Αδικήματα συγκάλυψης.

38Β. (1) Μέλος της Αστυνομίας που εν γνώσει του, αμελεί ή παραλείπει ή συγκαλύπτει ή αποκρύπτει αληθή γεγονότα ή ανέχεται τέτοια γεγονότα και δεν αναφέρει στο Διευθυντή της  Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου της Αστυνομίας τη διάπραξη αδικημάτων διαφθοράς ή πράξεων εν δυνάμει διαφθοράς από άλλο μέλος, ανώτερου ή κατώτερου βαθμού του βαθμού που κατέχει, ανεξάρτητα αν το ποινικό αδίκημα που διαπράχτηκε είναι πράγματι το ίδιο ή διαφορετικό από εκείνο το οποίο γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει, νοουμένου ότι η εκτέλεση του ποινικού αδικήματος που διαπράχτηκε είναι πιθανή συνέπεια των περιστατικών που ήταν σε γνώση του, ή παρέχει πληροφορίες σχετικά με έρευνες που γίνονται για συγκάλυψή τους, διαπράττει αδίκημα, και, σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) ή και στις δύο αυτές ποινές:

Νοείται ότι, η γνώση, η πρόθεση ή ο σκοπός που απαιτούνται ως συστατικά στοιχεία των πιο πάνω αδικημάτων, δύνανται να συναχθούν από αντικειμενικές πραγματικές περιστάσεις:

Νοείται περαιτέρω, ότι η παράλειψη μέλους της Αστυνομίας, που ασκεί καθήκοντα διοικητικού προϊστάμενου να αναφέρει ή να παραδώσει ή να διαβιβάσει στο Διευθυντή της  Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου της Αστυνομίας οποιαδήποτε στοιχεία ή οποιαδήποτε καταγγελία ή πληροφορία, επώνυμη ή ανώνυμη, που περιήλθαν στην αντίληψή του ή στην κατοχή του, συνιστά επιβαρυντικό παράγοντα που προσμετράται κατά την επιβολή της ποινής.

(2) Μέλος της Αστυνομίας που προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη ή ενέργεια, η οποία αποσκοπεί ή είναι ενδεχόμενο να αποτρέψει άλλο μέλος της Αστυνομίας από το να ενεργήσει σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 38 ή η οποία ενδέχεται να παρεμποδίσει ή με οποιοδήποτε τρόπο να επηρεάσει τις εξουσίες ή αρμοδιότητες της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου της Αστυνομίας ή έρευνα που διεξάγεται με βάση τις διατάξεις του περί Σύστασης και Λειτουργίας της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου της Αστυνομίας Νόμου, διαπράττει αδίκημα και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.