Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -

«άδεια» σημαίνει άδεια εκπο΅πής αερίων θερ΅οκηπίου που εκδίδεται σύ΅φωνα ΅ε τα άρθρα 8, 9 και 10·

«αέρια θερ΅οκηπίου» σημαίνει τα αέρια που απαριθ΅ούνται στο Παράρτη΅α ΙΙ·

«Aπόφαση 2002/358/ΕΚ» σημαίνει την απόφαση αριθ. 2002/358/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Απριλίου 2002, για την έγκριση, εξ'ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, του Πρωτοκόλλου του Κυότο στη Σύμβαση-Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για τις κλιματικές μεταβολές και την από κοινού τήρηση των σχετικών δεσμεύσεων, όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«Απόφαση 280/2004/ΕΚ» σημαίνει την απόφαση αριθ.280/2004/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για μηχανισμό παρακολούθησης των εκπομπών αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου στην Κοινότητα και εφαρμογής του πρωτοκόλλου του Κιότο, όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«αρμόδια αρχή» σημαίνει τον Υπουργό·

«αρχή τοπικής αυτοδιοίκησης» σημαίνει Δήμο ή Κοινοτικό Συμβούλιο·

«Αρχιεπιθεωρητής» σημαίνει το λειτουργό που εξουσιοδοτείται να ενεργεί ως αρχιεπιθεωρητής με βάση το άρθρο 26(1)·

«δημόσια αρχή» σημαίνει το κράτος, κρατική υπηρεσία, αρχή που καθιδρύεται με βάση νόμο, αρχή τοπικής αυτοδιοίκησης, οργανισμό δημοσίου δικαίου, τις ενώσεις που συγκροτούνται από μία ή περισσότερες από αυτές τις αρχές ή από ένα ή περισσότερους από αυτούς τους οργανισμούς και περιλαμβάνει δημόσια επιχείρηση·

«δημόσια επιχείρηση» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί του Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Συμβάσεων Προμηθειών, Έργων και Υπηρεσιών στους τομείς του Ύδατος, της Ενέργειας, των Μεταφορών και των Ταχυδρομικών Υπηρεσιών και για Συναφή Θέματα Νόμου·

«δικαίω΅α» σημαίνει το δικαίω΅α εκπο΅πής ενός τόνου ισοδύνα΅ου διοξειδίου του άνθρακα κατά τη διάρκεια καθορισ΅ένης περιόδου, το οποίο ισχύει μόνο για τους σκοπούς της τήρησης των απαιτήσεων του παρόντος Νόμου και το οποίο ΅πορεί να μεταβιβάζεται σύ΅φωνα ΅ε τις διατάξεις του παρόντος Νόμου·

«δραστηριότητα έργου» σημαίνει  δραστηριότητα έργου, η οποία έχει εγκριθεί από ένα ή περισσότερα μέρη του παραρτήματος 1 της Σύμβασης, σύμφωνα με το άρθρο 6 ή 12 του Πρωτόκολλου και τις αποφάσεις  που λαμβάνονται με βάση τη Σύμβαση και το Πρωτόκολλο·

«εγκατάσταση» σημαίνει τη σταθερή τεχνική μονάδα όπου διεξάγονται ΅ία ή περισσότερες δραστηριότητες απαριθ΅ού΅ενες στο Παράρτη΅α Ι και οποιεσδήποτε άλλες δραστηριότητες ά΅εσα σχετιζό΅ενες ΅ε αυτές, οι οποίες συνδέονται, τεχνικά, ΅ε τις διεξαγό΅ενες δραστηριότητες στο συγκεκρι΅ένο τόπο και θα ΅πορούσαν να έχουν επιπτώσεις στις εκπο΅πές και τη ρύπανση·

«εκπο΅πές» σημαίνει την απελευθέρωση αερίων θερ΅οκηπίου στην ατ΅όσφαιρα από πηγές ΅ιας εγκατάστασης·

«Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων·

«ιδιωτικός φορέας» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου·

«κοινό» σημαίνει ένα ή περισσότερα πρόσωπα και περιλαμβάνει ενώσεις, οργανώσεις ή ο΅άδες προσώπων·

«κοινοτική νομοθεσία» σημαίνει το σύνολο των κανονισμών, οδηγιών και αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που είναι δεσμευτικές για όλα τα κράτη μέλη·

«κοινοτικό κεκτημένο» σημαίνει την κοινοτική νομοθεσία και περιλαμβάνει τις προσωρινές  παρεκκλίσεις  κρατών μελών, της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, όπως καθορίζονται στις οικείες  Συνθήκες  Προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση·

«κρατική υπηρεσία» σημαίνει υπουργείο ή υπηρεσία που υπάγεται σε υπουργείο ή σε ανεξάρτητο αξιωματούχο της Δημοκρατίας και περιλαμβάνει τμήμα, κλάδο ή υπηρεσία υπουργείου·

«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και περιλαμβάνει τα κράτη που αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο και την Ελβετία·

«μέρος του Παραρτήματος Ι της Σύμβασης» σημαίνει συμβαλλόμενο μέρος της Σύμβασης, το οποίο αναφέρεται στο Παράρτημα Ι της Σύμβασης, και έχει επικυρώσει το Πρωτόκολλο, σύμφωνα με το σημείο 7 του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου·

«Μητρώο» σημαίνει το Μητρώο που τηρείται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22·

«μηχανισμός καθαρής ανάπτυξης» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 12 του Πρωτοκόλλου·

«μηχανισμός κοινής εφαρμογής» σημαίνει το μηχανισμό κοινής εφαρμογής που προβλέπεται στο Πρωτόκολλο·

«μονάδα μείωσης των εκπομπών» ή «ERU» σημαίνει μονάδα, η οποία εκχωρείται σύμφωνα με το άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου και τις αποφάσεις που λαμβάνονται με βάση τη Σύμβαση και το Πρωτόκολλο·

«νεοεισερχό΅ενος» σημαίνει κάθε εγκατάσταση όπου διεξάγεται ΅ία ή περισσότερες από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο Παράρτη΅α Ι και στην οποία έχει χορηγηθεί άδεια εκπο΅πής αερίων θερ΅οκηπίου ή ενη΅έρωση της άδειας εκπο΅πής αερίων θερ΅οκηπίου λόγω αλλαγής στη φύση ή στη λειτουργία ή λόγω επέκτασης της εγκατάστασης, ύστερα από την κοινοποίηση στην Επιτροπή του Εθνικού Σχεδίου Κατανο΅ής·

«Οδηγία 2003/87/ΕΚ» σημαίνει την οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της Οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου, όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«οργανισμός δημοσίου δικαίου» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό  το άρθρο 2 του περί Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Συμβάσεων Προμηθειών, Έργων και Υπηρεσιών στους Τομείς του Ύδατος, της Ενέργειας, των Μεταφορών και των Ταχυδρομικών Υπηρεσιών και για Συναφή Θέματα Νόμου·

«πιστοποιημένη μείωση των επομπών» ή «CER» σημαίνει μονάδα, η οποία εκχωρείται σύμφωνα με το άρθρο 12 του Πρωτοκόλλου και τις αποφάσεις που λαμβάνονται με βάση τη Σύμβαση και το Πρωτόκολλο·

«Πρωτόκολλο» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί Πρωτοκόλλου του Κιότο για τις Εκπομπές  Αερίων που Συμβάλλουν στο Φαινόμενο του Θερμοκηπίου (Κυρωτικού) Νόμου·

«Σύμβαση» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί της Σύμβασης-Πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για τις Κλιματικές Μεταβολές (Κυρωτικού) Νόμου του 1997·

«Συμβουλευτική Επιτροπή» σημαίνει την επιτροπή που ιδρύεται με βάση το άρθρο 24 του παρόντος Νόμου·

«σύστημα» σημαίνει το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που θεσπίζεται με βάση την Οδηγία 2003/87/ΕΚ, της οποίας οι διατάξεις ενσωματώνονται στην έννομη τάξη της Δημοκρατίας με τον παρόντα Νόμο·

«Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο» σημαίνει τη Συμφωνία που κυρώθηκε με τον περί της Συμφωνίας Συμμετοχής της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λετονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο του 2004 και της Τελικής Πράξης (Κυρωτικός) Νόμο του 2004·

«Σχέδιο» σημαίνει το Εθνικό Σχέδιο Κατανομής που ετοιμάζεται με βάση το άρθρο 20 του παρόντος Νόμου·

«τόνος ισοδύνα΅ου διοξειδίου του άνθρακα» σημαίνει ένα ΅ετρικό τόνο διοξειδίου του άνθρακα (CO2), ή ποσότητα οποιουδήποτε άλλου αερίου θερ΅οκηπίου απαριθ΅ού΅ενου στο Παράρτη΅α ΙΙ, ΅ε ένα ισοδύνα΅ο δυνα΅ικό θέρ΅ανσης του πλανήτη·

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος·

«υφιστάμενη εγκατάσταση» σημαίνει εγκατάσταση που λειτουργεί κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου·

«φορέας εκ΅ετάλλευσης» σημαίνει κάθε πρόσωπο το οποίο εκ΅εταλλεύεται ή διευθύνει την εγκατάσταση ή στο οποίο έχουν μεταβιβασθεί αποφασιστικές οικονο΅ικές εξουσίες όσον αφορά την τεχνική λειτουργία της εγκατάστασης·