Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια:

«άγρια πανίδα» σημαίνει κάθε ζώο το οποίο ζει εκ φύσεως σε άγρια κατάσταση, αλλά δεν περιλαμβάνει τα άγρια πτηνά, τα θηράματα και το αγρινό·

«αγρινό» σημαίνει το είδος Ovis orientalis ophion·

«άγριο πτηνό» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί Προστασίας και Διαχείρισης Άγριων Πτηνών και Θηραμάτων Νόμου του 2003·

«ακίνητη ιδιοκτησία» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου·

«αρχή τοπικής αυτοδιοίκησης» σημαίνει δήμο ή κοινοτικό συμβούλιο·

«αστυνομικός» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί Αστυνομίας Νόμου·

«δείγμα» σημαίνει οποιοδήποτε ζώο ή φυτό, ζωντανό ή νεκρό, των ειδών κοινοτικού ενδιαφέροντος που απαριθμούνται στα Παραρτήματα ΙΙ, ΙII και IV, οποιοδήποτε μέρος ή προϊόν που προέρχεται από αυτά, καθώς και κάθε άλλο εμπόρευμα που αποδεικνύεται ότι είναι μέρος ή προϊόν ζώων ή φυτών αυτών των ειδών, βάσει συνοδευτικού εγγράφου, συσκευασίας ή σήματος ή σήμανσης ή άλλου στοιχείου·

«δημόσιο έργο» σημαίνει έργο που εκτελείται από κρατική υπηρεσία, αρχή τοπικής αυτοδιοίκησης ή νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου·

«διατήρηση» σημαίνει το σύνολο των μέτρων που απαιτούνται για να διατηρηθούν ή αποκατασταθούν οι φυσικοί οικότοποι και οι πληθυσμοί ειδών άγριας χλωρίδας και πανίδας σε ικανοποιητική κατάσταση, όπως αυτή περιγράφεται στα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 13·

«διευθυντής» σημαίνει το διευθυντή της Υπηρεσίας Περιβάλλοντος του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος ή εκπρόσωπό του·

«είδη κοινοτικού ενδιαφέροντος» σημαίνει τα είδη τα οποία αναγράφονται στα Παραρτήματα ΙΙ, III ή IV·

«είδη προτεραιότητας» σημαίνει τα είδη κοινοτικού ενδιαφέροντος τα οποία σημειώνονται με αστερίσκο (*) στο Παράρτημα ΙΙ·

«ειδική ζώνη διατήρησης» σημαίνει τον τόπο κοινοτικής σημασίας ο οποίος ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 13·

«είδος» σημαίνει το σύνολο των οργανισμών που αναπαράγονται ή μπορούν να αναπαραχθούν μεταξύ τους, παράγοντας γόνιμους απογόνους, και είναι απομονωμένοι αναπαραγωγικά από άλλα σύνολα οργανισμών·

«Επιστημονική Επιτροπή» σημαίνει την επιτροπή η οποία ιδρύεται με βάση το άρθρο 4·

«Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων·

«έργο» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί της Εκτίμησης των Επιπτώσεων στο Περιβάλλον από Ορισμένα Έργα Νόμο του 2001·

«Κανονισμός   (ΕΚ)   αριθ.  1007/2009» σημαίνει  την  πράξη  της  Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1007/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 περί εμπορίου προϊόντων φώκιας·

«κατάσταση διατήρησης ενός είδους» σημαίνει το αποτέλεσμα του συνόλου των παραγόντων που, επιδρώντας στο οικείο είδος, είναι δυνατόν να αλλοιώσουν μακροπρόθεσμα την κατανομή και το μέγεθος των πληθυσμών του στο έδαφος της Δημοκρατίας·

«κατάσταση της διατήρησης ενός φυσικού οικότοπου» σημαίνει το αποτέλεσμα του συνόλου των παραγόντων που επιδρούν σε ένα φυσικό οικότοπο, καθώς και στα χαρακτηριστικά είδη που βρίσκονται σε αυτόν, και οι οποίοι παράγοντες μπορούν να αλλοιώσουν μακροπρόθεσμα τη φυσική κατανομή, τη δομή του και τις λειτουργίες του οικότοπου, καθώς και τη μακροπρόθεσμη επιβίωση των χαρακτηριστικών ειδών του στο έδαφος της Δημοκρατίας·

«κρατική υπηρεσία» σημαίνει υπουργείο ή υπηρεσία που υπάγεται σε υπουργείο ή σε ανεξάρτητο αξιωματούχο της Δημοκρατίας και περιλαμβάνει τμήμα ή κλάδο υπουργείου·

«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης·

«μέλος της Υπηρεσίας του Ταμείου Θήρας» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί Προστασίας και Διαχείρισης Άγριων Πτηνών και Θηραμάτων Νόμου του 2003·

«οικότοπος ενός είδους» σημαίνει το περιβάλλον που ορίζεται από βιολογικούς και μη βιολογικούς χαρακτηριστικούς παράγοντες στο οποίο ζει το οικείο είδος, σε ένα από τα στάδια του βιολογικού του κύκλου·

«περιβαλλοντική αρχή» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί της Εκτίμησης των Επιπτώσεων στο Περιβάλλον από Ορισμένα Έργα Νόμο του 2001·

«περιβαλλοντική εκτίμηση» σημαίνει την εκπόνηση περιβαλλοντικής μελέτης, τη διεξαγωγή διαβουλεύσεων, τη συνεκτίμηση της περιβαλλοντικής μελέτης και των αποτελεσμάτων των διαβουλεύσεων κατά τη λήψη αποφάσεων, καθώς και την παροχή πληροφοριών σχετικά με την απόφαση·

«πολεοδομική αρχή» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμο του 1972 μέχρι 2002·

«Συμβούλιο» σημαίνει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης·

«σχέδιο» σημαίνει κάθε σχέδιο ή πρόγραμμα, περιλαμβανομένων εκείνων που συγχρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, καθώς και τις τροποποιήσεις τους, τα οποία:

(α)εκπονούνται ή /και εγκρίνονται από οποιαδήποτε αρμόδια αρχή σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο ή που εκπονούνται από οποιαδήποτε αρμόδια αρχή, προκειμένου να εγκριθούν μέσω νομοθετικής διαδικασίας,

(β)απαιτούνται βάσει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων·

«τόπος» σημαίνει κάθε γεωγραφικά καθορισμένη περιοχή, όπως αυτή καθορίζεται στο αρχείο που τηρείται με βάση το άρθρο 9·

«τόπος κοινοτικής σημασίας» σημαίνει τον τόπο ο οποίος εγκρίθηκε ως τέτοιος από την Επιτροπή ή το Συμβούλιο και είναι καταχωρισμένος στο αρχείο που τηρείται με βάση το άρθρο 9·

«τύποι φυσικών οικοτόπων προτεραιότητας» σημαίνει τους τύπους φυσικών οικοτόπων κοινοτικού ενδιαφέροντος που σημειώνονται με αστερίσκο (*) στο Παράρτημα Ι·

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος·

«Φύση 2000» σημαίνει το συνεκτικό ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο ειδικών ζωνών (Natura 2000), το οποίο περιλαμβάνει τις ειδικές ζώνες διατήρησης και τις ζώνες ειδικής προστασίας που ορίζονται με βάση το άρθρο 7 του περί Προστασίας και Διαχείρισης Άγριων Πτηνών και Θηραμάτων Νόμου του 2003·

«φυσικοί οικότοποι» σημαίνει τις χερσαίες ή θαλάσσιες περιοχές ή υγροτόπους που διακρίνονται χάρη στα βιολογικά και μη βιολογικά γεωγραφικά τους χαρακτηριστικά, είτε είναι εξ ολοκλήρου φυσικές είτε είναι ημιφυσικές·

«φυσικοί οικότοποι κοινοτικού ενδιαφέροντος» σημαίνει τους οικότοπους οι οποίοι αναγράφονται στο Παράρτημα Ι.