Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια—

«αλληλοασφαλιστικός οργανισμός» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το εδάφιο (2) του άρθρου 15 του παρόντος Νόμου·

«αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση», σημαίνει ασφαλιστική επιχείρηση που έχει την έδρα της στην αλλοδαπή και ασκεί ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία κατόπιν άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, που της χορηγείται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 25, ή άρθρο 29 του παρόντος Νόμου, εφόσον ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο 26 του παρόντος Νόμου· σε περίπτωση εν τούτοις προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησης, ο όρος «αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση» θα σημαίνει μόνον ασφαλιστική επιχείρηση που έχει την έδρα της σε τρίτα Κράτη, εκτός από τα Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου ή προκειμένου περί ασφαλιστικών εργασιών στον Κλάδο Γενικής Φύσεως την Ελβετική Συνομοσπονδία, και ασκεί ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία κατά τα οριζόμενα στα πιο πάνω άρθρα 25 και 26 του παρόντος Νόμου·

«αλλοδαπή επιχείρηση εργασιών διαμεσολάβησης» σημαίνει επιχείρηση με έδρα σε τρίτο κράτος, που έχει ως αντικείμενο την άσκηση εργασιών διαμεσολάβησης ανεξάρτητα από την νομική μορφή την οποία περιβάλλεται·

«ανεξάρτητος αναλογιστής» σημαίνει αναλογιστή που ικανοποιεί τις προϋποθέσεις που τίθενται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 97 του παρόντος Νόμου και προκειμένου περί εντεταλμένου αναλογιστή, ο οποίος δεν έχει οποιοδήποτε συμφέρον στις επηρεαζόμενες επιχειρήσεις·

«αντασφαλιστική επιχείρηση» σημαίνει την επιχείρηση, πλην των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή των ασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτης χώρας, η κύρια δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην αποδοχή των κινδύνων, τους οποίους εκχωρεί ασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή άλλες αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, και περιλαμβάνει αντασφαλιστική εταιρεία·

«αντασφαλιστική εταιρεία» σημαίνει ασφαλιστική εταιρεία που ασκεί κυρίως εργασίες αντασφάλισης, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1) του άρθρου 15 του παρόντος Νόμου·

«αντιπρόσωπος για διακανονισμό απαιτήσεων» έχει την έννοιαπου αποδίδεται σ’ αυτό τον όρο από τους περί ΜηχανοκινήτωνΟχημάτων  (Ασφάλιση Ευθύνης έναντι Τρίτου)  Νόμους του2000 έως (Αρ. 2) του 2003·

«ασφάλιση» σημαίνει την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών·

«ασφάλιση Κλάδου Γενικής Φύσεως» ή, κατά ταυτόσημη έννοια «ασφαλιστικές εργασίες Κλάδου Γενικής Φύσεως» ή «Κλάδος Γενικής Φύσεως» σημαίνει την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στους κλάδους που διαλαμβάνονται στο συνημμένο στον παρόντα Νόμο Πρώτο Παράρτημα·

«ασφάλιση Κλάδου Ζωής» ή, κατά ταυτόσημη έννοια, «ασφαλιστικές εργασίες Κλάδου Ζωής» ή «Κλάδος Ζωής» σημαίνει την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στους κλάδους που διαλαμβάνονται στο συνημμένο στον παρόντα Νόμο Δεύτερο Παράρτημα·

«ασφάλισμα», σε συνάρτηση με ασφάλιση του Κλάδου Γενικής Φύσεως, σημαίνει το ποσό που καθίσταται πληρωτέο στον ασφαλισμένο ή άλλο δικαιούχο, και σε συνάρτηση με ασφάλιση του Κλάδου Ζωής σημαίνει το ποσό που καθίσταται πληρωτέο στον κάτοχο ασφαλιστηρίου ή άλλο δικαιούχο δυνάμει των όρων της συναφθείσας ασφαλιστικής· συμβάσεως·

«ασφαλιστήριο» σημαίνει το ασφαλιστήριο έγγραφο που αποδεικνύει τη σύναψη ασφαλιστικής συμβάσεως και εκδίδεται από κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή από αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση που κατέχει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία ή, σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησης, το ασφαλιστήριο έγγραφο που εκδίδεται από ασφαλιστική επιχείρηση Κράτους Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, που ασκεί ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης ή και υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών·

«ασφαλιστική απαίτηση» σημαίνει κάθε ποσό που οφείλει η ασφαλιστική επιχείρηση σε ασφαλισμένους, κατόχους ασφαλιστηρίων συμβολαίων, δικαιούχους ή σε κάθε ζημιωθέντα, οι οποίοι έχουν αγώγιμο δικαίωμα κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης που απορρέει από ασφαλιστήριο συμβόλαιο ή από ασφαλιστική πράξη στους κλάδους διαχείρισης ομαδικών συνταξιοδοτικών κεφαλαίων ή ταμείων, εξαγοράς κεφαλαίου, παρόμοιων εργασιών με την κοινωνική ασφάλιση και τοντίνας, με αντικείμενο πρωτασφάλιση, περιλαμβανομένων των ποσών που αποθεματοποιούνται για τα προαναφερόμενα πρόσωπα, όταν δεν έχουν ακόμη καταστεί γνωστά ορισμένα στοιχεία της οφειλής και των ασφαλίστρων που οφείλονται από ασφαλιστική επιχείρηση ως αποτέλεσμα μη κατάρτισης ή ακύρωσης αυτών των  ασφαλιστηρίων συμβολαίων και ασφαλιστικών πράξεων·

«ασφαλιστική επιχείρηση» ή, κατά ταυτόσημη έννοια, «ασφαλιστής», σημαίνει την κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία καθώς και κάθε άλλη επιχείρηση που έχει ως αντικείμενο την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή που περιβάλλεται κατά το δίκαιο που ισχύει στο Κράτος όπου έχει την έδρα της, και περιλαμβάνει και την Ένωση Ασφαλιστών Λλόϋδς Λονδίνου·

«ασφαλιστική επιχείρηση Κράτους Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου» ή, συνοπτικά, κατά ταυτόσημη έννοια, «ασφαλιστική επιχείρηση Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ.» σημαίνει ασφαλιστική επιχείρηση που έχει την έδρα της σε Κράτος Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, περιβάλλεται μια νομική μορφή από αυτές που καθορίζονται στο συνημμένο στον παρόντα Νόμο Τρίτο Παράρτημα και ασκεί ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης ή και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 32 και 35 του παρόντος Νόμου·

«ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας» σημαίνει κάθε επιχείρηση η οποία, αν είχε καταστατική έδρα εντός της Δημοκρατίας, θα χρειαζόταν άδεια σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον παρόντα Νόμο·

«ασφαλιστικές εργασίες» σημαίνει εργασίες ασφάλισης σε οποιοδήποτε από τους κλάδους που διαλαμβάνονται στο συνημμένο στον παρόντα Νόμο Πρώτο ή Δεύτερο Παράρτημα και περιλαμβάνει και τις εργασίες αντασφάλισης και αλληλοασφάλισης στους κλάδους αυτούς· ο όρος αυτός περιλαμβάνει επίσης και τις ακόλουθες εργασίες—

(α) Τη σύναψη και εκτέλεση από μια ασφαλιστική επιχείρηση συμβάσεων σε σχέση με ομόλογα εγγυήσεως πίστεως, ομόλογα εκτελέσεως συμβάσεως, ομόλογα διαχειρίσεως, ομόλογα εγγυήσεως αποφυλακίσεως, ομόλογα εκτελώνισης ή παρόμοιας φύσεως συμβάσεων εγγυήσεως, εφόσον αυτές συνάπτονται στα πλαίσια των εργασιών της ασφαλιστικής επιχείρησης με αντάλλαγμα την καταβολή ασφαλίστρου και όχι περιστασιακά σε σχέση με άλλη εργασία που ασκείται από το πρόσωπο που τις συνάπτει·

(β) τη σύναψη και εκτέλεση συμβολαίων για την καταβολή ετήσιων προσόδων, επί της ανθρώπινης ζωής·

«ασφαλιστική  εταιρεία χαρτοφυλακίου» σημαίνει τη μητρική επιχείρηση, η οποία, ενώ δεν είναι εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, έχει ως κύρια δραστηριότητα την απόκτηση και κατοχή συμμετοχών σε θυγατρικές επιχειρήσεις, εφόσον οι εν λόγω θυγατρικές είναι αποκλειστικά ή κυρίως ασφαλιστικές επιχειρήσεις ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή ασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτων χωρών και μια τουλάχιστον από αυτές τις θυγατρικές επιχειρήσεις είναι ασφαλιστική επιχείρηση·

«ασφαλιστική  εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας» σημαίνει τη μητρική επιχείρηση, η οποία δεν είναι ασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, αντασφαλιστική επιχείρηση,  ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, όταν η μια τουλάχιστον από τις θυγατρικές της είναι ασφαλιστική επιχείρηση·

«ασφαλιστική υποχρέωση», σε συνάρτηση με τις ασφαλίσεις του Κλάδου Ζωής, λογίζεται η υποχρέωση η οποία συγκεκριμενοποιείται σε ένα από τους κλάδους ασφαλίσεων που διαλαμβάνονται στο συνημμένο στον παρόντα Νόμο Δεύτερο Παράρτημα ή σε ένα από τα είδη εργασιών, που αναφέρονται στους ορισμούς των κλάδων αυτών, όπως οι ορισμοί αυτοί καθορίζονται στο παρόν άρθρο·

«ασφαλιστική σύμβαση» σημαίνει σύμβαση διεπόμενη από τον περί Συμβάσεων Νόμο, που συνάπτεται μεταξύ της ασφαλιστικής επιχείρησης και ενός ή περισσότερων ασφαλισμένων, ανεξάρτητα εάν εκδίδεται ασφαλιστήριο έγγραφο ή όχι, αναφορικά με την παροχή ασφαλιστικής κάλυψης σε ένα ή περισσότερους κλάδους, από αυτούς που διαλαμβάνονται στα δύο Παραρτήματα, Πρώτο και Δεύτερο, που συνάπτονται στον παρόντα Νόμο·

«ασφαλιστικός κίνδυνος» λογίζεται ο κίνδυνος ο οποίος συγκεκριμενοποιείται σε έναν από τους κλάδους ασφαλίσεων που διαλαμβάνονται στο συνημμένο στον παρόντα Νόμο Πρώτο Παράρτημα ή σε ένα από τα είδη εργασιών, που αναφέρονται στους ορισμούς των κλάδων αυτών, όπως οι ορισμοί αυτοί καθορίζονται στο παρόν άρθρο·

«Βοηθός Έφορος Ασφαλίσεων» ή συνοπτικά, κατά ταυτόσημη έννοια, «Βοηθός Έφορος», σημαίνει τον κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου ασκούντα καθήκοντα Βοηθού Εφόρου Ασφαλίσεων δημόσιο λειτουργό·

«γενικός αντιπρόσωπος» σημαίνει γενικό αντιπρόσωπο αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης, που ορίζεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 56, γενικό αντιπρόσωπο της Ένωσης Ασφαλιστών Λλόϋδς Λονδίνου, που ορίζεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 57, γενικό αντιπρόσωπο κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. ή γενικό αντιπρόσωπο ασφαλιστικής επιχείρησης Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. στη Δημοκρατία, που ορίζονται κατά τις διατάξεις του εδαφίου (2) ή (3) του άρθρου 58 του παρόντος Νόμου·

«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·

«διαδικασία εκκαθάρισης» ή κατά ταυτόσημη έννοια “εκκαθάριση”, σημαίνει τη διαδικασία εκκαθάρισης κατά τα οριζόμενα στο Μέρος V του περί Εταιρειών Νόμου, και περιλαμβάνει τις συλλογικές διαδικασίες που αναφέρονται στο Μέρος ΧΙ·

«διαμεσολαβητής» σημαίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί έναντι προμηθείας ή  αμοιβής εργασίες διαμεσολάβησης και έχει εγγραφεί σε ένα από τα Μητρώα του άρθρου 170 του Νόμου·

«διαχειριστής» σημαίνει τον Έφορο Ασφαλίσεων, καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο, στην αρμοδιότητα του οποίου εμπίπτει η διαχείριση μέτρων εξυγίανσης·

«διευθύνοντες» σημαίνει τα καθοριζόμενα στα άρθρα 53, 54 και 55 του παρόντος Νόμου πρόσωπα·

«Δικαστήριο» σημαίνει το κατά νόμο αρμόδιο Δικαστήριο της Δημοκρατίας·

«εγγυητικό κεφάλαιο» σημαίνει το προβλεπόμενο στο άρθρο 69 του παρόντος Νόμου εγγυητικό κεφάλαιο·

«εγκατάσταση» λογίζεται η έδρα, καθώς και κάθε υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία μιας ασφαλιστικής επιχείρησης· σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, προς υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία θα εξομοιώνεται κάθε μόνιμη παρουσία μιας ασφαλιστικής επιχείρησης στο έδαφος Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., έστω και αν αυτή η παρουσία δεν έχει λάβει τη μορφή υποκαταστήματος ή αντιπροσωπείας αλλά ασκείται μέσω απλού γραφείου, το οποίο διευθύνεται από προσωπικό της ίδιας της ασφαλιστικής επιχείρησης ή από ανεξάρτητο πρόσωπο εντεταλμένο να ενεργεί μονίμως για την επιχείρηση αυτή, όπως θα ενεργούσε ένα υποκατάστημα ή μια αντιπροσωπεία·

«εγκεκριμένος ελεγκτής» σημαίνει πρόσωπο το οποίοκατέχει τα προσόντα για διορισμό ως ελεγκτήςεταιρείας δυνάμει των άρθρων 155  έως 155ΣΤ τουπερί Εταιρειών Νόμου·

«εγκεκριμένες επενδύσεις» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 79 του παρόντος Νόμου·

«ειδική συμμετοχή» σημαίνει την κατοχή, άμεσα ή έμμεσα, τουλάχιστο δέκα τοις εκατό (10%) του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου μιας ασφαλιστικής επιχείρησης ή κάθε άλλη δυνατότητα άσκησης ουσιώδους επιρροής στη διαχείριση της επιχείρησης, στην οποία υπάρχει συμμετοχή- για το σκοπό εφαρμογής του ορισμού «ειδική συμμετοχή», λαμβάνονται υπόψη και τα δικαιώματα που αναγράφονται στο άρθρο 142 του παρόντος Νόμου·

«εκκαθαριστής» σημαίνει το πρόσωπο που διορίζεται από το Δικαστήριο κατά το άρθρο 158 ή, σε περίπτωση προσωρινού εκκαθαριστή από τον Έφορο Ασφαλίσεων κατά το εδάφιο (1) του άρθρου 157, για να διαχειρίζεται τις διαδικασίες εκκαθάρισης και περιλαμβάνει εκκαθαριστή κατά τις διατάξεις του  περί Εταιρειών Νόμου·

«ελάχιστο περιθώριο φερεγγυότητας» ή κατά ταυτόσημη έννοια, «απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας σημαίνει το κατά νόμο απαιτούμενο ελάχιστο περιθώριο φερεγγυότητας μιας ασφαλιστικής επιχείρησης, όπως αυτό καθορίζεται στα άρθρα 67, 68 και 73 του παρόντος Νόμου·

«έλεγχος» λογίζεται η σχέση που υφίσταται μεταξύ μητρικής και θυγατρικής εταιρείας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 148 του περί Εταιρειών Νόμου, ή οποιαδήποτε παρεμφερής σχέση μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και μιας επιχείρησης·

«εμπιστευτικές πληροφορίες» σημαίνει κάθε πληροφορία που δεν περιέχεται σε μητρώο ή αρχείο στο οποίο κατά νόμο έχει πρόσβαση το κοινό ή κάθε άλλη πληροφορία που δεν είναι άλλωσπως δημόσια γνωστή·

«εντεταλμένος αναλογιστής» σημαίνει αναλογιστή που ασκεί καθήκοντα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 97 ή στο άρθρο 98 του παρόντος Νόμου·

«Ένωση Ασφαλιστών Λλόυδς Λονδίνου» ή συνοπτικά, κατά ταυτόσημη έννοια, «Λλόυδς» σημαίνει την Ένωση Ασφαλιστών που λειτουργεί στο Ηνωμένο Βασίλειο·

“Επίσημος Παραλήπτης” σημαίνει τον Έφορο Εταιρειών και Επίσημο Παραλήπτη κατά τα οριζόμενα στον περί Εταιρειών Νόμο·

«Επιτροπή» σημαίνει την προβλεπόμενη στο άρθρο 9 του παρόντος Νόμου Συμβουλευτική Επιτροπή Ασφαλίσεων·

«εργασίες διαμεσολάβησης» σημαίνει τις δραστηριότητες οι οποίες συνίστανται είτε στην παρουσίαση, πρόταση προπαρασκευή σύμβασης ασφάλισης ή αντασφάλισης, είτε στην σύναψη σύμβασης ασφάλισης ή αντασφάλισης, είτε στην παροχή βοήθειας κατά τη διαχείριση και εκτέλεση σύμβασης ασφάλισης ή αντασφάλισης, ιδίως σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου·

«εσωτερικός αναλογιστής» σημαίνει τον προβλεπόμενο στο άρθρο 59 του παρόντος Νόμου αναλογιστή·

«εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών» σημαίνει τη μητρική επιχείρηση, εκτός από την κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, η οποία, μαζί με τις θυγατρικές της, από τις οποίες μία τουλάχιστον είναι ασφαλιστική επιχείρηση, Ε.Π.Ε.Υ. ή πιστωτικό ίδρυμα, κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και άλλες οντότητες, συνιστά χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων·

«Ευρωπαϊκή Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

«Έφορος Ασφαλίσεων» ή συνοπτικά, κατά ταυτόσημη έννοια, «Έφορος» σημαίνει τον κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου ασκούντα καθήκοντα Εφόρου Ασφαλίσεων δημόσιο λειτουργό·

«Έφορος Εταιρειών» σημαίνει τον Επίσημο Παραλήπτη και Έφορο, όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 2 του περί Εταιρειών Νόμου·

«Ε.Π.Ε.Υ.» σημαίνει επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με την έννοια που ο όρος αυτός χρησιμοποιείται στους περί των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.) Νόμους του 2002 έως (Αρ. 2) του 2003·

«Eurostat» σημαίνει τη Στατιστική Υπηρεσία της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που είναι αρμόδια για την εκτέλεση των καθηκόντων που ανατίθενται στην Επιτροπή σχετικά με την παραγωγή κοινοτικών στατιστικών·

«θυγατρική επιχείρηση» σημαίνει  τη θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 148 του περί Εταιρειών Νόμου, καθώς και επιχείρηση επί της οποίας, σύμφωνα με τη γνώμη του Εφόρου, η μητρική επιχείρηση ασκεί πραγματικά δεσπόζουσα επιρροή. Όλες οι θυγατρικές άλλων θυγατρικών επιχειρήσεων θεωρούνται επίσης θυγατρικές της αρχικής μητρικής επιχείρησης·

«ισοτιμία λίρας Κύπρου Ευρώ» σημαίνει τη συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ λίρας Κύπρου και Ευρώ κατά την 31η Οκτωβρίου έκαστου έτους όπως αυτή εκδίδεται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου και αφορά τη μέση τιμή και όταν η ημέρα αυτή είναι τραπεζική αργία, λαμβάνεται υπόψη η συναλλαγματική ισοτιμία της αμέσως προηγούμενης εργάσιμης ημέρας·

«καθορισμένο τέλος» σημαίνει τέλος καθορισμένο με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου·

«καθορισμένος τύπος» σημαίνει τύπος καθορισμένος με απόφαση του Εφόρου που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και ισχύει από της δημοσιεύσεώς της·

«κεφάλαιο κινδύνου» σημαίνει το ποσό το οποίο καθίσταται πληρωτέο σε περίπτωση θανάτου μείον το μαθηματικό απόθεμα του βασικού κινδύνου και αφορά ασφαλίσεις που εμπίπτουν στον Κλάδο Ζωής·

«κλάδος αεροσκαφών» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με ζημιά ή απώλεια που υφίστανται αεροσκάφη ή τα μηχανήματα, εξαρτήματα, έπιπλα ή ο εξοπλισμός τους·

«κλάδος άλλης ζημιάς σε περιουσιακά στοιχεία» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με οποιαδήποτε ζημιά σε περιουσιακά στοιχεία, με εξαίρεση των περιουσιακών στοιχείων για τα οποία προσφέρεται κάλυψη κάτω από τους κλάδους 3 έως 7 που αναφέρονται στο Πρώτο Παράρτημα, η οποία προκλήθηκε από χαλάζι ή παγετό ή άλλη αιτία και που δεν υπάγεται στον κλάδο 8 που αναφέρεται στο συνημμένο στον παρόντα Νόμο Πρώτο Παράρτημα·

«κλάδος ασθενειών» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με παροχές κατ' αποκοπή, περιοδικές παροχές αποζημιώσεων, ή συνδυασμό τους, έναντι κινδύνων ή απωλειών προς τους ασφαλισμένους, που αποδίδονται σε ασθένεια ή ανικανότητα, εξαιρουμένων όμως ασφαλιστηρίων που εμπίπτουν στον κλάδο ασφάλισης υγείας, που αναφέρεται στο συνημμένο στον παρόντα Νόμο Δεύτερο Παράρτημα·

«κλάδος ασφάλισης ζωής» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση των ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με—

(α) Ασφαλίσεις επί της ανθρώπινης ζωής που περιλαμβάνει ασφαλίσεις επιβίωσης μέχρι ορισμένης ηλικίας, θανάτου, μικτές, θανάτου και επιβίωσης μέχρι ορισμένης ηλικίας, καθώς και ασφάλιση ζωής με επιστροφή του ασφαλίστρου·

(β) ασφαλίσεις ετήσιων προσόδων· και

(γ) ασφαλίσεις σωματικών βλαβών (στις οποίες περιλαμβάνεται και η ανικανότητα για επαγγελματική εργασία), θανάτου από ατύχημα, αναπηρίας από ατύχημα και ασθένειας, εφόσον οι ασφαλίσεις αυτές συνάπτονται συμπληρωματικά υπό τύπο προσαρτήματος στις ασφαλίσεις ζωής που αναφέρονται στο (α) και (β) πιο πάνω·

«κλάδος ασφαλίσεων ζωής συνδεδεμένων με επενδύσεις» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με τον κλάδο ασφάλισης ζωής (εκτός της περίπτωσης (γ) του ορισμού του κλάδου) και ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με τον κλάδο γάμου και γεννήσεως, που είναι συνδεδεμένες με επενδύσεις·

«κλάδος ασφάλισης υγείας» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων για προσφορά καθορισμένων ωφελημάτων σε σχέση με κινδύνους που διατρέχουν πρόσωπα να καταστούν ανίκανα από τραυματισμό ως αποτέλεσμα ατυχήματος ή ως αποτέλεσμα ατυχήματος συγκεκριμένης φύσεως ή ασθένειας ή αναπηρίας οι οποίες συμβάσεις—

(α) έχουν χρονική διάρκεια όχι μικρότερη των πέντε ετών ή μέχρι την κανονική ηλικία αφυπηρέτησης των προσώπων στα οποία αφορούν ή που δεν καθορίζουν χρονική διάρκεια· και

(β) είτε δε δύνανται να τερματισθούν μονομερώς από την ασφαλιστική επιχείρηση είτε δύνανται να τερματισθούν μονομερώς μόνο σε ειδικές περιπτώσεις που καθορίζονται στα ασφαλιστήρια·

«κλάδος ατυχημάτων» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με παροχές κατ' αποκοπή, περιοδικές παροχές αποζημιώσεων, ή συνδυασμό τους, έναντι κινδύνων του ιδίου του ασφαλισμένου ή των προσώπων προς όφελος των οποίων η ασφαλιστική σύμβαση έχει συναφθεί, και περιλαμβάνει ασφαλιστικές συμβάσεις που αφορούν επαγγελματικές ασθένειες και τραυματισμό από εργατικά ατυχήματα, εξαιρουμένων των ασφαλιστικών συμβάσεων που εμπίπτουν στον κλάδο ασθενειών που αναφέρεται στο Πρώτο Παράρτημα και στον κλάδο ασφάλισης υγείας που αναφέρεται στο Δεύτερο Παράρτημα·

«κλάδος βοήθειας» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με πρόσωπα που περιέρχονται σε δυσχερή θέση κατά τη διάρκεια μετακινήσεων ή απουσίας από την κατοικία ή από τον τόπο διαμονής τους, όπως ο κλάδος αυτός περιγράφεται στο συνημμένο στον παρόντα Νόμο Πρώτο Παράρτημα, Μέρος Γ·

«κλάδος γάμου και γεννήσεως» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων διάρκειας μεγαλύτερης του ενός έτους που προβλέπουν την καταβολή ενός χρηματικού ποσού κατά το γάμο ή κατά τη γέννηση παιδιού·

«κλάδος γενικής ευθύνης» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις ασφάλισης κινδύνων που αφορούν στην ευθύνη των ασφαλισμένων προσώπων έναντι τρίτων και για τις οποίες δεν προσφέρεται κάλυψη κάτω από τους κλάδους 10, 11 και 12, που διαλαμβάνονται στο συνημμένο στον παρόντα Νόμο Πρώτο Παράρτημα·

«κλάδος διαχείρισης ομαδικών συνταξιοδοτικών κεφαλαίων ή ταμείων» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων—

(α) σε σχέση με τη διαχείριση επενδύσεων και ειδικότερα των περιουσιακών στοιχείων που αντιπροσωπεύουν τα αποθέματα οργανισμών τα οποία καταβάλλουν πληρωμές σε περίπτωση θανάτου, επιβίωσης, διακοπής ή περιορισμού της επαγγελματικής δραστηριότητας των συμμετεχόντων· και

(β) του τύπου που αναφέρεται στην περίπτωση (α), όταν αυτό συνδέεται με ασφαλιστικές συμβάσεις που καλύπτουν είτε τη διατήρηση κεφαλαίου είτε την πληρωμή ελάχιστου επιτοκίου·

«κλάδος εγγυήσεων» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με κάλυψη που παρέχεται από την ασφαλιστική επιχείρηση για τον κίνδυνο μη εκπλήρωσης συμβατικής υποχρέωσης του ασφαλισμένου η οποία παρέχεται υπό μορφή—

(α) άμεσων εγγυήσεων·

(β) έμμεσων εγγυήσεων (όπως τα συμβόλαια πιστωτικών ομολόγων, ομόλογα εκτέλεσης, διαχειριστικά ομόλογα, ομόλογα αποφυλάκισης)·

«κλάδος εξαγοράς κεφαλαίου» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων που βασίζονται σε αναλογιστικούς υπολογισμούς με βάση τους οποίους αναλαμβάνονται υποχρεώσεις για ορισμένο χρονικό διάστημα και για ορισμένο ποσό, έναντι εφάπαξ ή περιοδικών προκαθορισμένων καταβολών·

«κλάδος ευθύνης από αεροσκάφη» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με ζημιά που προκαλείται από ή σε σχέση με τη χρήση αεροσκαφών, συμπεριλαμβανομένων και των κινδύνων έναντι τρίτων και της ευθύνης του μεταφορέα·

«κλάδος ευθύνης από μηχανοκίνητα οχήματα» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με ζημιά που προκαλείται από ή σε σχέση με τη χρήση μηχανοκίνητου οχήματος στο έδαφος, συμπεριλαμβανομένων και των κινδύνων έναντι τρίτων και της ευθύνης του μεταφορέα·

«κλάδος ευθύνης από σκάφη» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με ζημιά που προκαλείται από ή σε σχέση με τη χρήση σκαφών που διακινούνται σε θάλασσες ή λίμνες ή ποταμούς ή και κανάλια, συμπεριλαμβανομένων και των κινδύνων έναντι τρίτων και της ευθύνης του μεταφορέα·

«κλάδος νομικής προστασίας» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με την ανάληψη δικαστικών και άλλων νομικών εξόδων, όπως ο κλάδος αυτός περιγράφεται στο συνημμένο στον παρόντα Νόμο Πρώτο Παράρτημα, Μέρος Δ·

«κλάδος οικονομικής απώλειας ποικίλης φύσεως» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με ζημιά ή κίνδυνο που προκύπτει από επαγγελματική απασχόληση, γενική ανεπάρκεια εισοδήματος, κακοκαιρία, απώλεια ωφελημάτων, τρέχοντα γενικά έξοδα, απρόβλεπτες εμπορικές δαπάνες και άλλες έμμεσες εμπορικές ζημιές, απώλεια αγοραίας αξίας, απώλεια μισθωμάτων ή εισοδημάτων, μη εμπορικές οικονομικές απώλειες και λοιπές οικονομικές απώλειες·

«κλάδος ομαδικών προγραμμάτων πρόνοιας» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με καλύψεις που προσφέρονται σύμφωνα με το Κεφάλαιο I, τίτλος IV του βιβλίου IV του «Γαλλικού Κώδικα Ασφαλίσεων»·

«κλάδος μεταφερόμενων εμπορευμάτων» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με ζημιά ή απώλεια που υφίστανται εμπορεύματα ή αποσκευές ή άλλα αγαθά κατά τη διαμετακόμισή τους, ανεξάρτητα από το μεταφορικό μέσο που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά·

«κλάδος παρόμοιων εργασιών με την κοινωνική ασφάλιση» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με εργασίες που συνδέονται με τη διάρκεια της ανθρώπινης ζωής και οι οποίες καθορίζονται ή προβλέπονται από τη νομοθεσία περί κοινωνικής ασφάλισης, εφόσον οι εργασίες αυτές βασίζονται σε ιδιωτική σύμβαση, γίνονται με ευθύνη της ασφαλιστικής επιχείρησης και δεν προσκρούουν σε άλλες διατάξεις της κειμένης νομοθεσίας·

«κλάδος πιστώσεων» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με κινδύνους απώλειας ή ζημιάς που υφίσταται ασφαλισμένος ως αποτέλεσμα της αποτυχίας ενός ή περισσότερων χρεωστών του να εξοφλήσουν τα χρέη τους όταν καταστούν πληρωτέα και περιλαμβάνει γενική αφερεγγυότητα, πωλήσεις με δόσεις, εξαγωγικές, ενυπόθηκες και αγροτικές πιστώσεις·

«κλάδος πλοίων» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με ζημιά ή απώλεια που υφίστανται πλοία που διακινούνται σε θάλασσες ή λίμνες ή ποταμούς ή και κανάλια καθώς και ζημιά ή απώλεια που υφίστανται τα μηχανήματα, τα εξαρτήματα, τα έπιπλα ή ο εξοπλισμός τέτοιου είδους σκαφών·

«κλάδος πυρκαγιάς και στοιχείων της φύσεως» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με ζημιά ή απώλεια που υφίστανται περιουσιακά στοιχεία, (με εξαίρεση τα περιουσιακά στοιχεία για τα οποία προσφέρεται κάλυψη κάτω από τους κλάδους 3 έως 7 που αναφέρονται στο Πρώτο Παράρτημα) εφόσον προξενήθηκε από πυρκαγιά, έκρηξη, θύελλα , άλλα στοιχεία της φύσεως εκτός από τη θύελλα, πυρηνική ενέργεια ή καθίζηση εδάφους·

«κλάδος σιδηροδρομικών οχημάτων» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με ζημιά ή απώλεια που υφίστανται σιδηροδρομικά οχήματα ή τα μηχανήματα, εξαρτήματα, έπιπλα ή ο εξοπλισμός τους·

«κλάδος τοντίνας» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων δυνάμει των οποίων ένας αριθμός ατόμων καταβάλλει συνεισφορές για την από κοινού κεφαλαιοποίησή τους και τη διανομή του δημιουργούμενου κεφαλαίου στο τέλος μιας προκαθορισμένης από το σχέδιο περιόδου μεταξύ των επιζώντων ή άλλων δικαιούχων, όπως ο κλάδος αυτός περιγράφεται στο συνημμένο στον παρόντα Νόμο Δεύτερο Παράρτημα, Μέρος Β·

«κλάδος χερσαίων οχημάτων» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων σε σχέση με ζημιά ή απώλεια που υφίστανται χερσαία οχήματα, αυτοκινούμενα ή μη, εξαιρουμένων των σιδηροδρομικών·

«Κράτος Μέλος» σημαίνει Κράτος Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (Ε.Ο.Χ.)·

«Κράτος Μέλος εγκατάστασης» λογίζεται το Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., όπου έχει εγκατάσταση η ασφαλιστική επιχείρηση, η οποία καλύπτει ασφαλιστικούς κινδύνους ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις·

«Κράτος Μέλος καταγωγής» λογίζεται το Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., όπου έχει την έδρα της η ασφαλιστική επιχείρηση, η οποία καλύπτει ασφαλιστικούς κινδύνους ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις και, το οποίο έχει χορηγήσει την άδεια λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης σύμφωνα με τις ισχύουσες σε αυτό νομοθετικές διατάξεις·

«κράτος μέλος καταγωγής διαμεσολαβητή» λογίζεται

(α) Εάν ο διαμεσολαβητής είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου όπου, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του εν λόγω κράτους, βρίσκεται η καταστατική έδρα του νομικού προσώπου ή η κεντρική του διοίκηση, ή

(β) εάν ο διαμεσολαβητής είναι φυσικό πρόσωπο, το κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου στο οποίο κατοικεί το φυσικό πρόσωπο και στο οποίο ασκεί τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες.

«Κράτος Μέλος όπου βρίσκεται ο κίνδυνος» λογίζεται—

(α) Το Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., όπου βρίσκονται τα περιουσιακά στοιχεία, όταν η ασφάλιση αφορά ακίνητα ή ακίνητα και το περιεχόμενο τους, όταν το περιεχόμενο αυτό καλύπτεται από το ίδιο ασφαλιστήριο· ή

(β) το Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., όπου εγγράφεται μηχανοκίνητο όχημα οποιουδήποτε τύπου, όταν η ασφάλιση αφορά τέτοιο όχημα· ή

(γ) το Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., όπου ο ασφαλισμένος συνήψε ασφαλιστήριο διάρκειας μικρότερης από ή ίσης με τέσσερις μήνες, το οποίο παρέχει κάλυψη κινδύνων που αφορούν ταξίδια ή διακοπές ανεξαρτήτως κλάδου· ή

(δ) το Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., όπου ο ασφαλισμένος έχει τη συνήθη διαμονή του ή, προκειμένου περί νομικού προσώπου, το Κράτος όπου το νομικό αυτό πρόσωπο έχει εγκατάσταση, στην οποία αφορά το ασφαλιστήριο, εφόσον στο ασφαλιστήριο δεν γίνεται ρητή αναφορά σε μια από τις προηγούμενες περιπτώσεις·

«Κράτος Μέλος παροχής υπηρεσιών» λογίζεται, σε ότι αφορά τις ασφαλίσεις του Κλάδου Γενικής Φύσεως, το Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. στο οποίο ευρίσκεται ο κίνδυνος, εφόσον ο κίνδυνος αυτός καλύπτεται από ασφαλιστική επιχείρηση που δεν έχει εγκατάσταση στο κράτος αυτό και σε ότι αφορά τις ασφαλίσεις του Κλάδου Ζωής, το Κράτος της ασφαλιστικής υποχρέωσης, εφόσον η υποχρέωση αυτή αναλαμβάνεται από ασφαλιστική επιχείρηση που δεν έχει εγκατάσταση στο κράτος αυτό·

«Κράτος Μέλος της ασφαλιστικής υποχρέωσης» λογίζεται το Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. στο οποίο ο ασφαλισμένος έχει τη συνήθη διαμονή του ή, προκειμένου περί νομικού προσώπου, το κράτος στο οποίο ευρίσκεται η εγκατάσταση του νομικού προσώπου, στην οποία αναφέρεται το ασφαλιστήριο·

«κράτος μέλος υποδοχής διαμεσολαβητή» λογίζεται το κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου όπου ο διαμεσολαβητής ιδρύει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες.

«Κράτος Μέλος υποκαταστήματος ή αντιπροσωπείας ή Κράτος Μέλος υποδοχής» λογίζεται το Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. στο οποίο ευρίσκεται το υποκατάστημα ή η αντιπροσωπεία της ασφαλιστικής επιχείρησης, που καλύπτει τον ασφαλιστικό κίνδυνο ή αναλαμβάνει την ασφαλιστική υποχρέωση·

«κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία» ή, συνοπτικά, κατά ταυτόσημη έννοια, «ασφαλιστική εταιρεία» σημαίνει την ασφαλιστική επιχείρηση που έχει την έδρα της στη Δημοκρατία, συνιστάται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος και του περί Εταιρειών Νόμου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 15, και κατέχει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 18 έως 22 του παρόντος Νόμου·

«μεγάλοι κίνδυνοι» σημαίνει—

(α) τους κινδύνους που εμπίπτουν στον κλάδο σιδηροδρομικών οχημάτων, στον κλάδο αεροσκαφών, στον κλάδο πλοίων, στον κλάδο μεταφερόμενων εμπορευμάτων, στον κλάδο ευθύνης από αεροσκάφη και στον κλάδο ευθύνης σκαφών· ή

(β) τους κινδύνους που εμπίπτουν στον κλάδο πιστώσεων και στον κλάδο εγγυήσεων, όταν ο ασφαλισμένος ασκεί κατ' επάγγελμα βιομηχανική ή εμπορική δραστηριότητα ή ελεύθερο επάγγελμα και ο κίνδυνος σχετίζεται με τη δραστηριότητα αυτή· ή

(γ) τους κινδύνους που εμπίπτουν στον κλάδο χερσαίων οχημάτων, στον κλάδο πυρκαγιάς και στοιχείων της φύσεως, στον κλάδο άλλης ζημιάς σε περιουσιακά στοιχεία, στον κλάδο γενικής ευθύνης και στον κλάδο οικονομικής απώλειας γενικής φύσεως, εφόσον ο ασφαλισμένος υπερβαίνει αριθμητικά τα όρια δύο τουλάχιστον από τα πιο κάτω κριτήρια:

(i) σύνολο ισολογισμού: το ισότιμο σε λίρες Κύπρου των 6.2 εκατομμυρίων Ευρώ·

(ii) καθαρό ποσό κύκλου εργασιών: το ισότιμο σε λίρες Κύπρου των 12.8 εκατομμυρίων Ευρώ·

(iii) μέσος αριθμός απασχολούμενων προσώπων κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους: 250·

η συνδρομή των πιο πάνω κριτηρίων, εάν ο ασφαλισμένος μετέχει σε σύνολο επιχειρήσεων που καταρτίζουν ενοποιημένους λογαριασμούς σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, ελέγχεται βάσει των ενοποιημένων αυτών λογαριασμών·

«μέθοδος Zillmer» σημαίνει τη διαδικασία που ακολουθείται σε μια αναλογιστική εκτίμηση με βάση την οποία έξοδα πρόσκτησης εργασίας του Κλάδου Ζωής δύνανται να μειώσουν το μαθηματικό απόθεμα ασφαλιστικής συμβάσεως κατά την πρώτη αναλογιστική εκτίμησή του·

«μέτρα εξυγίανσης» σημαίνει μέτρα που συνεπάγονται οποιαδήποτε παρέμβαση του Εφόρου Ασφαλίσεων ή του δικαστηρίου και που έχουν σκοπό να διαφυλάξουν ή να αποκαταστήσουν την οικονομική κατάσταση ασφαλιστικής επιχείρησης και, τα οποία είναι δυνατόν να θίξουν προϋπάρχοντα δικαιώματα άλλων συμβαλλομένων μερών και όχι αυτής καθ’αυτής της ασφαλιστικής επιχείρησης, περιλαμβανομένων των μέτρων που συνεπάγονται τη δυνατότητα αναστολής πληρωμών, αναστολής εκτελεστικών μέτρων ή μείωσης των απαιτήσεων και των μέτρων που προβλέπονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 65 και στα εδάφια (1), (2)  και (3) του άρθρου 71·

«μητρική επιχείρηση» σημαίνει  τη μητρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 148 του περί Εταιρειών Νόμου, καθώς και οποιαδήποτε επιχείρηση η οποία, κατά τη γνώμη του Εφόρου, ασκεί πραγματικά δεσπόζουσα επιρροή επί άλλης επιχείρησης·

«νομισματική αντιστοιχία» σημαίνει ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από ασφαλιστικές συμβάσεις (underwriting liabilities) αντιπροσωπεύονται από περιουσιακά στοιχεία εκφρασμένα ή ρευστοποιήσιμα στο ίδιο νόμισμα, στο οποίο είναι εκφρασμένες οι υποχρεώσεις αυτές, κατά τα οριζόμενα στο Μέρος II του Τέταρτου Παραρτήματος, που συνάπτεται στον παρόντα Νόμο·

«oργανωμένη αγορά» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτόν από τους περί των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.) Νόμων του 2002 έως (Αρ.4) του 2003·

«πιστωτικό ίδρυμα» σημαίνει τράπεζα με την έννοια που ο όρος αυτός χρησιμοποιείται στους περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμους του 1997 μέχρι 2004, και συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα κατά τα οριζόμενα στους περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμους του 1985 μέχρι 2004, και περιλαμβάνει πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί δυνάμει αντίστοιχου νόμου κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

«σταθερό υπόθεμα» σημαίνει κάθε μέσο που παρέχει στον ασφαλισμένο ή στον ενδιαφερόμενο για την σύναψη ασφαλιστικής σύμβασης τη δυνατότητα να αποθηκεύει πληροφορίες, που απευθύνονται προσωπικά σε αυτόν, κατά τρόπο ώστε να μπορεί να ανατρέχει σε αυτές μελλοντικά, για το απαιτούμενο από τους σκοπούς των πληροφοριών χρονικό διάστημα και που επιτρέπει την αμετάβλητη αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών. Σταθερό υπόθεμα συνιστούν, εκτός των άλλων, δισκέτες, CD-ROM, DVD και ο σκληρός δίσκος του ηλεκτρονικού υπολογιστή του ασφαλισμένου ή του ενδιαφερόμενου για την σύναψη ασφαλιστικής σύμβασης όπου αποθηκεύεται το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, ενώ δεν συμπεριλαμβάνονται οι ιστοσελίδες του Διαδικτύου, εκτός εάν μια τέτοια ιστοσελίδα πληροί τα κριτήρια της προηγουμένης πρότασης·

«στενοί δεσμοί» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το εδάφιο (4) του άρθρου 39 του παρόντος Νόμου·

«συμμετέχουσα επιχείρηση» σημαίνει  την επιχείρηση, η οποία είναι, είτε μητρική επιχείρηση ή άλλη επιχείρηση που διαθέτει συμμετοχή, είτε επιχείρηση που, χωρίς να συνδέεται με άλλη επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 148 του περί Εταιρειών Νόμου, έχει τεθεί με  την  επιχείρηση   αυτή υπό ενιαία διεύθυνση κατόπιν συμβάσεως ή σύμφωνα με όρους των καταστατικών τους ή τα διοικητικά τους όργανα να αποτελούνται  κατά πλειοψηφία κατά τη διάρκεια της χρήσης και μέχρι την κατάρτιση των ενοποιημένων λογαριασμών από τα ίδια πρόσωπα·

«συμμετοχή» σημαίνει την κατοχή δικαιωμάτων στο κεφάλαιο άλλων επιχειρήσεων, ενσωματωμένα σε τίτλους ή όχι, τα οποία, δημιουργώντας διαρκή δεσμό ανάμεσα σε δύο επιχειρήσεις, προορίζονται να συμβάλουν στις δραστηριότητες της επιχείρησης αυτής ή την  άμεση ή έμμεση κατοχή ποσοστού μεγαλύτερου ή ίσου του είκοσι τοις εκατόν (20%) των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μίας επιχείρησης·

«συνδεδεμένη επιχείρηση» σημαίνει τη θυγατρική ή άλλη επιχείρηση, στην οποία υπάρχει συμμετοχή ή επιχείρηση που, χωρίς να συνδέεται με άλλη επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 148 του περί Εταιρειών Νόμου, έχει τεθεί με την επιχείρηση αυτή υπό ενιαία διεύθυνση κατόπιν συμβάσεως ή σύμφωνα με όρους των καταστατικών τους ή τα διοικητικά τους όργανα να αποτελούνται κατά πλειοψηφία κατά τη διάρκεια της χρήσης και μέχρι την κατάρτιση των ενοποιημένων λογαριασμών από τα ίδια πρόσωπα·

«τεχνικά αποθέματα» έχει την έννοια που αποδίδουν στον όρο αυτό τα άρθρα 61, 62 και 72 του παρόντος Νόμου, αναλόγως της περιπτώσεως·

«τρίτη χώρα» σημαίνει κράτος άλλο από τη Δημοκρατία ή κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή κράτος μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου·

«υγιείς ασφαλιστικές αρχές» έχει την έννοια που αποδίδουν στον όρο αυτό τα εδάφια (2) έως (4) του άρθρου 21 του παρόντος Νόμου·

«Υπηρεσία» σημαίνει την Υπηρεσία Ελέγχου Ασφαλιστικών Εταιρειών του Υπουργείου Οικονομικών·

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Οικονομικών της Δημοκρατίας.