Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -

«άδεια» σημαίνει άδεια απόρριψης που εκδίδεται με βάση τον περί Ελέγχου της Ρύπανσης των Νερών Νόμο του 2002 και άδεια εκπομπής αερίων αποβλήτων που εκδίδεται με βάση τον περί Ελέγχου της Ρύπανσης της Ατμόσφαιρας Νόμο του 2002·

«αρμόδια αρχή» αναφορικά με οποιοδήποτε θέμα που αφορά τη χορήγηση άδειας ή τη λειτουργία εγκατάστασης, σημαίνει τον Υπουργό που είναι αρμόδιος για τη χορήγηση της άδειας και τον έλεγχο της εγκατάστασης·

«βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές» σημαίνει τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές που καθορίζονται με κανονισμούς που εκδίδονται με βάση το άρθρο 7 και αποτελούν το πλέον αποτελεσματικό και προηγμένο στάδιο εξέλιξης των δραστηριοτήτων και μεθόδων λειτουργίας που αποδεικνύει την πρακτική ικανότητα συγκεκριμένων τεχνικών να συνιστούν καταρχήν τη βάση των οριακών τιμών εκπομπής για την αποφυγή και, όταν αυτό δεν είναι πρακτικά εφαρμόσιμο, τη γενική μείωση των εκπομπών και των επιπτώσεων για το περιβάλλον στο σύνολό του:

Νοείται ότι-

(α) Στις «τεχνικές» περιλαμβάνονται τόσο η τεχνολογία που χρησιμοποιείται όσο και ο τρόπος σχεδιασμού, κατασκευής, συντήρησης, λειτουργίας και παροπλισμού της εγκατάστασης·

(β) «διαθέσιμες» τεχνικές είναι οι αναπτυχθείσες σε κλίμακα που επιτρέπει την εφαρμογή τους στον οικείο βιομηχανικό κλάδο, υπό οικονομικά και τεχνικά βιώσιμες συνθήκες, λαμβανομένων υπόψη του κόστους και των πλεονεκτημάτων, ανεξαρτήτως του αν οι ως άνω τεχνικές χρησιμοποιούνται ή παράγονται στη Δημοκρατία, εφόσον εξασφαλίζεται η πρόσβαση του φορέα εκμετάλλευσης σ' αυτές με λογικούς όρους· και

(γ) «βέλτιστες» σημαίνει τις πλέον αποτελεσματικές όσον αφορά την επίτευξη υψηλού γενικού επιπέδου προστασίας του περιβάλλοντος στο σύνολό του.

«εγκατάσταση» σημαίνει κάθε ακίνητη τεχνική μονάδα όπου εκτελούνται μια ή περισσότερες από τις δραστηριότητες του Παραρτήματος Ι, καθώς και όλες τις άλλες άμεσα συνδεδεμένες δραστηριότητες, τεχνικώς συναφείς με τις εκεί εκτελούμενες και οι οποίες ενδέχεται να επηρεάζουν τις απορρίψεις ή εκπομπές ρυπογόνων ουσιών στα νερά, στο έδαφος ή στην ατμόσφαιρα, ή ενδέχεται να επηρεάζουν τη ρύπανση·

«εκπομπή» σημαίνει την άμεση ή έμμεση απόρριψη ουσιών, κραδασμών, θερμότητας ή θορύβου στον αέρα, το νερό ή το έδαφος, από σημειακές ή διάχυτες πηγές μιας εγκατάστασης·

«ενδιαφερόμενο κοινό» σημαίνει το κοινό το οποίο επηρεάζεται ή ενδέχεται να επηρεαστεί ή το οποίο έχει συμφέρον στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων σχετικά με την έκδοση ή αναπροσαρμογή μιας άδειας ή των όρων της και ο όρος περιλαμβάνει τα σωματεία που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 9Γ˙

«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης·

«κοινό» σημαίνει κάθε φυσικό πρόσωπο και κάθε νομικό πρόσωπο με νομική ή χωρίς νομική προσωπικότητα˙

«Μελέτη Εκτίμησης Επιπτώσεων στο Περιβάλλον» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2(1) του περί της Εκτίμησης των Επιπτώσεων στο Περιβάλλον από Ορισμένα Έργα Νόμου του 2001·

«οριακή τιμή εκπομπής» σημαίνει τη μάζα, εκφρασμένη σε σχέση με ορισμένες ειδικές παραμέτρους, τη συγκέντρωση ή τη στάθμη μιας εκπομπής, της οποίας δεν επιτρέπεται η υπέρβαση κατά τη διάρκεια μιας ή περισσοτέρων συγκεκριμένων χρονικών περιόδων·

«ουσιαστική μεταβολή» σημαίνει κάθε μεταβολή εκμετάλλευσης, που κατά τη γνώμη της αρμόδιας αρχής, ενδέχεται να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στον άνθρωπο ή στο περιβάλλον και για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού, κάθε μεταβολή ή επέκταση της λειτουργίας θεωρείται ουσιαστική όταν η εν λόγω μεταβολή ή επέκταση αυτή καθ’ εαυτή, εμπίπτει στα κατώτατα όρια, αν υπάρχουν, τα οποία καθορίζονται στο Παράρτημα Ι˙

«ουσίες» σημαίνει τα χημικά στοιχεία και τις ενώσεις τους, πλην των ραδιενεργών ουσιών καθώς και των γενετικά τροποποιημένων μικροοργανισμών και οργανισμών·

«ποιοτικό πρότυπο περιβάλλοντος» σημαίνει το σύνολο των απαιτήσεων που συγκεκριμένο τμήμα των νερών, του εδάφους ή της ατμόσφαιρας, πρέπει να πληροί σε συγκεκριμένο χρόνο σύμφωνα με τη νομοθεσία·

«Προκαταρκτική Έκθεση Επιπτώσεων στο Περιβάλλον» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2(1) του περί της Εκτίμησης των Επιπτώσεων στο Περιβάλλον από Ορισμένα Έργα Νόμου του 2001·

«ρύπανση» σημαίνει την άμεση ή έμμεση εισαγωγή στην ατμόσφαιρα, στο νερό ή στο έδαφος, ως αποτέλεσμα ανθρώπινης δραστηριότητας, ουσιών, κραδασμών, θερμότητας ή θορύβου που ενδέχεται να θίξουν την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον, να υποβαθμίσουν υλικά αγαθά, να παραβλάψουν ή να εμποδίσουν την ψυχαγωγική λειτουργία καθώς και τις άλλες νόμιμες χρήσεις του περιβάλλοντος·

«υφιστάμενη εγκατάσταση» σημαίνει οποιαδήποτε εγκατάσταση η οποία βρισκόταν σε λειτουργία πριν ή κατά την 30η Οκτωβρίου, 1999.