Ερμηνεία

2.—(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν προκύπτει διαφορετικά από το κείμενο-

«άδεια» σημαίνει τη δυνάμει του άρθρου 5 χορηγούμενη άδεια άσκησης του επαγγέλματος-

(α) του οδικού μεταφορέα εμπορευμάτων για-

(i) διεθνείς οδικές μεταφορές·

(ii) εσωτερικές οδικές μεταφορές· και

(β) του οδικού μεταφορέα επιβατών για-

(i) διεθνείς οδικές μεταφορές·

(ii) εσωτερικές οδικές μεταφορές·

«αδειούχο όχημα» σημαίνει-

(α) Φορτηγό όχημα με μέγιστο μικτό επιτρεπόμενο βάρος ίσο ή μεγαλύτερο των 3,5 τόνων στο οποίο έχει χορηγηθεί άδεια «Α» σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου,

(β) επιβατηγό όχημα στο οποίο έχει χορηγηθεί άδεια «Ε» για μεταφορά επιβατών σε τακτικές γραμμές ή/και για τη μεταφορά ομάδων επιβατών σε έκτακτες γραμμές σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου·

(γ) επιβατηγό όχημα, το οποίο αναφέρεται σε σύμβαση παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας ότι θα χρησιμοποιείται από το φορέα δημόσιας υπηρεσίας ή/και τους εργοδοτουμένους του για την παροχή της δημόσιας υπηρεσίας εσωτερικών οδικών επιβατηγών μεταφορών∙

«αδειούχος» σημαίνει επιχείρηση στην οποία έχει χορηγηθεί άδεια δυνάμει του άρθρου 5 του παρόντος Νόμου·

«ανάδοχος φορέας» σημαίνει το φορέα δημόσιας υπηρεσίας∙

«αναθέτουσα αρχή» σημαίνει το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων, το οποίο ενεργεί μέσω του Γενικού  Διευθυντή του ή εξουσιοδοτημένου εκπροσώπου του:

Noείται ότι η αναθέτουσα αρχή είναι αρμόδια για την εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 181/2011, σύμφωνα με το καθορισμένο στις παραγράφους 1, 2 και 3 του άρθρου 2 του εν λόγω Κανονισμού πεδίο εφαρμογής·

«αποκλειστικό δικαίωμα εκμετάλλευσης» σημαίνει το δικαίωμα που παραχωρείται από την αναθέτουσα αρχή σε μια επιχείρηση και με το οποίο παρέχεται η δυνατότητα στην επιχείρηση αυτή να εκμεταλλεύεται  τη δημόσια υπηρεσία εσωτερικών οδικών επιβατικών μεταφορών σε μια καθορισμένη περιοχή αποκλειόμενης οποιασδήποτε άλλης επιχείρησης·

«αρμόδια αρχή» σημαίνει τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων και οποιοδήποτε άλλο γενικά ή ειδικά προς τούτο εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό πρόσωπο·

«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·

«δημόσια υπηρεσία εσωτερικών οδικών επιβατικών μεταφορών» σημαίνει τη γενικού οικονομικού συμφέροντος υπηρεσία εσωτερικών οδικών μεταφορών επιβατών σε τακτικές γραμμές, που παρέχεται στο κοινό χωρίς διακρίσεις και σε συνεχή βάση·

«διαστική διαδρομή» σημαίνει διαδρομή μεταξύ δυο ή περισσοτέρων πόλεων, η οποία πραγματοποιείται σε υπεραστικό δρόμο και περιλαμβάνει μέχρι 5 προκαθορισμένες στάσεις, άλλων από την αφετηρία και του σημείου τερματισμού, σε κάθε πόλη και η οποία διαδρομή καθορίζεται από την αρμόδια αρχή με διάταγμα που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας:

Νοείται ότι, μέχρι την 5η Ιουλίου 2020, τέτοια διαδρομή δεν δύναται να περιλαμβάνει στάση σε αεροδρόμιο προκειμένου για διαδρομή που εξυπηρετείται με τακτική γραμμή ειδικής διαδρομής·

«διεθνής οδική μεταφορά» σημαίνει-

(α) Τη μετακίνηση ενός οχήματος με σημείο αφετηρίας και σημείο άφιξης σε δύο διαφορετικά κράτη, με ή χωρίς διέλευση υπό καθεστώς διαμετακόμισης από ένα ή περισσότερα κράτη·

(β) τη μετακίνηση ενός οχήματος από ένα κράτος προς τρίτη χώρα και αντίστροφα, με ή χωρίς διέλευση υπό καθεστώς διαμετακόμισης από ένα ή περισσότερα κράτη·

(γ) τη μετακίνηση ενός οχήματος μεταξύ τρίτων κρατών, με διέλευση υπό καθεστώς διαμετακόμισης από το έδαφος ενός ή περισσότερων κρατών·

(δ) τη μετακίνηση ενός οχήματος χωρίς φορτίο που έχει σχέση με τις εν λόγω μεταφορές·

«Διευθυντής» σημαίνει το Διευθυντή του Τμήματος Οδικών Μεταφορών του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων·

«εγχώριος φορέας» σημαίνει νομικώς ανεξάρτητη οντότητα, επί της οποίας η αναθέτουσα αρχή ασκεί έλεγχο ανάλογο εκείνου που ασκεί επί των υπηρεσιακών μονάδων της∙

«έκτακτες γραμμές» σημαίνει τις μη τακτικές γραμμές επιβατηγών οχημάτων δημόσιας χρήσης, στα οποία χορηγήθηκε άδεια «Ε» δυνάμει του άρθρου 15 οι οποίες χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι μεταφέρουν ομάδες επιβατών με μίσθωση ή σύμβαση και όχι με κόμιστρο κατά επιβάτη, και έχουν συσταθεί μετά από πρωτοβουλία ενός εντολέα ή του ίδιου του μεταφορέα και περιλαμβάνουν-

(α) τις περιηγήσεις, δηλαδή τις γραμμές στις οποίες το ίδιο όχημα μεταφέρει μία ή περισσότερες προσχηματισμένες ομάδες επιβατών και επαναφέρει καθεμία τους στο σημείο απ' όπου αναχώρησε κατά τη διάρκεια του ίδιου ταξιδιού·

(β) τις γραμμές στις οποίες εκτελούνται μεταφορές προσχηματισμένων ομάδων επιβατών, χωρίς οι επιβάτες να επανέρχονται στο σημείο αναχώρησης κατά τη διάρκεια του ίδιου ταξιδιού·

(γ) τις γραμμές που οργανώνονται με την ευκαιρία συνεδρίων, σεμιναρίων, πολιτιστικών, κοινωνικών ή αθλητικών εκδηλώσεων·

«Εκτελεστικός Κανονισμός (ΕΕ) 2016/480» σημαίνει τον Εκτελεστικό Κανονισμό (ΕΕ) 2016/480 της Επιτροπής της 1ης Απριλίου 2016 για τη θέσπιση κοινών κανόνων όσον αφορά τη διασύνδεση των εθνικών ηλεκτρονικών μητρώων των επιχειρήσεων οδικών μεταφορών και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1213/2010 της Επιτροπής·

«εμπόρευμα» σημαίνει κάθε φυσικό ή τεχνικό προϊόν το οποίο γίνεται αντικείμενο εμπορίου·

«επάγγελμα οδικού μεταφορέα εμπορευμάτων» σημαίνει τη δραστηριότητα κάθε αδειούχου με αδειούχο όχημα ο οποίος εκτελεί με μίσθωση ή με αμοιβή μεταφορά εμπορευμάτων, για λογαριασμό τρίτων, είτε με όχημα με κινητήρα είτε με συνδυασμό οχημάτων·

«επάγγελμα οδικού μεταφορέα επιβατών» σημαίνει τη δραστηριότητα κάθε αδειούχου με αδειούχο όχημα ο οποίος εκτελεί μεταφορές επιβατών ή για ορισμένες κατηγορίες επιβατών με όχημα το οποίο από την κατασκευή και τον εξοπλισμό του μπορεί να μεταφέρει περισσότερα από εννέα άτομα - περιλαμβανομένου και του οδηγού - και το οποίο προορίζεται για το σκοπό αυτό έναντι κομίστρου που καταβάλλεται είτε από τον κάθε επιβάτη είτε από το διοργανωτή της μεταφοράς·

«επιβατηγό όχημα» σημαίνει το μηχανοκίνητο όχημα δημόσιας χρήσης το οποίο από την κατασκευή και τον εξοπλισμό του μπορεί να μεταφέρει περισσότερα από εννέα άτομα περιλαμβανομένου και του οδηγού και το οποίο χρησιμοποιείται για τη μεταφορά επιβατών είτε με κόμιστρο κατ΄ επιβάτη είτε με μίσθωση∙

«επιθεωρητής» σημαίνει το δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 20 οριζόμενο πρόσωπο·

«επιτροπή εξετάσεων» σημαίνει την επιτροπή εξετάσεων που καθιδρύεται δυνάμει του άρθρου 9·

«επιχείρηση» σημαίνει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί κερδοσκοπική ή μη δραστηριότητα, κάθε οργάνωση ή ένωση προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα που ασκεί κερδοσκοπική ή μη δραστηριότητα, καθώς και κάθε δημόσιο οργανισμό που έχει ιδία νομική προσωπικότητα ή εξαρτάται από αρχή που έχει νομική προσωπικότητα·

«εσωτερική οδική μεταφορά» σημαίνει την οδική μεταφορά εμπορευμάτων ή επιβατών που διενεργείται εξ ολοκλήρου μέσα στην εδαφική επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας·

«εταιρεία» σημαίνει εταιρεία εγγεγραμμένη δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου ή του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου ή του περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου·

«καθορισμένη περιοχή» σημαίνει γεωγραφική περιοχή ή διαστική διαδρομή που καθορίζεται από την αρμόδια αρχή με διάταγμα που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και στην οποία η αγορά παροχής της δημόσιας υπηρεσίας εσωτερικών οδικών επιβατικών μεταφορών είναι κλειστή στον ανταγωνισμό:

Νοείται ότι για σκοπούς μετεπιβίβασης των επιβατών από επιβατηγά οχήματα του ενός παρόχου σε επιβατηγά οχήματα ενός άλλου παρόχου, σημείο ή σημεία μεταξύ δυο ή περισσοτέρων γεωγραφικών περιοχών ή διαστικών διαδρομών μπορούν να συμπίπτουν·

«καθορισμένο» σημαίνει καθορισμένο με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου·

«Κανονισμοί» σημαίνει τους Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου·

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1071/2009» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1071/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Οκτωβρίου 2009 σχετικά με τη θέσπιση κοινών κανόνων όσον αφορά τους όρους που πρέπει να πληρούνται για την άσκηση του επαγγέλματος του οδικού μεταφορέα και για την κατάργηση της οδηγίας 96/26/ΕΚ του Συμβουλίου·

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1072/2009» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1072/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Οκτωβρίου 2009 για τους κοινούς κανόνες πρόσβασης στην αγορά διεθνών οδικών εμπορευματικών μεταφορών·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 181/2011» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 181/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 2011 για τα δικαιώματα των επιβατών λεωφορείων και πούλμαν και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004∙

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1370/2007» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1370/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2007, για τις δημόσιες επιβατικές σιδηροδρομικές και οδικές μεταφορές και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 1191/69 και (ΕΟΚ) αριθ. 1107/70, όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙

«μεταφορά εμπορευμάτων» σημαίνει τη μεταφορά εμπορευμάτων με μίσθωση ή με αμοιβή·

«όχημα δημόσιας χρήσης» σημαίνει φορτηγό όχημα δημόσιας χρήσης στο οποίο χορηγήθηκε άδεια «Α» ή «Δ» δυνάμει των άρθρων 13 ή 13Α αντίστοιχα, όπως και επιβατηγό όχημα δημόσιας χρήσης στο οποίο χορηγήθηκε άδεια «Ε» δυνάμει του άρθρου 15·

«πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας» σημαίνει το δυνάμει του άρθρου 9, χορηγούμενο πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας, για τη διεύθυνση επιχειρήσεων οι οποίες εκτελούν οδικές μεταφορές, διεθνείς ή εσωτερικές, εμπορευμάτων ή επιβατών·

«ρυμουλκό όχημα» σημαίνει μηχανοκίνητο όχημα κατασκευασμένο ή διασκευασμένο για τη ρυμούλκηση ρυμουλκούμενου ή ημιρυμουλκούμενου οχήματος·

«σύμβαση παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας» σημαίνει σύμβαση, η οποία παρουσιάζει τα  ίδια χαρακτηριστικά με μια σύμβαση παροχής υπηρεσιών, εκτός από το γεγονός ότι το εργολαβικό αντάλλαγμα συνίσταται είτε στο αποκλειστικό δικαίωμα εκμετάλλευσης της δημόσιας υπηρεσίας εσωτερικών οδικών επιβατικών μεταφορών είτε στο δικαίωμα αυτό σε συνδυασμό με την καταβολή αμοιβής·

«Συμβούλιο» σημαίνει το Συμβούλιο Οδικών Μεταφορών που καθιδρύεται δυνάμει του άρθρου 3·

«συνήθης διαμονή» σημαίνει τον τόπο στον οποίο ένα άτομο διαμένει συνήθως, δηλαδή τουλάχιστον επί 185 ημέρες κατά ημερολογιακό έτος, λόγω προσωπικών και επαγγελματικών δεσμών ή, σε περίπτωση ατόμου χωρίς επαγγελματικούς δεσμούς, λόγω προσωπικών δεσμών, από τους οποίους προκύπτει στενή σχέση μεταξύ του προσώπου αυτού και του τόπου στον οποίο διαμένει:

Νοείται ότι ως συνήθης διαμονή ενός ατόμου του οποίου οι επαγγελματικοί δεσμοί βρίσκονται σε τόπο διαφορετικό από εκείνο των προσωπικών του δεσμών και το οποίο, εξ αιτίας του γεγονότος αυτού, υποχρεούται να διαμένει εναλλακτικά σε διαφορετικούς τόπους που βρίσκονται σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θεωρείται ο τόπος στον οποίο βρίσκονται οι προσωπικοί του δεσμοί υπό την προϋπόθεση ότι διαμένει εκεί τακτικά:

Νοείται περαιτέρω, ότι η τελευταία αυτή προϋπόθεση δεν είναι απαραίτητη όταν το άτομο διαμένει σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εκτέλεση αποστολής συγκεκριμένης διάρκειας η δε φοίτηση σε πανεπιστήμιο ή σε σχολείο δεν αποτελεί αλλαγή της συνήθους διαμονής·

«τακτικές γραμμές» σημαίνει τις γραμμές επιβατηγών οχημάτων δημόσιας χρήσης, με τις οποίες μεταφέρονται επιβάτες με κόμιστρο κατά επιβάτη με προκαθορισμένη συχνότητα και διαδρομή και στις οποίες οι επιβάτες μπορούν να επιβιβάζονται και να αποβιβάζονται σε προκαθορισμένες στάσεις. Οι τακτικές γραμμές είναι ανοικτές σε όλους ανεξάρτητα από την υποχρέωση κράτησης θέσης. Ο τακτικός χαρακτήρας της γραμμής δεν επηρεάζεται από ενδεχόμενη προσαρμογή των όρων εκμετάλλευσής της:

Νοείται ότι στις τακτικές γραμμές περιλαμβάνονται και εκείνες με τις οποίες μεταφέρονται με προκαθορισμένη συχνότητα και διαδρομή, συγκεκριμένες κατηγορίες επιβατών στις οποίες οι επιβάτες μπορούν να επιβιβάζονται και να αποβιβάζονται σε προκαθορισμένες στάσεις και αφορούν-

(α) Στη μεταφορά των εργαζομένων από τον τόπο της κατοικίας τους στον τόπο εργασίας τους και αντιστρόφως·

(β) στη μεταφορά μαθητών και σπουδαστών από τον τόπο κατοικίας τους στον τόπο του εκπαιδευτικού τους ιδρύματος και αντιστρόφως:

Νοείται περαιτέρω ότι ο τακτικός χαρακτήρας των γραμμών αυτών δεν επηρεάζεται από τον τρόπο πληρωμής της αμοιβής του λεωφορείου ή από το γεγονός ότι η οργάνωση της μεταφοράς προσαρμόζεται στις μεταβαλλόμενες ανάγκες των επιβατών·

«τακτική γραμμή ειδικής διαδρομής» σημαίνει διαδρομή για κάλυψη των αναγκών εξυπηρέτησης του επιβατικού κοινού για τα αεροδρόμια για την οποία χορηγείται άδεια δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 15Α·

«Τμήμα» σημαίνει το Τμήμα Οδικών Μεταφορών του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων·

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων·

«υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας» σημαίνει την απαίτηση που προσδιορίζεται ή καθορίζεται από την αναθέτουσα αρχή, προκειμένου να εξασφαλίζεται δημόσια υπηρεσία εσωτερικών οδικών επιβατικών μεταφορών, την οποία δεν θα αναλάμβανε ένας φορέας που μεριμνά περί των ιδίων εμπορικών συμφερόντων ή τουλάχιστον δεν θα την αναλάμβανε στην ίδια έκταση ή υπό τις ίδιες προϋποθέσεις χωρίς αμοιβή∙

«φορέας δημόσιας υπηρεσίας» σημαίνει την επιχείρηση, στην οποία η αναθέτουσα αρχή έχει παραχωρήσει αποκλειστικό δικαίωμα εκμετάλλευσης της δημόσιας υπηρεσίας εσωτερικών οδικών επιβατικών μεταφορών σε καθορισμένη περιοχή.

(2) Διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, όροι που δεν καθορίζονται με οποιοδήποτε τρόπο σ' αυτόν, εκτός αν προκύπτει διαφορετικά από το κείμενο, έχουν την έννοια την οποία αποδίδουν σ' αυτούς, αντίστοιχα, οι περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς Νόμοι και οι περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμοι ή οποιοσδήποτε εκάστοτε σε ισχύ νόμος τους τροποποιεί ή τους αντικαθιστά.