Ερμηνεία

2.—(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν προκύπτει διαφορετικά από το κείμενο-

«άδεια» σημαίνει τη δυνάμει του άρθρου 5 χορηγούμενη άδεια άσκησης του επαγγέλματος-

(α) του οδικού μεταφορέα εμπορευμάτων για-

(i) διεθνείς οδικές μεταφορές·

(ii) εσωτερικές οδικές μεταφορές· και

(β) του οδικού μεταφορέα επιβατών για-

(i) διεθνείς οδικές μεταφορές·

(ii) εσωτερικές οδικές μεταφορές·

«αδειούχο όχημα» σημαίνει-

(α) Φορτηγό όχημα με μέγιστο μικτό επιτρεπόμενο βάρος ίσο ή μεγαλύτερο των 3,5 τόνων στο οποίο έχει χορηγηθεί άδεια «Α» σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου,

(β) επιβατηγό όχημα στο οποίο έχει χορηγηθεί άδεια «Ε» για μεταφορά επιβατών σε τακτικές γραμμές ή για τη μεταφορά ομάδων επιβατών σε έκτακτες γραμμές σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου·

«αδειούχος» σημαίνει επιχείρηση στην οποία έχει χορηγηθεί άδεια δυνάμει του άρθρου 5 του παρόντος Νόμου·

«αρμόδια αρχή» σημαίνει τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων και οποιοδήποτε άλλο γενικά ή ειδικά προς τούτο εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό πρόσωπο·

«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·

«διεθνής οδική μεταφορά» σημαίνει-

(α) Τη μετακίνηση ενός οχήματος με σημείο αφετηρίας και σημείο άφιξης σε δύο διαφορετικά κράτη, με ή χωρίς διέλευση υπό καθεστώς διαμετακόμισης από ένα ή περισσότερα κράτη·

(β) τη μετακίνηση ενός οχήματος από ένα κράτος προς τρίτη χώρα και αντίστροφα, με ή χωρίς διέλευση υπό καθεστώς διαμετακόμισης από ένα ή περισσότερα κράτη·

(γ) τη μετακίνηση ενός οχήματος μεταξύ τρίτων κρατών, με διέλευση υπό καθεστώς διαμετακόμισης από το έδαφος ενός ή περισσότερων κρατών·

(δ) τη μετακίνηση ενός οχήματος χωρίς φορτίο που έχει σχέση με τις εν λόγω μεταφορές·

«Διευθυντής» σημαίνει το Διευθυντή του Τμήματος Οδικών Μεταφορών του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων·

«έκτακτες γραμμές» σημαίνει τις μη τακτικές γραμμές επιβατηγών οχημάτων δημόσιας χρήσης, στα οποία χορηγήθηκε άδεια «Ε» δυνάμει του άρθρου 15 οι οποίες χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι μεταφέρουν ομάδες επιβατών με μίσθωση και όχι με κόμιστρο κατά επιβάτη, και έχουν συσταθεί μετά από πρωτοβουλία ενός εντολέα ή του ίδιου του μεταφορέα και περιλαμβάνουν-

(α) τις περιηγήσεις, δηλαδή τις γραμμές στις οποίες το ίδιο όχημα μεταφέρει μία ή περισσότερες προσχηματισμένες ομάδες επιβατών και επαναφέρει καθεμία τους στο σημείο απ' όπου αναχώρησε κατά τη διάρκεια του ίδιου ταξιδιού·

(β) τις γραμμές στις οποίες εκτελούνται μεταφορές προσχηματισμένων ομάδων επιβατών, χωρίς οι επιβάτες να επανέρχονται στο σημείο αναχώρησης κατά τη διάρκεια του ίδιου ταξιδιού·

(γ) τις γραμμές που οργανώνονται με την ευκαιρία συνεδρίων, σεμιναρίων, πολιτιστικών, κοινωνικών ή αθλητικών εκδηλώσεων·

«εμπόρευμα» σημαίνει κάθε φυσικό ή τεχνικό προϊόν το οποίο γίνεται αντικείμενο εμπορίου·

«επάγγελμα οδικού μεταφορέα εμπορευμάτων» σημαίνει τη δραστηριότητα κάθε αδειούχου με αδειούχο όχημα ο οποίος εκτελεί με μίσθωση ή με αμοιβή μεταφορά εμπορευμάτων, για λογαριασμό τρίτων, είτε με όχημα με κινητήρα είτε με συνδυασμό οχημάτων·

«επάγγελμα οδικού μεταφορέα επιβατών» σημαίνει τη δραστηριότητα κάθε αδειούχου με αδειούχο όχημα ο οποίος εκτελεί μεταφορές επιβατών ή για ορισμένες κατηγορίες επιβατών με όχημα το οποίο από την κατασκευή και τον εξοπλισμό του μπορεί να μεταφέρει περισσότερα από εννέα άτομα - περιλαμβανομένου και του οδηγού - και το οποίο προορίζεται για το σκοπό αυτό έναντι κομίστρου που καταβάλλεται είτε από τον κάθε επιβάτη είτε από το διοργανωτή της μεταφοράς·

«επιθεωρητής» σημαίνει το δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 20 οριζόμενο πρόσωπο·

«επιτροπή εξετάσεων» σημαίνει την επιτροπή εξετάσεων που καθιδρύεται δυνάμει του άρθρου 9·

«επιχείρηση» σημαίνει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί κερδοσκοπική ή μη δραστηριότητα, κάθε οργάνωση ή ένωση προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα που ασκεί κερδοσκοπική ή μη δραστηριότητα, καθώς και κάθε δημόσιο οργανισμό που έχει ιδία νομική προσωπικότητα ή εξαρτάται από αρχή που έχει νομική προσωπικότητα·

«εσωτερική οδική μεταφορά» σημαίνει την οδική μεταφορά εμπορευμάτων ή επιβατών που διενεργείται εξ ολοκλήρου μέσα στην εδαφική επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας·

«εταιρεία» σημαίνει εταιρεία εγγεγραμμένη δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου ή του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου ή του περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου·

«καθορισμένο» σημαίνει καθορισμένο με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου·

«Κανονισμοί» σημαίνει τους Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου·

«μεταφορά εμπορευμάτων» σημαίνει τη μεταφορά εμπορευμάτων με μίσθωση ή με αμοιβή·

«όχημα δημόσιας χρήσης» σημαίνει φορτηγό όχημα δημόσιας χρήσης στο οποίο χορηγήθηκε άδεια «Α» ή «Δ» δυνάμει των άρθρων 13 ή 13Α αντίστοιχα, όπως και επιβατηγό όχημα δημόσιας χρήσης στο οποίο χορηγήθηκε άδεια «Ε» δυνάμει του άρθρου 15·

«πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας» σημαίνει το δυνάμει του άρθρου 9, χορηγούμενο πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας, για τη διεύθυνση επιχειρήσεων οι οποίες εκτελούν οδικές μεταφορές, διεθνείς ή εσωτερικές, εμπορευμάτων ή επιβατών·

«ρυμουλκό όχημα» σημαίνει μηχανοκίνητο όχημα κατασκευασμένο ή διασκευασμένο για τη ρυμούλκηση ρυμουλκούμενου ή ημιρυμουλκούμενου οχήματος·

«Συμβούλιο» σημαίνει το Συμβούλιο Οδικών Μεταφορών που καθιδρύεται δυνάμει του άρθρου 3·

«συνήθης διαμονή» σημαίνει τον τόπο στον οποίο ένα άτομο διαμένει συνήθως, δηλαδή τουλάχιστον επί 185 ημέρες κατά ημερολογιακό έτος, λόγω προσωπικών και επαγγελματικών δεσμών ή, σε περίπτωση ατόμου χωρίς επαγγελματικούς δεσμούς, λόγω προσωπικών δεσμών, από τους οποίους προκύπτει στενή σχέση μεταξύ του προσώπου αυτού και του τόπου στον οποίο διαμένει:

Νοείται ότι ως συνήθης διαμονή ενός ατόμου του οποίου οι επαγγελματικοί δεσμοί βρίσκονται σε τόπο διαφορετικό από εκείνο των προσωπικών του δεσμών και το οποίο, εξ αιτίας του γεγονότος αυτού, υποχρεούται να διαμένει εναλλακτικά σε διαφορετικούς τόπους που βρίσκονται σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θεωρείται ο τόπος στον οποίο βρίσκονται οι προσωπικοί του δεσμοί υπό την προϋπόθεση ότι διαμένει εκεί τακτικά:

Νοείται περαιτέρω, ότι η τελευταία αυτή προϋπόθεση δεν είναι απαραίτητη όταν το άτομο διαμένει σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εκτέλεση αποστολής συγκεκριμένης διάρκειας η δε φοίτηση σε πανεπιστήμιο ή σε σχολείο δεν αποτελεί αλλαγή της συνήθους διαμονής·

«τακτικές γραμμές» σημαίνει τις γραμμές επιβατηγών οχημάτων δημόσιας χρήσης, στα οποία χορηγήθηκε άδεια «Ε» δυνάμει του άρθρου 15, με τις οποίες μεταφέρονται επιβάτες με κόμιστρο κατά επιβάτη με προκαθορισμένη συχνότητα και διαδρομή και στις οποίες οι επιβάτες μπορούν να επιβιβάζονται και να αποβιβάζονται σε προκαθορισμένες στάσεις. Οι τακτικές γραμμές είναι ανοικτές σε όλους ανεξάρτητα από την υποχρέωση κράτησης θέσης. Ο τακτικός χαρακτήρας της γραμμής δεν επηρεάζεται από ενδεχόμενη προσαρμογή των όρων εκμετάλλευσής της:

Νοείται ότι στις τακτικές γραμμές περιλαμβάνονται και εκείνες με τις οποίες μεταφέρονται με προκαθορισμένη συχνότητα και διαδρομή, συγκεκριμένες κατηγορίες επιβατών στις οποίες οι επιβάτες μπορούν να επιβιβάζονται και να αποβιβάζονται σε προκαθορισμένες στάσεις και αφορούν-

(α) Στη μεταφορά των εργαζομένων από τον τόπο της κατοικίας τους στον τόπο εργασίας τους και αντιστρόφως·

(β) στη μεταφορά μαθητών και σπουδαστών από τον τόπο κατοικίας τους στον τόπο του εκπαιδευτικού τους ιδρύματος και αντιστρόφως-

(γ) στη μεταφορά στρατιωτικών από τον τόπο της κατοικίας τους ή εξόδου τους στον τόπο στρατωνισμού τους και αντιστρόφως:

Νοείται περαιτέρω ότι ο τακτικός χαρακτήρας των γραμμών αυτών δεν επηρεάζεται από τον τρόπο πληρωμής της αμοιβής του λεωφορείου ή από το γεγονός ότι η οργάνωση της μεταφοράς προσαρμόζεται στις μεταβαλλόμενες ανάγκες των επιβατών-

«Τμήμα» σημαίνει το Τμήμα Οδικών Μεταφορών του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων·

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων.

(2) Διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, όροι που δεν καθορίζονται με οποιοδήποτε τρόπο σ' αυτόν, εκτός αν προκύπτει διαφορετικά από το κείμενο, έχουν την έννοια την οποία αποδίδουν σ' αυτούς, αντίστοιχα, οι περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς Νόμοι και οι περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμοι ή οποιοσδήποτε εκάστοτε σε ισχύ νόμος τους τροποποιεί ή τους αντικαθιστά.