί ως ο κάτοχος του εμπορεύματος κατά το χρόνο της κατάσχεσης, γνωστοποιώντας γραπτώς τους λόγους στους οποίους εδράζεται η κατάσχεση εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος:

Νοείται ότι, δεν απαιτείται η επίδοση δυνάμει της παραγράφου αυτής στην περίπτωση κατά την οποία η κατάσχεση έγινε στην παρουσία -

(α) του προσώπου, που έχει διαπράξει το αδίκημα ή που πιθανό να έχει διαπράξει το αδίκημα το οποίο προκάλεσε την κατάσχεση· ή

(β) του κατόχου ή του φερομένου ως κατόχου του εμπορεύματος που κατασχέθηκε ή κάποιου υπαλλήλου ή αντιπροσώπου του· ή

(γ) του πλοιάρχου ή κυβερνήτη στην περίπτωση εμπορεύματος που κατάσχεται σε πλοίο ή αεροσκάφος ή στην περίπτωση που κατάσχεται το πλοίο ή αεροσκάφος.

2. Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 117, σε περίπτωση που η δηλοποίηση που εκδίδεται με βάση την προηγούμενη παράγραφο 1 είναι γραπτή και στον τύπο που καθορίζεται από το Διευθυντή, και λογίζεται ως προσηκόντως επιδοθείσα στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, όταν στις περιπτώσεις που αυτό δεν έχει διεύθυνση στη Δημοκρατία ή η διεύθυνσή του είναι άγνωστη ή πρόκειται για νομικό πρόσωπο.

Αμφισβήτηση Δήμευσης

3. Αν οποιοδήποτε πρόσωπο διεκδικεί οποιοδήποτε εμπόρευμα το οποίο κατασχέθηκε ως υποκείμενο εις δήμευση, πρέπει εντός ενός μηνός από την ημερομηνία της δηλοποίησης της κατάσχεσης ή, εφόσον δεν του επιδόθηκε τέτοια δηλοποίηση εντός ενός μηνός από την κατάσχεση, να υποβάλει έγγραφη αμφισβήτηση σε οποιοδήποτε τελωνείο. Σε περίπτωση που λογίζεται η δηλοποίηση προσηκόντως επιδοθείσα με τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, τότε η πιο πάνω ημερομηνία αρχίζει από την ημερομηνία της δημοσίευσης

4. Η αμφισβήτηση που υποβάλλεται δυνάμει της παραγράφου 3 πρέπει να είναι έγγραφη και ενυπόγραφη και να περιέχει οπωσδήποτε το όνομα και τη διεύθυνση του προσώπου που προβάλλει τη διεκδίκηση, καθώς και τους λόγους για τους οποίους αμφισβητεί τη νομιμότητα της κατάσχεσης:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που το πρόσωπο που υποβάλλει την αμφισβήτηση κατοικεί ή διαμένει σε χώρα εκτός της Δημοκρατίας, στην αμφισβήτηση πρέπει να αναφέρονται, πέραν από τα στοιχεία που απαιτούνται δυνάμει της παρούσας παραγράφου, το όνομα και η διεύθυνση δικηγόρου, ο οποίος ασκεί δραστηριότητα με βάση τον περί Δικηγόρων Νόμο, Κεφ. 2, μαζί με έγγραφη, ενυπόγραφη και δεόντως πιστοποιημένη εξουσιοδότηση προς το δικηγόρο να ενεργεί ως αντίκλητός του, επίδοση δε δικονομικού εγγράφου προς τον εν λόγω δικηγόρο, λογίζεται ως δέουσα επίδοση προς το πρόσωπο που υποβάλλει την αμφισβήτηση.

 

Κήρυξη εις δήμευση

 

5. Στην περίπτωση που παρέλθει η νόμιμη προθεσμία που ορίζεται στην παράγραφο 3, και δεν επιδοθεί έγγραφη αμφισβήτηση ή σε περίπτωση που επιδόθηκε τέτοια αμφισβήτηση αλλά δεν τηρηθεί οποιαδήποτε από τις διατάξεις της παραγράφου 4, το εμπόρευμα που κατασχέθηκε λογίζεται ως κηρυχθέν εις δήμευση.

6. Σε περίπτωση επίδοσης έγγραφης αμφισβήτησης αναφορικά με οποιοδήποτε εμπόρευμα, σύμφωνα με τις προηγούμενες διατάξεις του Παραρτήματος αυτού, ο Διευθυντής οφείλει να ενεργήσει σε εύλογο χρόνο για έκδοση δικαστικής απόφασης για το θέμα της δήμευσης του εμπορεύματος αυτού και αν το Δικαστήριο αποφασίσει ότι κατά το χρόνο της κατάσχεσης το εμπόρευμα υπόκειτο πράγματι εις δήμευση, κηρύσσεται δικαστικά η δήμευσή του.

7. Αν εμπόρευμα που κατασχέθηκε, κηρυχθεί ή λογισθεί ως κηρυχθέν εις δήμευση, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 5 και 6, τότε, χωρίς να επηρεάζεται οποιαδήποτε πράξη για απόδοση ή πώληση των εμπορευμάτων από το Διευθυντή σύμφωνα με την παράγραφο 134, η δήμευση λογίζεται ότι ισχύει, στην μεν περίπτωση που επέρχεται δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου 5 από την ημερομηνία κατά την οποία έχει εκπνεύσει η προθεσμία που τίθεται δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου 3, στη δε περίπτωση που επέρχεται μετά από δικαστική κήρυξή της δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου 6, από την ημερομηνία έκδοσης της σχετικής δικαστικής απόφασης.

 

Διαδικασία για κήρυξη εμπορεύματος που κατασχέθηκε

εις δήμευση στο Δικαστήριο

 

8. Η διαδικασία για δικαστική κήρυξη εις δήμευση εμπορεύματος που έχει κατασχεθεί ως υποκείμενο εις δήμευση είναι αστική, πραγματοπαγής (in rem) και εγείρεται στη Δημοκρατία.

9. Η διαδικασία για κήρυξη εμπορεύματος που κατασχέθηκε εις δήμευση στο Δικαστήριο αρχίζει -

(α) σε οποιοδήποτε Δικαστήριο το οποίο έχει αρμοδιότητα στον τόπο όπου διαπράχθηκε το αδίκημα σχετικά με το εμπόρευμα που κατασχέθηκε ή όπου άρχισε ποινική δίωξη του αδικήματος αυτού· ή

(β) σε οποιοδήποτε Δικαστήριο το οποίο έχει αρμοδιότητα στον τόπο της κατοικίας του απαιτητή, ή, αν ο απαιτητής διόρισε αντίκλητο κάποιο δικηγόρο σύμφωνα με την παράγραφο 4του Παραρτήματος αυτού, στον τόπο όπου ο δικηγόρος έχει το γραφείο του· ή

(γ) σε οποιοδήποτε Δικαστήριο το οποίο έχει αρμοδιότητα στον τόπο όπου το εμπόρευμα που κατασχέθηκε, βρέθηκε, κατακρατήθηκε ή κατασχέθηκε ή στον τόπο όπου αρχικά μεταφέρεται μετά την εξεύρεση, κατακράτηση ή κατάσχεσή του.

10. (1) Σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία για κήρυξη της δήμευσης εμπορεύματος που έχει κατασχεθεί ως υποκείμενο εις δήμευση, η αγωγή εγείρεται εναντίον κάθε προσώπου το οποίο έχει υποβάλει αμφισβήτηση δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου 3.

(2) Σε οποιαδήποτε διαδικασία που εγείρεται δυνάμει των διατάξεων της υποπαραγράφου (1), κάθε εναγόμενος ή ο δικηγόρος του οφείλει να καταθέσει, είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, στον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί η αγωγή, ένορκη δήλωση με την οποία να βεβαιώνεται ότι το εμπόρευμα που έχει κατασχεθεί ως υποκείμενο εις δήμευση ανήκε ή, από όσο καλύτερα γνωρίζει και πιστεύει ανήκε, κατά κυριότητα στο πρόσωπο που έχει υποβάλει την αμφισβήτηση κατά το χρόνο της κατάσχεσης.

(3) Σε οποιαδήποτε διαδικασία που εγείρεται δυνάμει των διατάξεων της υποπαραγράφου (1), κάθε εναγόμενος οφείλει να καταθέσει, είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, τα έξοδα της διαδικασίας όπως αυτά θα καθοριστούν από το Δικαστήριο μετά από σχετική αίτηση που υποβάλλεται από τον ίδιο.

(4) Σε περίπτωση κατά την οποία δεν τηρηθεί οποιαδήποτε από τις διατάξεις της παραγράφου αυτής εντός των προθεσμιών που καθορίζονται, το Δικαστήριο, εξετάζοντας την παράλειψη αυτεπάγγελτα, εκδίδει απόφαση για κήρυξη της δήμευσης.

11. Σε περίπτωση υποβολής έφεσης, περιλαμβανομένης και έφεσης με τη μορφή υπομνήματος (case statedεναντίον πρωτόδικης απόφασης, σε οποιαδήποτε διαδικασία για την κήρυξη εμπορεύματος που κατασχέθηκε εις δήμευση, το εμπόρευμα που κατασχέθηκε για όσο χρόνο εκκρεμεί η έφεση, εξακολουθεί να φυλάττεται από το Διευθυντή ή σε οποιοδήποτε πρόσφορο για το σκοπό αυτό τελωνείο.

 

Διατάξεις που αφορούν στην απόδειξη

 

12. Σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία που αφορά δήμευση εμπορεύματος, το γεγονός της κατάσχεσης, ο τύπος και ο τρόπος διενέργειάς της, λογίζονται, μέχρις απόδειξης του αντιθέτου, ότι έχουν διενεργηθεί σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο χωρίς να χρειάζονται περαιτέρω απόδειξη.

 

Εξουσία για διενέργεια ορισμένων πράξεων αναφορικά με το εμπόρευμα

που κατασχέθηκε πριν την κήρυξη του εις δήμευση

 

13. Σε περίπτωση κατάσχεσης κάποιου εμπορεύματος ως υποκείμενου εις δήμευση, ο Διευθυντής δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο, εφόσον το κρίνει σκόπιμο και παρά το γεγονός ότι δεν κηρύχθηκε ακόμη εις δήμευση ή δεν λογίζεται ότι κηρύχθηκε εις δήμευση -

(α) να αποδώσει το εμπόρευμα που κατασχέθηκε σε οποιοδήποτε απαιτητή ο οποίος θα καταβάλει στο Διευθυντή το καθοριζόμενο κατά την κρίση του ποσό. το οποίο Το ποσό αυτό δεν δύναται να υπερβαίνει την κατά την κρίση του Διευθυντή αξία του εμπορεύματος, περιλαμβανομένου και οποιουδήποτε δασμού ή και φόρου που βαρύνει το εμπόρευμα που κατασχέθηκε και δεν έχει ακόμα καταβληθεί· ή

(β) σε περίπτωση κατάσχεσης ζώων ή ειδών τα οποία κατά την κρίση του Διευθυντή υπόκεινται σε φθορά, να τα εκποιήσει ή να τα καταστρέψει με βάση τη διαδικασία που καθορίζει ο Διευθυντής. τα δε Τα έξοδα καταστροφής βαρύνουν το Δημόσιο.

14. (1) Αν οποιοδήποτε εμπόρευμα που κατασχέθηκε, αποδοθεί, πωληθεί ή καταστραφεί όπως προβλέπεται πιο πάνω και σε δικαστική διαδικασία που έγινε σύμφωνα με το Παράρτημα αυτό, αποφασίστηκε ότι το εμπόρευμα αυτό δεν υπόκειτο εις δήμευση όταν κατασχέθηκε, ο Διευθυντής οφείλει αν το ζητήσει ο απαιτητής να του προσφέρει -

(α) ποσό ίσο με αυτό που καταβλήθηκε από τον απαιτητή, σύμφωνα με την υποπαράγραφο (α) την ς παράγραφο αγράφου 13 4(α)· ή

(β) αφού το εμπόρευμα που κατασχέθηκε πωλήθηκε, ποσό ίσο με το προϊόν της πώλησης· ή

(γ) αφού το εμπόρευμα που κατασχέθηκε καταστράφηκε, ποσό ίσο με την αγοραία αξία του εμπορεύματος κατά το χρόνο της κατάσχεσης:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που το υπό αναφορά ποσό περιλαμβάνει και δασμό ή και φόρο που βαρύνει το εμπόρευμα που κατασχέθηκε που και ο οποίος δεν καταβλήθηκε πριν από την κατάσχεση, ο Διευθυντής δύναται να αφαιρέσει από αυτό, το ποσό που αντιστοιχεί στο δασμό ή και φόρο.

(2) Αν ο απαιτητής αποδεχθεί το ποσό που του προσφέρεται σύμφωνα με την υποπαράγραφο (1), τότε παύει να έχει οποιοδήποτε δικαίωμα για άσκηση αγωγής για την κατάσχεση, κατακράτηση, εκποίηση ή καταστροφή του εμπορεύματος που διενεργήθηκε.