Ερμηνεία

2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -

«ασφαλειοδόχος» σημαίνει τον αποδέκτη της εξασφάλισηςֹ

«ασφαλειοπάροχος» σημαίνει τον παρέχωντα την εξασφάλισηֹ

«γεγονός αθέτησης υποχρέωσης» σημαίνει οποιοδήποτε γεγονός αθέτησης υποχρέωσης ή παρεμφερές γεγονός συμφωνημένο μεταξύ των συμβαλλομένων, με την επέλευση του οποίου, βάσει των όρων της συμφωνίας παροχής χρηματοοικονομικής εξασφάλισης ή κατ’ εφαρμογή νομοθετικής διάταξης, ο ασφαλειοδόχος δικαιούται να ρευστοποιήσει την εξασφάλιση ή να αποκτήσει την κυριότητα της εξασφάλισης, ή τίθεται σε ισχύ η ρήτρα συμψηφισμούֹ

«δανειακές απαιτήσεις» σημαίνει τις χρηματικές απαιτήσεις που πηγάζουν από συμφωνία βάσει της οποίας ένα πιστωτικό ίδρυμα χορηγεί πίστωση υπό μορφή δανείου·

«διαδικασία εκκαθάρισης» σημαίνει τη διαδικασία εκκαθάρισης κατά τα οριζόμενα στον περί Εταιρειών Νόμο, και, περιλαμβάνει την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων και τη διανομή των εσόδων μεταξύ των δανειστών, μετόχων ή μελών ως ενδείκνυται, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων, στις οποίες οι συλλογικές διαδικασίες τερματίζονται με συμβιβασμό ή άλλο ανάλογο μέτρο, είτε βασίζονται σε εκκαθάριση είτε όχι, και ανεξάρτητα από τον υποχρεωτικό ή προαιρετικό χαρακτήρα τους:

Noείται ότι, σ΄ ό,τι αφορά συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα, διαδικασία εκκαθάρισης σημαίνει τη διαδικασία εκκαθάρισης κατά τα οριζόμενα στο Μέρος ΙΧ των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων του 1985 έως (Αρ. 3) του 2003·

«δικαίωμα χρήσης» σημαίνει το δικαίωμα του ασφαλειοδόχου να χρησιμοποιεί και διαθέτει την παρεχόμενη βάσει σχετικής συμφωνίας χρηματοοικονομικής εξασφάλισης ως κάτοχος της, σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας εγγυοδοσίας με παροχή χρηματοοικονομικής εξασφάλισης·

«εξασφάλιση με τίτλους καταχωρημένους σε μητρώο» σημαίνει τη χρηματοοικονομική εξασφάλιση που παρέχεται στα πλαίσια συμφωνίας παροχής χρηματοοικονομικής εξασφάλισης και που συνίσταται σε χρηματοπιστωτικά μέσα, το δικαίωμα επί των οποίων αποδεικνύεται με εγγραφές σε μητρώο ή λογαριασμό που τηρείται από μεσάζοντα ή εκ μέρους του·

«ισοδύναμη εξασφάλιση» σημαίνει -

(α) Στην περίπτωση μετρητών, την πληρωμή του ίδιου ποσού και στο ίδιο νόμισμα·

(β) στην περίπτωση χρηματοπιστωτικών μέσων, τα χρηματοπιστωτικά μέσα του ίδιου εκδότη ή χρεώστη που αποτελούν τμήμα της ίδιας έκδοσης ή κατηγορίας και του ίδιου ονομαστικού ποσού, νομίσματος και περιγραφής· ή σε περίπτωση συμφωνίας παροχής χρηματοοικονομικής εξασφάλισης που προβλέπει τη μεταβίβαση άλλων περιουσιακών στοιχείων ως αποτέλεσμα της επέλευσης οποιουδήποτε γεγονότος που συνδέεται με ή επηρεάζει κάποιο από τα χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν δοθεί ως εξασφάλιση, τα εν λόγω άλλα περιουσιακά στοιχεία·

«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσηςֹ

«μέσα χρηματαγοράς» (money market instruments) σημαίνει τα είδη εκείνα των αξιογράφων που συνήθως χρησιμοποιούνται ως μέσα διαπραγμάτευσης στη χρηματαγοράֹ

«μέτρα εξυγίανσης» σημαίνει τα μέτρα που θα προβλέπονται σε οποιοδήποτε νόμο ήθελε υιοθετήσει την Οδηγία 2001/24/ΕΚ, και περιλαμβάνουν μέτρα που συνεπάγονται παρέμβαση διοικητικών ή δικαστικών αρχών με σκοπό τη διατήρηση ή αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής κατάστασης και που επηρεάζουν τα προϋπάρχοντα δικαιώματα τρίτων, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των μέτρων που συνεπάγονται αναστολή πληρωμών, αναστολή μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης ή περιορισμό αξιώσεωνֹ

«μετρητά» σημαίνει -

(α) Τα χρήματα που έχουν πιστωθεί σε λογαριασμό, σε οποιοδήποτε νόμισμαֹ ή

(β) παρεμφερείς αξιώσεις για την επιστροφή χρημάτων, συμπεριλαμβανομένων των καταθέσε-ων χρηματαγοράςֹ

«Οδηγία 2001/24/ΕΚ» σημαίνει την Οδηγία 2001/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 2001, για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων (EE L 125 της 5/5/01, σ. 0015)ֹ

«πιστωτικό ίδρυμα» σημαίνει-

(α) πιστωτικό ίδρυμα όπως αυτό ορίζεται στους περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμους του 1997 έως 2011, ή/και

(β) τα ιδρύματα που απαριθμούνται στο Άρθρο 2 της πράξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητα με τίτλο «Οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2010/78/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 και όπως περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙

«πολυμερής τράπεζα αναπτύξεως» [Διαγράφηκε]

«ρήτρα συμψηφισμού» σημαίνει τον όρο της συμφωνίας παροχής χρηματοοικονομικής εξασφάλισης ή της συμφωνίας, της οποίας αποτελεί μέρος η συμφωνία παροχής εξασφάλισης, ή, εάν δεν υπάρχει τέτοιος όρος, οποιαδήποτε διάταξη νόμου, βάσει της οποίας, με την επέλευση ενός γεγονότος που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση, είτε μέσω συμψηφισμού ή αντιστάθμισης, είτε με άλλο τρόπο -

(α) Οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων επιταχύνονται, ώστε να καθίστανται αμέσως απαιτητές και να εκφράζονται ως υποχρέωση καταβολής ποσού που αντιπροσωπεύει την, κατ’ εκτίμηση, τρέχουσα αξία τους ή λήγουν και αντικαθίστανται από υποχρέωση καταβολής ενός τέτοιου ποσούֹ ή

(β) υπολογίζονται οι οφειλές του κάθε συμβαλλομένου προς τον άλλο σε σχέση με τις υποχρεώσεις αυτές και ο συμβαλλόμενος, ο οποίος οφείλει το μεγαλύτερο ποσό καταβάλλει καθαρό ποσό, ίσο προς τη διαφορά των οφειλώνֹ

«συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής εξασφάλισης» σημαίνει τη συμφωνία παροχής εξασφάλισης με μεταβίβαση τίτλου ή τη συμφωνία εγγυοδοσίας με παροχή χρηματοοικονομικής εξασφάλισης, ανεξαρτήτως του εάν αυτή καλύπτεται από γενική συμφωνία ή γενικούς όρουςֹ

«συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής εξασφάλισης με μεταβίβαση τίτλου» σημαίνει τη συμφωνία, συμπεριλαμβανομένης της συμφωνίας επαναγοράς, βάσει της οποίας ο ασφαλειοπάροχος μεταβιβάζει την πλήρη κυριότητα ή το πλήρες δικαίωμα της χρηματοοικονομικής εξασφάλισης στον ασφαλειοδόχο, με σκοπό την εξασφάλιση ή την κατ’ άλλο τρόπο κάλυψη της εκτέλεσης των σχετικών οικονομικών υποχρεώσεων·

«συμφωνία εγγυοδοσίας με παροχή χρηματοοικονομικής εξασφάλισης» σημαίνει τη συμφωνία βάσει της οποίας ο ασφαλειοπάροχος παρέχει χρηματοοικονομική εξασφάλιση ως εγγύηση στον ή υπέρ του ασφαλειοδόχου, ενώ η πλήρης ή περιορισμένη κυριότητα ή το πλήρες δικαίωμα επί της χρηματοοικονομικής εξασφάλισης παραμένει στον ασφαλειοπάροχο κατά τη σύσταση του δικαιώματος εξασφάλισης·

«σχετικός λογαριασμός» σημαίνει, σε σχέση με εξασφάλιση με τίτλους καταχωρημένους σε μητρώο που υπόκειται σε συμφωνία παροχής χρηματοοικομικής εξασφάλισης, το μητρώο ή το λογαριασμό που είναι δυνατόν να τηρείται από τον ασφαλειοδόχο, στο οποίο γίνονται οι εγγραφές, μέσω των οποίων παρέχεται στον ασφαλειοδόχο η εξασφάλιση με τίτλους καταχωρημένους σε μητρώοֹ

«σχετικές χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις» σημαίνει τις υποχρεώσεις που εξασφαλίζονται με συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής εξασφάλισης, και οι οποίες παρέχουν δικαίωμα διακανονισμού τοις μετρητοίς ή παράδοσης χρηματοπιστωτικών μέσων, και περιλαμβάνουν -

(α) Παρούσες ή μελλοντικές, υπάρχουσες ή ενδεχόμενες ή αναμενόμενες υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που απορρέουν από μια γενική συμφωνία ή παρόμοιο διακανονισμόֹ

(β) υποχρεώσεις προς τον ασφαλειοδόχο από άλλο πρόσωπο εκτός του ασφαλειοπάροχουֹ ή

(γ) υποχρεώσεις συγκεκριμένης κατηγορίας ή είδους, οι οποίες προκύπτουν σε διάφορες χρονικές στιγμέςֹ

«χρηματοπιστωτικά μέσα» (financial instruments), σημαίνει τις μετοχές σε εταιρείες και άλλους τίτλους που ισοδυναμούν με μετοχές σε εταιρείες, ομόλογα και άλλα είδη χρεωστικών μέσων, εφόσον αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην κεφαλαιαγορά, και οποιουσδήποτε άλλους τίτλους συνήθως διαπραγματεύσιμους, οι οποίοι παρέχουν το δικαίωμα απόκτησης μετοχών, ομολογιών ή άλλου είδους κινητών αξιών με εγγραφή, αγορά ή ανταλλαγή ή, οι οποίοι συνεπάγονται διακανονισμό τοις μετρητοίς εξαιρουμένων των μέσων πληρωμής, περιλαμβανομένων των μεριδίων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, όπως αυτά ορίζονται στους περί των Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμους του 2002 και 2003, των μέσων χρηματαγοράς, και των αξιώσεων ή των άμεσων ή έμμεσων δικαιωμάτων επί των ανωτέρω στοιχείωνֹ

«χρηματοοικονομικό ίδρυμα» σημαίνει το ίδρυμα που ασκεί μια τουλάχιστον από τις εργασίες που καθορίζονται στο Παράρτημα.

(2) Όπου στον παρόντα Νόμο αναφέρεται ότι «παρέχεται» χρηματοοικονομική εξασφάλιση ή όπου γίνεται αναφορά στην «παροχή» χρηματοοικονομικής εξασφάλισης, σημαίνει ότι η χρηματοοικονομική εξασφάλιση παραδίδεται, μεταβιβάζεται, κατακρατείται, καταχωρείται ή άλλως καθορίζεται, ούτως ώστε να βρίσκεται στην κατοχή ή υπό τον έλεγχο του ασφαλειοδόχου ή προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό του ασφαλειοδόχου:

Νοείται ότι, τυχόν δικαίωμα -

(α) υποκατάστασης ή απόσυρσης πλεονάζουσας χρηματοοικονομικής εξασφάλισης υπέρ του ασφαλειοπάροχου,  ή

(β) στην περίπτωση δανειακών απαιτήσεων, για την είσπραξη του προϊόντος των εν λόγω δανειακών απαιτήσεων μέχρι νεωτέρας εντολής,

δεν θίγει την παρασχεθείσα στον ασφαλειοδόχο χρηματοοικονομική εξασφάλιση όπως αναφέρεται στον παρόντα Νόμο.

(3) Όπου στον παρόντα Νόμο αναφέρεται ο όρος «εγγράφως», αυτός περιλαμβάνει και την καταχώρηση σε ηλεκτρονικό μέσο ή σε οποιοδήποτε άλλο σταθερό υπόθεμα.