Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

«αίτηση» σημαίνει την αίτηση που υποβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου από υπήκοο κράτους μέλους στο αρμόδιο όργανο, και «αιτητής» ερμηνεύεται ανάλογα·

«αρμόδια αρχή» αναφορικά με διπλώματα ή τη διάρκεια της επαγγελματικής πείρας ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που απαιτούνται με βάση τον παρόντα Νόμο, σημαίνει την αρχή κράτους μέλους που έχει οριστεί, σύμφωνα με τις νομοθετικές ή διοικητικές διατάξεις του εν λόγω κράτους μέλους, ως αρμόδια για την έκδοση, τη χορήγηση ή την αναγνώριση αυτών των διπλωμάτων ή των αποδεικτικών στοιχείων, ή τη βεβαίωση αυτής της διάρκειας·

«αρμόδιο όργανο» σημαίνει το όργανο που είναι αρμόδιο βάση οποιασδήποτε νομοθετικής ή διοικητικής διάταξης για την αναγνώριση του δικαιώματος ασκήσεως στη Δημοκρατία κατοχυρωμένου επαγγέλματος·

«δίπλωμα» σημαίνει οποιοδήποτε δίπλωμα, πιστοποιητικό ή άλλος τίτλος ή οποιοδήποτε σύνολο τέτοιων διπλωμάτων, πιστοποιητικών ή άλλων τίτλων, που έχει χορηγηθεί από αρμόδια αρχή κράτους μέλους-

(α) Από το οποίο προκύπτει σωρευτικά ότι ο κάτοχο του-

(i) έχει περατώσει με επιτυχία κύκλο μεταδευτεροβάθμιων σπουδών διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών, ή μερική παρακολούθηση ισοδύναμης διάρκειας, σε πανεπιστήμιο ή ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή άλλο ίδρυμα ισότιμου επιπέδου και, όπου απαιτείται, έχει περατώσει με επιτυχία την επαγγελματική εκπαίδευση που απαιτείται επιπλέον του κύκλου μεταδευτεροβάθμιων σπουδών και

(ii) διαθέτει τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα για να αναλάβει ή να ασκήσει επάγγελμα που είναι κατοχυρωμένο στο εν λόγω κράτος μέλος, εφόσον -

(Α) η εκπαίδευση που πιστοποιείται από το εν λόγω δίπλωμα, πιστοποιητικό ή άλλο τίτλο έχει πραγματοποιηθεί κατά το μεγαλύτερο της μέρος στην Κοινότητα· ή

(Β) ο κάτοχος του έχει τριετή επαγγελματική πείρα που βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή κράτους μέλους, το οποίο έχει αναγνωρίσει ένα δίπλωμα, πιστοποιητικό ή άλλο τίτλο που έχει χορηγηθεί από τρίτη χώρα· ή

(β) μετά την περάτωση με επιτυχία εκπαίδευσης που έχει πραγματοποιηθεί εντός της Κοινότητας, και το οποίο-

(i) έχει αναγνωριστεί από αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους ως ισότιμου επιπέδου με ένα δίπλωμα επί του οποίου έχει εφαρμογή η παράγραφος (α)· και

(ii) παρέχει τα ίδια δικαιώματα πρόσβασης και άσκησης ενός επαγγέλματος που είναι κατοχυρωμένο στο εν λόγω κράτος μέλος·

«δοκιμασία επάρκειας» έχει την έννοια που προσδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 5·

«επαγγελματική πείρα» σημαίνει την πραγματική και νόμιμη άσκηση σε ένα κράτος μέλος ενός επαγγέλματος που αντιστοιχεί προς ένα επάγγελμα που είναι κατοχυρωμένο στη Δημοκρατία·

«Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Κοινότητα» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Κοινότητα·

«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης· «ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.» σημαίνει το Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών που ιδρύεται με βάση τους περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμους του 1996 έως 2000·

«κατοχυρωμένη εκπαίδευση» σημαίνει κάθε εκπαίδευση, η οποία-

(α) είναι άμεσα προσανατολισμένη στην άσκηση καθορισμένου επαγγέλματος, και

(β) περιλαμβάνει κύκλο μεταδευτεροβάθμιων σπουδών διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών, ή μερική παρακολούθηση ισοδύναμης διάρκειας, σε πανεπιστήμιο ή ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή άλλο ίδρυμα ισότιμου επιπέδου και, ανάλογα με την περίπτωση, την επαγγελματική εκπαίδευση, επαγγελματική πρακτική άσκηση ή επαγγελματική πείρα που απαιτείται επιπλέον του κύκλου μεταδευτεροβάθμιων σπουδών·

«κατοχυρωμένο επάγγελμα» σημαίνει την κατοχυρωμένη επαγγελματική δραστηριότητα ή το σύνολο τέτοιων δραστηριοτήτων που αποτελούν το επάγγελμα που είναι κατοχυρωμένο σε ένα κράτος μέλος· «κατοχυρωμένη επαγγελματική δραστηριότητα» σημαίνει-

(α) την επαγγελματική δραστηριότητα για την πρόσβαση στην οποία ή για την άσκησή της ή έναν από τους τρόπους άσκησής της σε ένα κράτος μέλος απαιτείται, αμέσως ή εμμέσως, βάσει νομοθετικών ή διοικητικών διατάξεων, η κατοχή διπλώματος και, ειδικότερα, και χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των προαναφερθέντων, τρόπους ασκήσεως μίας κατοχυρωμένης επαγγελματικής δραστηριότητας συνιστούν-

(i) η άσκηση δραστηριότητας υπό επαγγελματικό τίτλο, εφόσον η χρήση αυτού του τίτλου επιτρέπεται μόνο στους κατόχους διπλώματος που καθορίζεται από τις νομοθετικές ή διοικητικές διατάξεις του κράτους μέλους·

(ii) η άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας που αφορά στον τομέα της υγείας, εφόσον για την επί αμοιβή άσκηση αυτής της δραστηριότητας, ή/και την επιστροφή των ιατρικών δαπανών απαιτείται, σύμφωνα με το εθνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, η κατοχή διπλώματος· ή

(β) την επαγγελματική δραστηριότητα επί της οποίας δεν εφαρμόζεται η παράγραφος (α) και η οποία ασκείται από τα μέλη ένωσης ή οργάνωσης, η οποία περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ή άλλης ένωσης ή οργάνωσης, κύριος στόχων των οποίων είναι η προαγωγή και η διατήρηση της στάθμης του οικείου επαγγέλματος σε υψηλά επίπεδα και, οι οποίες, για την επίτευξη αυτού του στόχου, τυγχάνουν αναγνωρίσεως υπό ειδική μορφή σε κράτος μέλος, και

(i) χορηγούν στα μέλη τους δίπλωμα,

(ii) διασφαλίζουν ότι τα μέλη τους τηρούν τους επαγγελματικούς κανόνες τους οποίους θεσπίζουν οι ίδιες, και

(iii) παρέχουν σ' αυτά το δικαίωμα να κάνουν χρήση τίτλου ή συντομογραφίας ή να επωφελούνται της ιδιότητας που αντιστοιχεί προς το δίπλωμα αυτό·

«πρακτική άσκηση προσαρμογής» σημαίνει την άσκηση κατοχυρωμένου επαγγέλματος που πραγματοποιείται στη Δημοκρατία υπό την ευθύνη αναγνωρισμένου επαγγελματία·

«τρίτη χώρα» σημαίνει χώρα που δεν είναι κράτος μέλος.