ΕΝΑΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΕΝΑΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

(άρθρο 68Α)

ΕΡΙΘΩΡΙΟ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΜΕΡΟΣ Α

ΣΥΝΘΕΣΗ

Η σύνθεση του περιθωρίου φερεγγυότητας που αναφέρεται στο άρθρο 68Α (1) του Νόμου, σε ότι αφορά τις εργασίες Κυπριακής αντασφαλιστικής επιχείρησης, απαρτίζεται από τα ακόλουθα στοιχεία:

(1) το καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο ή αν πρόκειται για αλληλοασφαλιστικό αντασφαλιστικό οργανισμό, το αλληλοασφαλιστικό ποσό που αρχικά έχει καταβληθεί αφού προστεθούν οι λογαριασμοί των μελών οι οποίοι πληρούν σωρευτικά τα πιο κάτω κριτήρια:

(α)  το καταστατικό του προβλέπει ότι από τους λογαριασμούς αυτούς μπορούν να γίνονται πληρωμές στα μέλη μόνον εφόσον αυτό δεν προκαλεί πτώση του περιθωρίου φερεγγυότητας κάτω του απαιτούμενου επιπέδου ή αν, μετά από τη διάλυση του οργανισμού, έχουν εξοφληθεί όλα τα χρέη του οργανισμού˙

(β)  το καταστατικό του προβλέπει, όσον αφορά οποιαδήποτε πληρωμή αυτού του είδους για άλλους λόγους εκτός από τον ατομικό τερματισμό της ιδιότητας του μέλους, ότι ο Έφορος ενημερώνεται τουλάχιστον πριν από ένα μήνα και ότι μπορεί, εντός της περιόδου, να απαγορεύσει την πληρωμή˙

(γ) το καταστατικό του  μπορεί  να τροποποιηθεί μόνον αφού ο Έφορος δηλώσει ότι δεν έχει αντίρρηση για την τροποποίηση, με την επιφύλαξη των κριτηρίων που απαριθμούνται στις υποπαραγράφους (α) και (β)˙

(2)   κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης της αντασφαλιστικής επιχείρησης προς τον Έφορο και μετά από γραπτή συγκατάθεση του Εφόρου, το μισό του μη καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου ή αρχικού αλληλοασφαλιστικού ποσού, εφόσον το ποσό που έχει καταβληθεί ανέρχεται στο 25% τέτοιου μετοχικού κεφαλαίου ή τέτοιου αρχικού αλληλοασφαλιστικού ποσού, μέχρι ποσοστού 50% του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του ελαχίστου περιθωρίου φερεγγυότητας.

(3)  τα προβλεπόμενα από το Νόμο και ελεύθερα τεχνικά αποθέματα που δεν αντιστοιχούν σε υποχρεώσεις που προκύπτουν από ασφαλιστήρια, ούτε κατατάσσονται στα αποθεματικά εξισορρόπησης.

(4) τα κέρδη ή τις ζημιές που μεταφέρονται στο νέο οικονομικό έτος μετά την αφαίρεση των μερισμάτων που θα καταβληθούν.

(5) κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης της αντασφαλιστικής επιχείρησης προς τον Έφορο και μετά από γραπτή συγκατάθεση του Εφόρου, τις συμπληρωματικές εισφορές που είναι δυνατό να απαιτηθούν από τους αλληλοασφαλιστικούς αντασφαλιστικούς οργανισμούς που έχουν μεταβλητές εισφορές για το συγκεκριμένο οικονομικό έτος μέχρι το μισό της διαφοράς μεταξύ των μεγίστων εισφορών που μπορεί να απαιτηθούν και αυτών που πράγματι απαιτούνται. Αυτές οι απαιτήσεις δεν μπορούν να αντιπροσωπεύουν ποσό  μεγαλύτερο του 50% του περιθωρίου φερεγγυότητας:

Νοείται ότι, ο Έφορος καθορίζει σε Οδηγίες, που εκδίδει δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 70, τις κατευθυντήριες γραμμές που θέτουν τις προϋποθέσεις, βάσει των οποίων μπορούν να γίνονται αποδεκτές συμπληρωματικές συνεισφορές·

(6) κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης της αντασφαλιστικής επιχείρησης προς τον Έφορο και μετά από γραπτή συγκατάθεση του Εφόρου, τα αφανή αποθέματα (hidden reserves) που προκύπτουν λόγω υποεκτίμησης στοιχείων του ενεργητικού, στο βαθμό που τα αποθέματα αυτά δεν έχουν ασυνήθιστο χαρακτήρα, και μόνον κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης της επιχείρησης αυτής˙

(7) κατόπιν γραπτής έγκρισης του Εφόρου, το σωρευτικό προνομιούχομετοχικό κεφάλαιο και τα δάνεια μειωμένης διασφάλισης, μπορούν να περιληφθούν μόνο μέχρι 50% του περιθωρίου φερεγγυότητας, από το οποίο όχι περισσότερο από 25% αποτελείται από δάνεια μειωμένης διασφάλισης με καθορισμένη λήξη ή σωρευτικό προνομιούχο μετοχικό κεφάλαιο με καθορισμένη διάρκεια, νοουμένου ότι σε περίπτωση εκκαθάρισης της αντασφαλιστικής επιχείρησης, υπάρχουν δεσμευτικές συμφωνίες, βάσει των οποίων, τα δάνεια μειωμένης διασφάλισης ή το προνομιούχο μετοχικό κεφάλαιο, κατατάσσονται μετά τις απαιτήσεις όλων των άλλων πιστωτών και δεν εξοφλούνται παρά το χρόνο αυτό∙

Στην περίπτωση δανείων μειωμένης διασφάλισης, αυτά πρέπει να πληρούν επιπρόσθετα τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α)  να μην προέρχονται από οποιαδήποτε θυγατρική εταιρεία ή από εταιρεία που ελέγχεται από την αντασφαλιστική επιχείρηση και να μην αποτελούν επένδυση τεχνικών αποθεμάτων οποιασδήποτε ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που τα χορήγησε ή στοιχείο περιθωρίου φερεγγυότητας της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής αυτής επιχείρησης. Οποιαδήποτε τέτοια δάνεια αναλύονται σε σημείωμα που επισυνάπτεται στις οικονομικές καταστάσεις της επιχείρησης, διαχωρίζοντάς τα κατά δανειστή˙

(β)  να λαμβάνονται υπόψη μόνο τα ποσά που έχουν πράγματι καταβληθεί˙

(γ) η  αρχική  διάρκεια  των  δανείων  με καθορισμένη λήξη πρέπει να είναι τουλάχιστον πενταετής. Το αργότερο ένα χρόνο πριν από τη λήξη, η αντασφαλιστική επιχείρηση υποβάλλει στον Έφορο για έγκριση σχέδιο που ορίζει με ποιο τρόπο το περιθώριο φερεγγυότητας θα διατηρηθεί ή θα αυξηθεί στο απαιτούμενο επίπεδο κατά τη λήξη του δανείου, εκτός εάν το ποσό μέχρι το οποίο το δάνειο μπορεί να συμπεριληφθεί στα συστατικά μέρη του περιθωρίου φερεγγυότητας μειώνεται σταδιακά κατά τα τελευταία πέντε τουλάχιστον χρόνια πριν από τη λήξη.  Ο Έφορος μπορεί να επιτρέψει την εξόφληση των δανείων αυτών πριν από τη λήξη τους, εφόσον υποβληθεί η σχετική αίτηση από την εκδότρια αντασφαλιστική επιχείρηση και νοουμένου ότι το περιθώριο φερεγγυότητάς της δεν θα είναι κατώτερο του απαιτούμενου επιπέδου˙

(δ)  τα  δάνεια μη καθορισμένης λήξης εξοφλούνται μόνο με πενταετή προειδοποίηση, εκτός εάν δεν θεωρούνται πλέον ως συστατικό μέρος του περιθωρίου φερεγγυότητας ή εκτός εάν έχει προηγουμένως εξασφαλισθεί η σύμφωνη γνώμη του Εφόρου για την πρόωρη εξόφλησή τους. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η αντασφαλιστική επιχείρηση ενημερώνει τον Έφορο τουλάχιστον έξι μήνες πριν από την προτεινόμενη ημερομηνία εξόφλησης, υποδεικνύοντας το πραγματικό περιθώριο φερεγγυότητας και το απαιτούμενο ελάχιστο περιθώριο φερεγγυότητάς της πριν και μετά την εξόφληση αυτή. Ο Έφορος επιτρέπει την εξόφληση μόνον εάν το περιθώριο φερεγγυότητας της αντασφαλιστικής επιχείρησης δεν θα είναι κατώτερο του απαιτούμενου επιπέδου˙

(ε)  η σύμβαση χορήγησης του δανείου δεν πρέπει να περιλαμβάνει ρήτρες που προβλέπουν ότι σε συγκεκριμένες περιστάσεις, εκτός από αυτήν της εκκαθάρισης της αντασφαλιστικής επιχείρησης, το δάνειο θα καταστεί πληρωτέο πριν από τις συμφωνημένες ημερομηνίες εξόφλησης˙

(στ)  η    σύμβαση    παραχώρησης   δανείου    μπορεί    να τροποποιηθεί μόνον αφού ο Έφορος δηλώσει ότι δεν αντιτίθεται στην προτεινόμενη τροποποίηση˙

(8)  τους  τίτλους  χωρίς  καθορισμένη  λήξη  και  άλλους  τίτλους, περιλαμβανομένων σωρευτικών προνομοιούχων  μετοχών, εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο (7), μέχρι 50% του περιθωρίου φερεγγυότητας, για το σύνολο των τίτλων αυτών και των δανείων μειωμένης διασφάλισης που αναφέρονται στην πιο πάνω παράγραφο, νοουμένου ότι πληρούν τις πιο κάτω προϋποθέσεις:

(α)   δεν  μπορούν να ρευστοποιηθούν με πρωτοβουλία του κομιστή ή χωρίς την προηγούμενη γραπτή συγκατάθεση του Εφόρου˙

(β) η σύμβαση έκδοσης των τίτλων πρέπει να παρέχει στην αντασφαλιστική επιχείρηση τη δυνατότητα να αναβάλει την καταβολή των τόκων του δανείου˙

(γ) οι  απαιτήσεις  του  δανειστή  έναντι  της  αντασφαλιστικής επιχείρησης πρέπει να κατατάσσονται μετά τις απαιτήσεις όλων των άλλων πιστωτών που δεν έχουν μειωμένη διασφάλιση˙

(δ) τα έγγραφα τα σχετικά με την έκδοση των τίτλων πρέπει να προβλέπουν τη δυνατότητα απορρόφησης των ζημιών από το χρέος και τη μη πληρωμή των τόκων, επιτρέποντας συγχρόνως τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της αντασφαλιστικής επιχείρησης˙

(ε) μόνον τα ποσά που έχουν πράγματι καταβληθεί λαμβάνονται υπόψη.

(9) Το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μειώνεται κατά το ποσό των ιδίων μετοχών που κατέχει άμεσα η αντασφαλιστική επιχείρηση.

(10) Το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μειώνεται κατά το ποσό:

(α)  των συμμετοχών, τις οποίες κατέχει η αντασφαλιστική επιχείρηση σε:

(i) ασφαλιστικές επιχειρήσεις,

(ii) αντασφαλιστικές επιχειρήσεις,

(iii) ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου,

(iv) πιστωτικά ιδρύματα και εταιρείες, οι οποίες ασκούν εργασίες που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τραπεζικές εργασίες ή σχετίζονται στενά με αυτές κατά την έννοια των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1977 μέχρι 2005,

(v) Ε.Π.Ε.Υ. και αναγνωρισμένη Ε.ΠΕ.Υ. τρίτης χώρας, κατά την έννοια του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμο του 2007 και των Οδηγιών που εκδίδονται από την Κεντρική Τράπεζα και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων, και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα·

(β) των ακόλουθων στοιχείων, τα οποία κατέχει η αντασφαλιστική επιχείρηση σε σχέση με τις οντότητες που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (α), στις οποίες κατέχει συμμετοχή:

(i) τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο (7) του Μέρους Α του Πέμπτου Παραρτήματος,

(ii) τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο (5) του Μέρους Α του Έκτου Παραρτήματος,

(iii) οι απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης και τα μέσα που αναφέρονται σε Οδηγίες που εκδίδονται από την Κεντρική Τράπεζα δυνάμει του άρθρου 22 των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 μέχρι 2005:

Νοείται ότι, ως εναλλακτική λύση για την αφαίρεση των στοιχείων που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β), τα οποία κατέχει η αντασφαλιστική επιχείρηση σε πιστωτικά ιδρύματα, Ε.Π.Ε.Υ. και αναγνωρισμένες Ε.Π.Ε.Υ. τρίτης χώρας και σε εταιρείες, οι οποίες ασκούν εργασίες που είναι αναπόσπαστα συνδεμένες με τραπεζικές εργασίες ή σχετίζονται στενά με αυτές κατά την έννοια των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 μέχρι  2005, ο Έφορος δύναται να επιτρέπει στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να εφαρμόζουν, τηρουμένων των αναλογιών, τις μεθόδους 1, 2 ή 3 που περιγράφονται στις Οδηγίες χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, νοουμένου ότι η μέθοδος 1 αναφορικά με τη λογιστική ενοποίηση εφαρμόζεται μόνον εφόσον ο Έφορος είναι πεπεισμένος για το ενιαίο της διαχείρισης και του εσωτερικού ελέγχου όσον αφορά τις οντότητες που θα συμπεριληφθούν στο πεδίο εφαρμογής της ενοποίησης, και η επιλεγείσα μέθοδος εφαρμόζεται με τρόπο διαχρονικά σταθερό:

Νοείται περαιτέρω ότι, οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που υπόκεινται σε συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο και τις Οδηγίες χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, δεν είναι απαραίτητο να αφαιρούν τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β), τα οποία κατέχουν σε πιστωτικά ιδρύματα, Ε.Π.Ε.Υ., αναγνωρισμένη Ε.Π.Ε.Υ. τρίτης χώρας, εταιρείες οι οποίες ασκούν εργασίες που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τραπεζικές εργασίες ή σχετίζονται στενά με αυτές, κατά την έννοια των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1994 μέχρι  2005, ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ή ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου, που εμπίπτουν στη συμπληρωματική εποπτεία:

Νοείται επίσης περαιτέρω ότι, για σκοπούς της αφαίρεσης των συμμετοχών που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο, ως συμμετοχή, νοείται η συμμετοχή κατά την έννοια του άρθρου 2.

(11) Σε ό,τι αφορά τις αντασφαλιστικές εργασίες στον Κλάδο Ζωής, κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης της αντασφαλιστικής επιχείρησης προς τον Έφορο και μετά από γραπτή συγκατάθεση του Εφόρου, το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας είναι δυνατόν να αποτελείται και:

(α)    μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2009, από ποσό ίσο με το 50 % των μελλοντικών κερδών της επιχείρησης, αλλά όχι ανώτερο του 25% του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας. Το ποσό των μελλοντικών κερδών προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του προβλεπόμενου ετήσιου κέρδους επί τον συντελεστή που αντιπροσωπεύει τη μέση υπολειπόμενη διάρκεια των ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Ο χρησιμοποιούμενος συντελεστής δεν μπορεί να είναι ανώτερος του 6, το δε εκτιμώμενο ετήσιο κέρδος δεν υπερβαίνει τον αριθμητικό μέσο όρο των πραγματοποιηθέντων κερδών κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε εταιρικών χρήσεων από τις δραστηριότητες του Κλάδου Ασφάλισης Ζώης και του Κλάδου Γάμου και Γεννήσεως.

Ο συνυπολογισμός του ποσού αυτού στο διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας εγκρίνεται από τον Έφορο μόνον:

(i) εφόσον υποβάλλεται στον Έφορο αναλογιστική μελέτη στην οποία τεκμηριώνεται η πιθανότητα εμφάνισης αυτών των κερδών στο μέλλον˙ και

(ii)  ενόσω το μέρος των μελλοντικών κερδών που απορρέει από τα λανθάνοντα καθαρά αποθεματικά δεν έχει ήδη ληφθεί υπόψη·

(β)  όταν δεν χρησιμοποιείται η μέθοδος Zillmer, ή όταν χρησιμοποιείται μεν αλλά υπολείπεται της επιβάρυνσης λόγω εξόδων απόκτησης εργασίας που περιλαμβάνεται στο ασφάλιστρο, από τη διαφορά μεταξύ της μαθηματικής πρόβλεψης που προκύπτει χωρίς τη μέθοδο  Zillmer ή εν μέρει με τη μέθοδο αυτή, και μιας μαθηματικής πρόβλεψης με τη μέθοδο Zillmer και σε ποσοστό ίσο προς την επιβάρυνση λόγω εξόδων απόκτησης εργασίας που περιλαμβάνεται στο ασφάλιστρο. Το ποσό που προκύπτει πάντως δεν μπορεί να υπερβαίνει το 3,5 του αθροίσματος των διαφορών μεταξύ των σχετικών κεφαλαίων του κλάδου αντασφάλισης ζωής και των μαθηματικών προβλέψεων για το σύνολο των ασφαλιστηρίων συμβολαίων στα οποία είναι δυνατή η εφαρμογή της μεθόδου Zillmer. Η διαφορά αυτή μειώνεται κατά το ποσό των τυχόν μη αποσβεσθέντων εξόδων απόκτησης που έχουν καταχωρηθεί στο ενεργητικό.

ΜΕΡΟΣ Β

ΜΕΘΟΔΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

1. Σε ό,τι αφορά τις εργασίες αντασφαλιστικής επιχείρησης, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας καθορίζεται, είτε σε σχέση με το ετήσιο ποσό των ασφαλίστρων ή των αλληλοασφαλιστικών εισφορών του τελευταίου οικονομικού έτους (πρώτο αποτέλεσμα), είτε σε σχέση με τη μέση επιβάρυνση των ασφαλιστικών απαιτήσεων των τριών τελευταίων οικονομικών ετών (δεύτερο αποτέλεσμα).  Στην περίπτωση όμως επιχείρησης η οποία ασκεί βασικά μόνο ένα ή περισσότερους από τους κινδύνους πιστώσεως, θύελλας, χαλαζιού ή παγετού, λαμβάνονται υπόψη τα επτά τελευταία οικονομικά έτη ως περίοδος αναφοράς του μέσου όρου επιβάρυνσης των ασφαλιστικών απαιτήσεων.

2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 21, το ύψος του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας πρέπει να είναι ίσο με το μεγαλύτερο από τα πιο κάτω αποτελέσματα :

(α) Για σκοπούς υπολογισμού του πρώτου αποτελέσματος λαμβάνονται υπόψη:

- είτε το ποσό των μεικτών (gross written) κατά το τελευταίο οικονομικό έτος εγγεγραμμένων ασφαλίστρων ή οι αλληλοασφαλιστικών εισφορών,  όπως υπολογίζονται κατωτέρω∙ είτε

- το ποσό των μεικτών δεδουλευμένων (earned) κατά το τελευταίο οικονομικό έτος ασφαλίστρων ή αλληλοασφαλιστικών εισφορών,

Οποιοδήποτε από τα δύο ποσά είναι μεγαλύτερο.

Τα ασφάλιστρα ή οι εισφορές σε σχέση με τους κλάδους 11, 12, και 13 που απαριθμούνται στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος αυξάνονται κατά 50%.

Αθροίζονται τα ασφάλιστρα ή οι αλληλοασφαλιστικές εισφορές (συμπεριλαμβανομένων και των επιπρόσθετων δικαιωμάτων) που κατεβλήθησαν κατά το τελευταίο οικονομικό έτος.

Από το άθροισμα αυτό αφαιρείται το συνολικό ποσό των ασφαλίστρων ή αλληλοαασφαλιστικών εισφορών που ακυρώθηκαν κατά το τελευταίο οικονομικό έτος και το συνολικό ποσό των φόρων και τελών που αντιστοιχούν στα πιο πάνω ασφάλιστρα ή τις αλληλοασφαλιστικές εισφορές.

Το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή των πιο πάνω κατανέμεται σε δύο μέρη, από τα οποία το πρώτο μέρος αντιστοιχεί σε ποσό που δεν υπερβαίνει το ισότιμο σε λίρες Κύπρου των πενήντα εκατομμυρίων Ευρώ (€ 50.000.000) και το δεύτερο μέρος αντιστοιχεί στο υπόλοιπο ποσό.

Στο πρώτο μέρος της πιο πάνω κατανομής εφαρμόζεται το ποσοστό του 18%, στο δεύτερο μέρος το ποσοστό του 16% και τα ποσά που προκύπτουν προστίθενται.

Το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή των πιο πάνω πολλαπλασιάζεται με τον λόγο του ποσού των απαιτήσεων που πραγματοποιήθηκαν σε βάρος της αντασφαλιστικής επιχείρησης μετά την αφαίρεση των αντασφαλιστικών εκχωρήσεων κατά τα τελευταία τρία οικονομικά έτη προς το ποσό των ακαθάριστων αυτών απαιτήσεων. Ο λόγος αυτός δεν δύναται σε καμία περίπτωση να είναι κατώτερος του 50%. Κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης της αντασφαλιστικής επιχείρησης συνοδευόμενης από αποδεικτικά στοιχεία και μετά από γραπτή συγκατάθεση του Εφόρου, ποσά που μπορούν να ανακτηθούν από φορείς ειδικού σκοπού, μπορούν επίσης να αφαιρεθούν ως αντασφάλιση.

Κατόπιν γραπτής έγκρισης του Εφόρου, οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να χρησιμοποιούν στατιστικές μεθόδους για την ταξινόμηση των ασφαλίστρων ή των εισφορών στους κλάδους 11, 12 και 13 που απαριθμούνται στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος.

(β) Για σκοπούς υπολογισμού του δεύτερου αποτελέσματος, προστίθενται τα πιο κάτω ποσά:

- Ασφαλιστικές αποζημιώσεις που καταβλήθηκαν, χωρίς την αφαίρεση των ποσών που πληρώθηκαν από αντασφαλίσεις εκδοχέων και αντεκδοχέων, κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων οικονομικών ετών ή των επτά τελευταίων οικονομικών ετών όταν πρόκειται περί επιχείρησης που κατά βάση ασκεί ένα μόνο ή περισσότερους από τους κινδύνους πιστώσεων. θύελλας, χαλαζιού ή παγετού.

- Προβλέψεις για εκκρεμείς ασφαλιστικές απαιτήσεις που δημιουργήθηκαν στο τέλος του τελευταίου οικονομικού έτους.

Από το πιο πάνω άθροισμα, αφαιρούνται τα ποσά των ανακτήσεων κατά τις περιόδους αναφοράς που αναφέρονται πιο πάνω.

Από το ποσό που απομένει, αφαιρείται το ποσό των προβλέψεων για εκκρεμείς ασφαλιστικές απαιτήσεις που δημιουργήθηκαν κατά την έναρξη του δεύτερου οικονομικού έτους που προηγείται του τελευταίου οικονομικού έτους που έκλεισε.

Εάν  η καθοριζόμενη στο παρόν Παράρτημα περίοδος αναφοράς ισούται με επτά έτη, αφαιρείται το ποσό των προβλέψεων για εκκρεμείς ασφαλιστικές απαιτήσεις, οι οποίες δημιουργήθηκαν στην αρχή του έκτου οικονομικού έτους που προηγείται του τελευταίου οικονομικού έτους που έκλεισε.

Το ένα τρίτο, ή το ένα έβδομο του ποσού (αναλόγως της ως άνω περιόδου αναφοράς) που προκύπτει από την εφαρμογή των πιο πάνω αρχών, ανάλογα με την χρονική περίοδο αναφοράς που ορίζεται στο παρόν Παράρτημα, κατανέμεται σε δύο μέρη, από τα οποία το πρώτο μέρος αντιστοιχεί σε ποσό που δεν υπερβαίνει το ισότιμο σε λίρες Κύπρου των τριάντα πέντε εκατομμυρίων Ευρώ (€35.000.000), ενώ το δεύτερο μέρος αντιστοιχεί στο υπόλοιπο ποσό.

Στο πρώτο μέρος της πιο πάνω κατανομής εφαρμόζεται το ποσοστό του 26%,στο δεύτερο μέρος του ποσοστού του 23% και τα ποσά που προκύπτουν προστίθενται.

Το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή των πιο πάνω πολλαπλασιάζεται με τον λόγο του ποσού των απαιτήσεων που πραγματοποιήθηκαν σε βάρος της αντασφαλιστικής επιχείρησης μετά την αφαίρεση των αντασφαλιστικών εκχωρήσεων κατά τα τελευταία τρία οικονομικά έτη προς το ποσό των ακαθάριστων αυτών απαιτήσεων. Ο λόγος αυτός δεν δύναται σε καμία περίπτωση να είναι κατώτερος του ποσοστού 50%. Κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης της αντασφαλιστικής επιχείρησης, συνοδευόμενης από αποδεικτικά στοιχεία και μετά από γραπτή συγκατάθεση του Εφόρου, ποσά που μπορούν να ανακτηθούν από φορείς ειδικού σκοπού μπορούν επίσης να αφαιρεθούν ως αντασφάλιση.

Οι ασφαλιστικές απαιτήσεις υπολογίζονται χρησιμοποιώντας για τους κλάδους 11, 12 και 13 που απαριθμούνται στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος, τις ασφαλιστικές απαιτήσεις (αποζημιώσεις), τα αποθέματα και τις ανακτήσεις προσαυξημένα κατά 50%.

Κατόπιν γραπτής έγκρισης του Εφόρου, οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να χρησιμοποιούν στατιστικές μεθόδους για την ταξινόμηση των ανακτήσεων στους κλάδους 11, 12 και 13 που απαριθμούνται στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος. Στην περίπτωση κινδύνων που έχουν ταξινομηθεί στον κλάδο 18 του Μέρους Α του Πρώτου Παραρτήματος, το ποσό της καταβληθείσας ασφαλιστικής απαίτησης, το οποίο χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό με βάση τις ασφαλιστικές απαιτήσεις είναι η δαπάνη της αντασφαλιστικής επιχείρησης για τη συγκεκριμένη βοήθεια, την οποία χορήγησε.

(3)  Εάν το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας, όπως υπολογίζεται στην παράγραφο (2), είναι χαμηλότερο από το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας του προηγούμενου έτους, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας πρέπει να είναι τουλάχιστον ίσο προς το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας του προηγούμενου έτους, πολλαπλασιαζόμενο με το λόγο του ποσού των τεχνικών αποθεμάτων για ασφαλιστικές απαιτήσεις, οι οποίες εκκρεμούν κατά τη λήξη του τελευταίου οικονομικού έτους και του ποσού των τεχνικών αποθεμάτων για ασφαλιστικές απαιτήσεις που εκκρεμούν κατά την έναρξη του τελευταίου οικονομικού έτους. Στους υπολογισμούς αυτούς, τα τεχνικά αποθέματα υπολογίζονται χωρίς την αντασφάλιση (net) ωστόσο ο λόγος αυτός δεν πρέπει ποτέ να υπερβαίνει τον αριθμό ένα

(4) Κάθε τμήμα που εφαρμόζεται πάνω στα μέρη που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (α) και στην υποπαράγραφο (β) της παραγράφου (2) του παρόντος Μέρους, μειώνεται στο ένα τρίτο προκειμένου για την ασφάλιση ασθενείας, η οποία ασκείται σε τεχνική βάση παρόμοια προς εκείνη της ασφάλειας ζωής, αν:

(α) τα ασφάλιστρα που εισπράχθηκαν υπολογίζονται με βάση τους πίνακες νοσηρότητας σύμφωνα με τις μαθηματικές  μεθόδους που εφαρμόζονται στην ασφάλιση∙

(β) συνιστάται μαθηματικό απόθεμα γήρατος (αύξηση ηλικίας)∙

(γ) εισπράττεται το απαιτούμενο ποσό συμμπλωματικού ασφαλίστρου για την συγκρότηση περιθωρίου ασφάλειας∙

(δ) η αντασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να ακυρώσει το ασφαλιστήριο μόνο κατά την διάρκεια των τριών  πρώτων χρόνων της ασφαλιστικής περιόδου∙  (ε) το ασφαλιστήριο προβλέπει τη δυνατότητα αύξησης των ασφαλίστρων ή μείωσης των παροχών, ακόμη και κατά τη διάρκεια της ισχύος του.

(5) Όσον αφορά τις εργασίες αντασφαλιστικής επιχείρησης, στους κλάδους ασφαλίσεως ζωής συνδεδεμένων με επενδύσεις ή με συμμετοχή σε κέρδη ,ασφαλίσεων ετησίων προσόδων, εξαγοράς κεφαλαίου, διαχείρισης ομαδικών συνταξιοδοτικών κεφαλαίων ή ταμείων και ομαδικών προγραμμάτων πρόνοιας, το ελάχιστο περιθώριο φερεγγυότητάς υπολογίζεται σύμφωνα με τους κανόνες που περιλαμβάνονται στο Μέρος Β του Έκτου Παραρτήματος.