Ερμηνεία

2.—(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

«αρχείο» σημαίνει οποιοδήποτε βιβλίο, έγγραφο ή οποιοδήποτε άλλο γραπτό ή έντυπο υλικό, υπό οποιαδήποτε μορφή, περιλαμβανομένων οποιωνδήποτε πληροφοριών που συγκεντρώνονται, φυλάττονται ή διατηρούνται με οποιαδήποτε μηχανική ή ηλεκτρονική συσκευή, ανεξάρτητα από το αν συγκεντρώνονται, φυλάττονται ή διατηρούνται σε αναγνώσιμη μορφή ή όχι-

«ασφαλιστής» σημαίνει ασφαλιστή όπως καθορίζεται στους περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμους του 1984 έως 1998, καθώς και σ' οποιοδήποτε άλλο νόμο τους τροποποιεί ή τους αντικαθιστά·

«διαδοχική πιστωτική συμφωνία» σημαίνει πιστωτική συμφωνία, η οποία συνάπτεται μεταξύ πιστωτή και καταναλωτή κατά την περίοδο ισχύος πιστωτικής συμφωνίας που είχε συναφθεί προηγουμένως μεταξύ του ίδιου πιστωτή και του ίδιου καταναλωτή και η οποία θεωρείται ως πιστωτική συμφωνία για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου·

«διαφήμιση» σημαίνει κάθε μορφή ανακοίνωσης που μεταδίδεται έναντι πληρωμής ή ανάλογου ανταλλάγματος ή για λόγους αυτοπροβολής, από δημόσια ή ιδιωτική επιχείρηση στα πλαίσια εμπορικής, βιομηχανικής ή βιοτεχνικής δραστηριότητας ή άσκησης επαγγέλματος, με σκοπό την προώθηση της παροχής αγαθών ή υπηρεσιών συμπεριλαμβανομένων ακινήτων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και περιλαμβάνει κάθε μορφή διαφήμισης με δημοσίευση από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση, με έκθεση αγγελιών, σημάτων, επιγραφών, αφισών ή εμπορευμάτων, με διανομή δειγμάτων, εγκυκλίων, καταλόγων, τιμοκαταλόγων ή άλλου υλικού, με έκθεση φωτογραφιών, υποδειγμάτων ή κινηματογραφικών ταινιών, ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο και αναφορές στη δημοσίευση διαφημίσεων θα ερμηνεύονται ανάλογα·

«δικαστήριο» σημαίνει δικαστήριο αρμόδιας δικαιοδοσίας·

«ενυπόθηκος πιστωτής», σε σχέση με στεγαστικό δάνειο, σημαίνει πιστωτή, του οποίου η επιχειρηματική δραστηριότητα περιλαμβάνει την παροχή στεγαστικών δανείων εξασφαλισμένων με υποθήκη επί ακίνητης ιδιοκτησίας·

«έξοδα εγκατάστασης» σημαίνει τα έξοδα-

(α) για την εγκατάσταση οποιασδήποτε ηλεκτρικής ή άλλης ενέργειας ή ύδατος,

(β) για την τοποθέτηση εξοπλισμού που καλύπτεται από την πιστωτική συμφωνία, στα κτίρια όπου πρόκειται να χρησιμοποιηθεί και για τη μετατροπή των κτιρίων προκειμένου να καταστεί δυνατή η χρησιμοποίηση οποιουδήποτε τέτοιου εξοπλισμού μαζί με τα κτίρια, και

(γ) για οποιαδήποτε εργασία διεξάγεται για το σκοπό κατασκευής ή ανέγερσης, όταν είναι λογικά αναγκαίο οποιοσδήποτε τέτοιος εξοπλισμός να κατασκευασθεί ή ανεγερθεί για τα κτίρια στα οποία πρόκειται να χρησιμοποιηθεί·

«εξουσιοδοτημένος λειτουργός» σημαίνει κάθε μέλος της Υπηρεσίας που ασκεί, εκ μέρους της, τα καθήκοντα που εκχωρούνται στην Υπηρεσία από τον παρόντα Νόμο·

«ιδιοκτήτης» σημαίνει πρόσωπο που εκμισθώνει ή έχει εκμισθώσει αγαθά σε μισθωτή δυνάμει συμφωνίας ενοικιαγοράς·

«καταναλωτής» σημαίνει κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, για σκοπούς των συναλλαγών που καλύπτονται από τον παρόντα Νόμο, ενεργεί εκτός της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητάς του·

«μισθωτής» σημαίνει καταναλωτή που λαμβάνει, προτίθεται να λάβει ή έχει λάβει την κατοχή αγαθών από ιδιοκτήτη δυνάμει συμφωνίας ενοικιαγοράς με αντάλλαγμα περιοδικές πληρωμές·

«οικία» σημαίνει οποιοδήποτε κτίριο ή μέρος κτιρίου που χρησιμοποιείται ή είναι κατάλληλο για χρήση ως κατοικία και περιλαμβάνει οποιαδήποτε εξωτερική κατασκευή, αυλή, κήπο ή άλλο χώρο που ανήκει σε αυτό και χρησιμοποιείται συνήθως μαζί με αυτό·

«οφειλέτης», σε σχέση με στεγαστικό δάνειο, σημαίνει καταναλωτή στον οποίο έχει παραχωρηθεί στεγαστικό δάνειο ή το διαχειριστή της περιουσίας του προσώπου αυτού και περιλαμβάνει κληρονόμο του καταναλωτή και προσωπικό αντιπρόσωπο του και για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου περιλαμβάνει επίσης και τον αιτητή για παραχώρηση στεγαστικού δανείου·

«πίστωση» σημαίνει προθεσμιακή πληρωμή, δάνειο ή οποιαδήποτε άλλη μορφή χρηματοδοτικής διευκόλυνσης·

«πιστωτής» σημαίνει τράπεζα, συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα ή άλλο χρηματοπιστωτικό οργανισμό και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ομάδα τέτοιων προσώπων που παραχωρούν πίστωση, με βάση πιστωτική συμφωνία, κατά τη διεξαγωγή της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητάς τους·

«πιστωτική κάρτα» σημαίνει κάρτα που εκδίδεται από πιστωτή σε καταναλωτή με την οποία αγαθά, υπηρεσίες ή μετρητά μπορούν να λαμβάνονται από τον καταναλωτή επί πιστώσει και ποσά σε σχέση με αγαθά, υπηρεσίες ή μετρητά δύνανται να χρεώνονται στο λογαριασμό του καταναλωτή που τηρείται από τον πιστωτή·

«πιστωτική συμφωνία» σημαίνει συμφωνία με την οποία πιστωτής παραχωρεί ή υπόσχεται να παραχωρήσει σε καταναλωτή, πίστωση με τη μορφή προθεσμιακής πληρωμής, δανείου ή άλλης παρόμοιας χρηματοδοτικής διευκόλυνσης και περιλαμβάνει συμφωνία ενοικιαγοράς, αλλά δεν περιλαμβάνει συμβάσεις για τη συνεχή παροχή υπηρεσιών, περιλαμβανομένων και των παρεχομένων από οργανισμούς κοινής ωφελείας, σύμφωνα με τις οποίες ο καταναλωτής έχει το δικαίωμα να καταβάλλει με δόσεις το σχετικό τίμημα κατά τη διάρκεια της παροχής τους·

«προθεσμία υπαναχώρησης» έχει την έννοια που αποδίδεται σε αυτή από το άρθρο 8(1)(δ)·

«σύμβαση εγγύησης» σημαίνει, σε σχέση με οποιαδήποτε πιστωτική συμφωνία, σύμβαση που συνάπτεται με τρίτο πρόσωπο για να εγγυηθεί την εκτέλεση των υποχρεώσεων του καταναλωτή που πηγάζουν από την πιστωτική συμφωνία και η έκφραση «εγγυητής» ερμηνεύεται ανάλογα·

«συμφωνία ενοικιαγοράς» σημαίνει συμφωνία για τη μίσθωση αγαθών, δυνάμει της οποίας ο μισθωτής δύναται να αγοράσει τα αγαθά ή δυνάμει της οποίας η κυριότητα των αγαθών θα μεταβιβαστεί ή δύναται να μεταβιβαστεί στο μισθωτή με την καταβολή περιοδικών πληρωμών και περιλαμβάνει την περίπτωση όπου δυνάμει δύο ή περισσότερων συμφωνιών, που καμία από μόνη της δεν αποτελεί συμφωνία ενοικιαγοράς, υπάρχει μίσθωση αγαθών και είτε ο μισθωτής δύναται να αγοράσει τα αγαθά, είτε η κυριότητά τους θα μεταβιβαστεί ή δύναται να μεταβιβαστεί στο μισθωτή, οπότε και οι συμφωνίες αυτές θεωρούνται, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ως μια συμφωνία, συναφθείσα κατά το χρόνο σύναψης της τελευταίας συμφωνίας·

«συμφωνία πιστωτικής κάρτας» σημαίνει πιστωτική συμφωνία δυνάμει της οποίας εκδίδεται πιστωτική κάρτα σε καταναλωτή από τον πιστωτή-

«συμφωνία στεγαστικού δανείου» σημαίνει πιστωτική συμφωνία με εξασφάλιση υποθήκης επί οποιασδήποτε ακίνητης ιδιοκτησίας, εφόσον η πίστωση χορηγείται προκειμένου να διευκολυνθεί ο οφειλέτης να-

(α) ανοικοδομήσει επί ή μετατρέψει ακίνητη ιδιοκτησία σε οικία για τη στέγαση του ιδίου ή των εξαρτωμένων του, ή

(β) βελτιώσει, ανακαινίσει ή εξοπλίσει υφιστάμενη επί ακίνητης ιδιοκτησίας οικία για τη στέγαση του ιδίου ή των εξαρτωμένων του, ή

(γ) αγοράσει ή άλλως πως εξασφαλίσει, εξ ολοκλήρου ή μερικώς, ακίνητη ιδιοκτησία επί της οποίας είναι κατασκευασμένη ή πρόκειται να κατασκευαστεί οικία για τη στέγαση του ιδίου ή των εξαρτωμένων του·

«συνολική τιμή», σε σχέση με συμφωνία ενοικιαγοράς, σημαίνει το συνολικό πληρωτέο ποσό από το μισθωτή, δυνάμει της συμφωνίας αυτής, περιλαμβανομένου οποιουδήποτε πληρωτέου ποσού κατά την άσκηση του δικαιώματος αγοράς, αλλά δεν περιλαμβάνει οποιοδήποτε ποσό που πρέπει να πληρωθεί ως ποινή ή ως αποζημίωση για παράβαση της συμφωνίας·

«συνολικό ετήσιο ποσοστό επιβάρυνσης» σημαίνει το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή, εκφραζόμενο ως ετήσιο ποσοστό του ποσού της παρεχόμενης πίστωσης το οποίο εξισώνει σε ετήσια βάση την παρούσα αξία του συνόλου των τρεχουσών ή μελλοντικών υποχρεώσεων (δανείων, εξοφλητικών δόσεων και επιβαρύνσεων) που έχουν συμφωνηθεί από τον πιστωτή και τον καταναλωτή, και το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με το μαθηματικό τύπο του Παραρτήματος II, όπως αυτός επεξηγείται με τα παραδείγματα του Παραρτήματος III, και με βάση τα κριτήρια που καθορίζονται στο Παράρτημα IV του παρόντος Νόμου·

«συνολικό κόστος πίστωσης» σημαίνει το σύνολο όλων των επιβαρύνσεων, συμπεριλαμβανομένων των τόκων και λοιπών εξόδων, τις οποίες ο καταναλωτής καλείται να πληρώσει για την πίστωση που του παραχωρείται·

«τιμή τοις μετρητοίς» σημαίνει το χρηματικό αντάλλαγμα για συναλλαγή για την οποία δεν παραχωρείται πίστωση·

«τρεχούμενος λογαριασμός» σημαίνει διευκόλυνση που πηγάζει από πιστωτική συμφωνία, διά της οποίας ο καταναλωτής δύναται να λαμβάνει, από καιρού εις καιρόν, από τον πιστωτή ή τρίτο πρόσωπο, μετρητά, εμπορεύματα ή υπηρεσίες μέχρι τέτοιου ποσού ή αξίας ώστε, λαμβάνοντας υπόψη πληρωμές που γίνονται από ή σε πίστη του καταναλωτή, να μη γίνεται υπέρβαση του πιστωτικού ορίου, αν υπάρχει·

«Υπηρεσία» σημαίνει την Υπηρεσία Ανταγωνισμού και Προστασίας Καταναλωτών του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού·

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού.

(2) Στον παρόντα Νόμο, η αναφορά σε καταναλωτή, πιστωτή, μισθωτή, ιδιοκτήτη ή οφειλέτη περιλαμβάνει πρόσωπο στο οποίο τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις του καταναλωτή, πιστωτή, μισθωτή, ιδιοκτήτη ή οφειλέτη, ανάλογα με την περίπτωση, έχουν μεταβιβασθεί δυνάμει της πιστωτικής συμφωνίας, μέσω εκχώρησης ή εκ του νόμου.

(3) Στον παρόντα Νόμο όταν οτιδήποτε αποστέλλεται ή λαμβάνεται με προπληρωμένο σύνηθες ταχυδρομείο θεωρείται ότι έχει αποσταλεί ή ληφθεί, ανάλογα με την περίπτωση, κατά την ημερομηνία που φέρει η ταχυδρομική σφραγίδα των ταχυδρομικών υπηρεσιών.